Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Αποκριές – αποκρές | του Μιχάλη Χουρδάκη –

Μέρος δεύτερο

Από το βιβλίο του Μιχάλη Χουρδάκη «Κρητικό διαχρονικό ημερολόγιο (καλαντάρι)», Αθήνα 2007
Μέρος δεύτερο

Μεταφέρω αποσπάσματα από κείμενο του μεγάλου Κρητικού λαογράφου Παύλου Βλαστού του οποίου το ογκώδες αρχείο, φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στα Χανιά.

Αναφερόμενος στις αποκρές ο Βλαστός δίνει τον παρακάτω ορισμό για το μασκαρά.

«… Μασκαράς (σ.σ. είναι) ο μεταμφιεσμένος και θεατρινιζόμενος έμπροσθεν του πλήθους κατά τας ημέρας των Απόκρεω… Οι τον όμιλον των μεταμφιεσμένων αποτελούντες, ενδύονται διαφόρους ενδυμασίας εκ δερμάτων, μιμούμενοι ζώα ή θηρία ή διαβόλους ή ανασκελάδες ή νηρηίδας ή φαντάσματα ή την πανώλην, όπως ο λαός περί τούτων μυθολογεί.

Τα πρόσωπα αυτών μαυρίζουν δια βαφής τηγανίου ή τσικαλίου ή αλοίφουν δια πηλού εκ κιμωλίας. (άσπρουγα) ή στάκτης, παριστάνουν γέροντας κεκυφώτας με μεγάλη καμπούραν, εις το στόμα των προσθέτουσι φλούδα νεραντζίου σχηματίζοντας οδόντας αραιούς και ελλείποντας …»

Εποχή τουρκοκρατίας, οι υπόδουλοι κρητικοί διατήρησαν το έθιμο της μεταμφίεσης, οι δε μεμέτηδες επειδή δεν εγνώριζαν τους προσωπιδοφόρους (μασκαράδες) ετρόμαζαν και όχι μόνο δε σήκωναν τουφέκι τέτοιες μέρες, αλλά νομίζοντες ότι τους κρητικούς τους έπιανε το γλυκύ τους (η τρέλα) κάθε χρόνο τούτες τις μέρες, παρακολουθούσαν τις αποκριάτικες εκδηλώσεις πίσω από τα καφασωτά μπαλκόνια τους με περιέργεια.

Μιμητικός χορός με τους παρακάτω ή και άλλους στίχους που πλέκονται κατά τη διάρκεια του χορού:

Ένας μασκαράς προσκαλεί τους υπόλοιπους με τα λόγια:

Γύρω – γύρω ελάτε όλοι, μη σας πάρουν οι διαόλοι
να σας πω για το πιπέρι, που χορεύουν νέοι γέροι

Μετά την πρόσκληση αυτή σηκώνονται πολλοί και σχηματίζουν κύκλο χορού, ενώ αυτός που τους κάλεσε μένει στο κέντρο του κύκλου. Όλοι πιασμένοι χέρι – χέρι, αρχίζουν με πλάγια αργά βήματα να ρωτούν.

Πώς το τρι πώς το τρι, πώς το τρίβουν το πιπέρι
πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαόλου οι καλογέροι.

Οι χορευτές σταματούν και δίνουν προσοχή στον καλεστή που, όπως είπαμε, βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου και υποτίθεται ότι τους διδάσκει. Λέει λοιπόν αυτός κάνοντας στη γη και τη μίμηση των λόγων του:

Με τον κω με τον κω, με τον κώλο τους το τρίβουν
με τον κώλο τους το τρίβουν, και το ψιλοκοσκινίζουν.

Όλοι μαζί τώρα κάνοντας την αντίστοιχη κίνηση (μίμηση) του «δασκάλου», επαναλαμβάνουν τα παραπάνω λόγια. Αφού τελειώσουν το στίχο και τη μίμηση, συνεχίζουν τα πλάγια αργά βήματα, ρωτώντας πάλι:

Πώς το τρι πώς το τρι, πώς το τρίβουν το πιπέρι
πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαόλου οι καλογέροι.

Ο «δάσκαλος» (μεσαίος χορευτής), λέει στους σταματημένους πάλι χορευτές

Με το χε με το χε, με το χέρι τους το τρίβουν
με το χέρι τους το τρίβουν, και το ψιλικοσκινίζουν.

Οι χορευτές μιμούνται το «δάσκαλο», που κάθε φορά εξηγεί ότι το πιπέρι το τρίβουν με διάφορους τρόπους, π.χ. με τη μύτη τους το τρίβουν, με το κούτελο το τρίβουν, με την πλάτη τους το τρίβουν, με τις φτέρνες τους το τρίβουν, με το δάχτυλο το τρίβουν κ.λ.π.

Βρίσκει ένα σωρό τρόπους τριψίματος του πιπεριού ο «δάσκαλος», ώστε ο χορός αυτός διαρκεί πολλή ώρα στη διάρκεια της οποίας φεύγουν από το χορό όσοι κουράζονται ή έρχονται άλλοι μασκαράδες χορευτές να συνεχίσουν.

Δημοσιεύω και μια ριμάτα που θυμούμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Τότε η ριμάτα απαγγέλονταν τις μέρες αυτές στο Μεραμπέλο από μικρούς και μεγάλους. Έκτοτε ξεχάστηκε και δεν ακούγεται πια εκτός από τα χείλη μετρημένων στα δάχτυλα ηλικιωμένων.

«Θα σας πω μιαν ιστορία, και δεν θέλω απορία
τήνε λέω κάθα χρόνο, ησυχία θέλω μόνο
Ήνοιξε ο ουρανός κι εκατέβηκε ο θεός
Εβάστα όμορφες γραφές να παντρεύουνται οι γρες
Και μια γρα η κακομοίρα που ’θελε στα σκέλια μοίρα
Βάνει τσι φωνές ντελόγο, στο θεό λέει ένα λόγο
Δυο γαμπρούς κάθε σεφέρι λέει του θεού να φέρει
Θε μου φέρε μου τζοι δυο, ένα γέρο κι ένα νιο
να ’ν ο γέρος για τα ξύλα, και ο νιος για τα παιχνίδια
Θε μου φέρε μου τζοι δυο, κι ότι θες δα κάμω ’γώ
Να ’χω γέρο στα ωζά μου κι ένα νιο για το σοφά μου».

Από την ίδια εποχή θυμούμαι και δυο μαντινιάδες ανεγυριστικές που τις έλεγαν τότε οι νέοι αν η αγαπητικιά τους, τους είχε παραιτήσει για κάποιον άλλο. Βρίσκαν την ευκαιρία τούτες τις μέρες να εκφράσουν την απελπισία για το χωρισμό.

Ήφυγες και ’ποκρίγιωσα, κάθε χαρά κι ελπίδα
άλλοι ανημένουν τη Λαμπρή, μα ’γω την καταιγίδα
Κάθε χαρά εποκρίγιωσα, καθ’ όνειρο εχάθη
μα κάνω τον αδιάφορο, ο κόσμος μην το μάθει.

Νίσπιτας


O Μιχάλης Εμμ. Χουρδάκης (Νίσπιτας) είναι ένας σπουδαίος και πολυγραφότατος Λαογράφος της Ανατολικής Κρήτης, γεννήθηκε το 1939 στη Νεάπολη Λασιθίου, κι εκεί κατοικεί ακόμη. Τελείωσε το κλασσικό εξατάξιο Γυμνάσιο στον τόπο γέννησης του και σπούδασε ηλεκτρονικά στην Αθήνα. Ασχολήθηκε επί 20 χρόνια με την κατασκευή και εμπορία ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών στην Αθήνα, αλλά εργάστηκε και 18 χρόνια ως ξενοδοχοϋπάλληλος στον Άγιο Νικόλαο. Ο λόγος που παράτησε την τέχνη του για να γίνει ξενοδοχοϋπάλληλος είναι επειδή ήθελε να εργάζεται νύχτα για να μπορεί την ημέρα να συγκεντρώνει το Λαογραφικό του υλικό. Είναι μέλος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Ανατολικής Κρήτης, της Πολιτιστικής και Ιστορικής Εταιρείας Απάνω Μεραμπέλου, μέλος του Συλλόγου Μικρασιατών και Ποντίων Μεραμπέλου -λόγω της Μικρασιατικής καταγωγής της μητέρας του (εξ Αδάνων Μ. Ασίας)- καθώς και της Διεθνούς Εταιρείας Λογοτεχνών. Τον Αύγουστο του 1982 έβγαλε το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ρίζες». Έχει κυκλοφορήσει πολλά Λαογραφικά και ιστορικά βιβλία κι έχει βραβευτεί με Πανελλήνια βραβεία και εύφημες μνείες.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:204