Αποκριές – αποκρές | του Μιχάλη Χουρδάκη
Από το βιβλίο του Μιχάλη Χουρδάκη «Κρητικό διαχρονικό ημερολόγιο (καλαντάρι)», Αθήνα 2007
Μέρος πρώτο
Με τη φράση «άνοιξε το Τριώδιο» δηλώνουμε ότι άρχισε η περίοδος των Απόκρεω. Από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή του Ασώτου επιτρέπονται όλα τα φαγητά και δε νηστεύεται από κρέας η Τετάρτη και η Παρασκευή, γι αυτό και η εβδομάδα αυτή ονομάστηκε «Απολυτή». Ονομάστηκε ακόμη και «Προφωνήσιμη Εβδομάδα» ή απλά «Προφωνή», επειδή έβγαιναν τελάληδες και τη διαλαλούσαν, ώστε ο κόσμος να προμηθευτεί τα κρέατα για το σπίτι του.
Τέσσερεις είναι οι απόκριες που αναφέρονται στους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας. Απ’ αυτές, ξεχωριστή θέση στην ψυχή του λαού μας, κατέχει η αποκριά που προηγείται της Μεγάλης Σαρακοστής, η οποία μας προετοιμάζει σωματικά και πνευματικά να γιορτάσουμε το Άγιο Πάσχα, την Κυριακή μετά την πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας, όπως όρισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδο των Πατέρων της Εκκλησίας μας (325 μ.Χ.).
Γλωσσολογικά, θα έλεγα, πως, η λέξη αποκριά, έχει δυο έννοιες. Αυτή της εκκλησιαστικής και την άλλη της κοσμικής ορολογίας. Στην εκκλησιαστική γλώσσα, βρίσκομε την κατά κυριολεξία έννοια της λέξης που είναι : «… πάσα ημέρα καθ’ ην καταλύεται το κρέας, επακολουθήσης από την επομένην, νηστείας …»
Όσο αφορά τη λέξη «Τριώδιο», αν θέλομε να είμαστε ακριβείς στην ετυμολογία, πρέπει να πούμε ότι η λέξη αυτή γεννήθηκε από παρετυμολόγηση και παραφθορά του αρχαίου «τράγο-ωδή» που παναπεί ύμνος προς τιμή του τράγου, αφού κύριο υλικό για την κατασκευή αποκριάτικης φορεσιάς στα αρχαία χρόνια, αλλά και στα δικά μας σε ορισμένες περιοχές της χώρας, ήταν και είναι η προβιά του σφαγμένου τράγου.
Τρεις ολόκληρες εβδομάδες, ειδικότερα η δεύτερη και η τρίτη, αφιερώνονται από το λαό μας σε κάθε είδους διασκέδαση (γλέντι απλό, ξεφάντωμα, χορό, τραγούδια, φάρσες και σάτιρες).
Επειδή ο άνθρωπος ήταν και παραμένει κοινωνικό ον, ανέκαθεν επιζητούσε συναναστροφή των ομοίων του. Ανέκαθεν επίσης την κοινωνικότητα αυτή, τη συνδύαζε με την οργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων. Στο πέρασμα των αιώνων, οργάνωνε γιορτές προς τιμή των Θεών του, και άφηνε ελεύθερα τα χαλιναγωγημένα, όλο τον υπόλοιπο χρόνο, πάθη του, να εκδηλωθούν τις μέρες αυτές ελεύθερα, χωρίς φόβο παρεξήγησης και ντροπής.
Μέχρι και οι δούλοι, της αρχαίας εποχής, αφήνονταν ελεύθεροι να εκδηλωθούν, αφού και τα ρούχα των αφεντικών τους έβαζαν και αστειεύονταν, τους μιμούνταν κι έλεγαν οτιδήποτε σε βάρος τους. Έτσι ήρθαν οι απόκριες ως τις μέρες μας.
Τις μέρες αυτές καταργούνταν και καταργούνται οι κοινωνικές τάξεις και σατιρίζονταν, όπως και σήμερα παρατηρείται, όλοι οι θεσμοί.
Οι απλοί άνθρωποι του λαού μας, ντύνονται στρατηγοί, ναύαρχοι, βασιλιάδες, γιατροί, δικηγόροι, παπάδες και αρχιμανδρίτες.
Το έθιμο αυτό είναι καθαρά ειδωλολατρικό, αφού και οι αρχαίοι άλλαζαν την εμφάνισή τους με φορεσιές των αφεντικών τους όπως αναφέραμε ήδη, άντρες ντύνονται γυναίκες ή το αντίθετο, ή φορούσαν δέρματα ζώων και μάσκες, παρά τις Συνοδικές αποφάσεις: «Μηδένα άνδρα γυναικείαν στολή ενδιδύκεσθαι ή γυναίκα τοις ανδράσι αρμόδιον …».
Ο ίδιος ο Μ. Κωνσταντίνος στην επιθυμία του να φανεί ευχάριστος στη μητέρα του αγία Ελένη, απαγόρευσε με αυστηρή διαταγή τις μεταμφιέσεις, όμως, ο λαός δε έπαψε να γιορτάζει το Καρναβάλι, ως και οι αυλικοί μέσα στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης οργάνωναν το «χορό των διακοναρέων», στον οποίο έπαιρναν μέρος όλοι οι ζητιάνοι της Πόλης.
Έτσι με την επιθυμία του λαού να κρατιέται από τις ρίζες του συνεχίζει τις αποκριάτικες εκδηλώσεις του (παρά τον αστικό χαρακτήρα που έχει δοθεί σήμερα) που διαρκούν όχι τέσσερεις, αλλά τρεις εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων γίνονται τρικούβερτα γλέντια κι ένα σωρό ασυδοσίες και ξεφαντώματα, ώστε, να ξεφεύγει από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και να αγκαλιάζει την ανεμελιά της χαράς.
Δεν είναι τυχαίο το βυζαντινό «κι εσύ φτωχέ πούλησε ακόμη και το σακάκι σου για να γλεντίσεις με αλόγιστο φαγοπότι», ή το άλλο: «Κι αν φτωχέ δεν έχεις παράδες να γλεντίσεις, κλέψε να έχεις».
Η λέξη «απόκρια» της ελληνικής γλώσσας που παναπεί: αποχή από την κρεοφαγία, έχει την ίδια σημασία με την ελληνοποιημένη λέξη «καρναβάλι» του λατινικού CARNA LEVAMEN.
Το καρναβάλι ως εορταστική λαϊκή εκδήλωση, αντικατάστησε κατά ποσοστό 80% τις αρχαίες διονυσιακές εορτές, αφού οι μάσκες, οι μεταμφιέσεις, οι αθυροστομίες, το άτυπο και το γκρέμισμα των διακρίσεων τούτες τις μέρες, αναβιώνουν τα καμώματα των τραγοντυμένων σατύρων, και των μαινάδων.
Γνήσιο λοιπόν αρχαιοελληνικό εφεύρημα το καρναβάλι, μεταβιβάστηκε στους Ρωμαίους καταχτητές που το καλοδέχτηκαν και το διέδωσαν σ’ όλες τις χώρες της απέραντης αυτοκρατορίας τους.
Με το πέρασμα των αιώνων και μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, οι Ευρωπαίοι μετανάστες είναι αυτοί που το μετέφεραν στη Νέα Ήπειρο.
Στο καρναβάλι μπαίνει για τα καλά ο λαός μας, από την Πέμπτη της β΄ εβδομάδας που ονομάζεται «Τσικνοπέμπτη» επειδή η παράδοση υπαγορεύει να ψήσομε κρέας στη σχάρα ή το τηγάνι, να το τσικνίσομε δηλαδή.
Παλιότερα τη μέρα αυτή αλλά και τις επόμενες δυο Κυριακές δηλαδή της «Κρετινής» και της «Τυρινής», οι φαμίλιες όλου του σογιού, συγκεντρώνονταν σ’ ένα σπίτι με τους μεζέδες και τα πιοτά τους, να φάνε, να πιούνε, να τραγουδήσουν και να χορέψουν όλοι αδελφωμένοι.
Σήμερο βέβαια το έθιμο αυτό έχει ξεφτίσει και οι περισσότεροι παίρνουν μέρος σε αποκριάτικες εκδηλώσεις που οργανώνουν τα διάφορα κέντρα διασκέδασης ή και Σύλλογοι διάφοροι στα κέντρα αυτά, με καθορισμένο εδεσματολόγιο ή στην πλατεία και τους δρόμους των πόλεων και των χωριών.
Όλα τα παραπάνω που γράψαμε, γίνονται την περίοδο των Απόκρεω που από «κεκτημένη ταχύτητα» συνεχίζονται σε πολλά μέρη και την επαύριο της Τυρινής Κυριακής αποκριάς, τη λεγόμενη Καθαρά Δευτέρα, αν και η μέρα αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της μεγάλης νηστείας.
Καρναβάλια οργανώνονται σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης και για ορισμένες μάλιστα πόλεις έχουν πάρει διεθνή χαρακτήρα ως μεγάλα ψυχαγωγικά και φολκλορικά γεγονότα. Το πιο ξακουστό καρναβάλι οργανώνεται στο Ρίο, που λόγω της κοσμοσυρροής χάνονται κάθε χρόνο εκατοντάδες ψυχές. Μεγάλο καρναβάλι επίσης είναι αυτό του Μονάχου και της Νίκαιας. Στην Ελλάδα τα σκήπτρα του λαμπρότερου καρναβαλιού τα κρατάει η Πάτρα, ακολουθεί το Μοσχάτο, τα Μέγαρα, η Κομοτηνή και η Ξάνθη.
Στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια, οργανώνεται τρελό αστικό καρναβάλι στο Ρέθυμνο, όσο για το Λασίθι, καρναβάλι οργανώνεται στη Σητεία, τη Γεράπετρα και τη Νεάπολη.
Στο καρναβάλι, εκτός από τις αθυροστομίες που προβάλλονται, ζηλευτή θέση κρατεί ο χορός και το τραγούδι που ανάβουν το κέφι. Οι ξενιτεμένοι κρητικοί, έφεραν στο νησί τραγούδια από την παλιά Ελλάδα, όπως τα παρακάτω που συνοδεύονται από χορό. Είναι μακρόσυρτα και μονότονα αλλά σκορπούν κέφι επειδή συνοδεύονται από μιμήσεις, γκριμάτσες, αθυροστομίες και διάφορες χειρονομίες.
Νίσπιτας
O Μιχάλης Εμμ. Χουρδάκης (Νίσπιτας) είναι ένας σπουδαίος και πολυγραφότατος Λαογράφος της Ανατολικής Κρήτης, γεννήθηκε το 1939 στη Νεάπολη Λασιθίου, κι εκεί κατοικεί ακόμη. Τελείωσε το κλασσικό εξατάξιο Γυμνάσιο στον τόπο γέννησης του και σπούδασε ηλεκτρονικά στην Αθήνα. Ασχολήθηκε επί 20 χρόνια με την κατασκευή και εμπορία ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών στην Αθήνα, αλλά εργάστηκε και 18 χρόνια ως ξενοδοχοϋπάλληλος στον Άγιο Νικόλαο. Ο λόγος που παράτησε την τέχνη του για να γίνει ξενοδοχοϋπάλληλος είναι επειδή ήθελε να εργάζεται νύχτα για να μπορεί την ημέρα να συγκεντρώνει το Λαογραφικό του υλικό. Είναι μέλος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Ανατολικής Κρήτης, της Πολιτιστικής και Ιστορικής Εταιρείας Απάνω Μεραμπέλου, μέλος του Συλλόγου Μικρασιατών και Ποντίων Μεραμπέλου -λόγω της Μικρασιατικής καταγωγής της μητέρας του (εξ Αδάνων Μ. Ασίας)- καθώς και της Διεθνούς Εταιρείας Λογοτεχνών. Τον Αύγουστο του 1982 έβγαλε το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ρίζες». Έχει κυκλοφορήσει πολλά Λαογραφικά και ιστορικά βιβλία κι έχει βραβευτεί με Πανελλήνια βραβεία και εύφημες μνείες.