Άγνωστα περιστατικά από τη δράση της ΕΠΟΝ στην Κρήτη | του Θεματοφύλακα ιστορικής μνήμης
Στα μισά του 1942, οι χιτλερικοί κατακτητές είχαν μεταφέρει στην Κρήτη, από το ανατολικό μέτωπο, κάμποσες εκατοντάδες Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Μερικές εκατοντάδες είχαν φέρει και στο Ρέθυμνο. Τους είχαν στριμώξει σ’ ένα περιφραγμένο παλιό ελαιουργείο στη δυτική ακτή της πόλης και τους χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή οχυρωματικών και άλλων πολεμικών έργων. Οι συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων μέσα στο χτίριο – στρατόπεδο ήταν απάνθρωπες. Ακόμα πιο απάνθρωπες ήταν οι συνθήκες δουλιάς στα καταναγκαστικά έργα. Πολλοί πέθαιναν εξαντλημένοι στους τόπους δουλιάς και άλλοι εκτελούνταν επιτόπου, για ασήμαντες «παραβάσεις» ή και μόνο για χάρη γούστου από τους φρουρούς. Μόλις μαθεύτηκε η μεταφορά των αιχμαλώτων στο Ρέθυμνο, η ΠΟΕΝ, ο «πρόγονος» της ΕΠΟΝ στην Κρήτη και σε συνέχεια η ΕΠΟΝ Ρεθύμνου, καταπιάστηκαν με την οργάνωση της ηθικής και υλικής συμπαράστασης προς τους αιχμαλώτους – μαχητές του Κόκκινου Στρατού.
Τη συμπαράσταση αυτή οι Επονίτες την είδαν σαν μια αντιφασιστική πράξη – συμβολή στον αντιφασιστικό πόλεμο των συμμαχικών τότε δυνάμεων και ταυτόχρονα σα διεθνιστικό καθήκον απέναντι στην πρώτη στον κόσμο σοσιαλιστική χώρα, που σηκώνει το κύριο βάρος στον αντιφασιστικό πόλεμο. Και ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά. Τη μελέτησαν και την οργάνωσαν με εφευρετικότητα και με μεγάλη προσοχή γιατί οι κίνδυνοι ήταν μεγάλοι.
Οι διαταγές της γερμανικής «Κομαντατούρας» ήταν σαφέστατες: Επί ποινή θανάτου απαγορευόταν κάθε επαφή και κάθε βοήθεια προς τους αιχμαλώτους.
Η επιχείρηση «συμπαράσταση» όπως την ονόμασαν οι Επονίτες είχε δύο σκέλη: α) Τη συγκέντρωση τροφίμων, φαρμάκων, χρημάτων, τσιγάρων κλπ. και β) Η εξεύρεση τρόπων για την προώθησή τους στους αιχμαλώτους. Και στις δυο αυτές φάσεις της «επιχείρησης» οι Επονίτες τα κατάφεραν περίφημα χωρίς ζημιές και απώλειες.
Κατ’ αρχήν μοιράστηκαν σε συνεργεία και άρχισαν έναν συνεχή μυστικό έρανο υπέρ αυτών των Σοβιετικών αιχμαλώτων ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης και των προαστίων. Μικρές ομάδες από 2-3 άτομα φέρναν γύρα κάθε τόσο τα σπίτια και τα μαγαζιά και με ανάλογη διαφωτιστική δουλιά έσπαζαν και εξάλειφαν σιγά – σιγά τη δισταχτικότητα που έδειχνε αρχικά ο κόσμος μπροστά στο φόβο να φτάσει η συμβολή αυτή στ’ αυτιά της Γκεστάπο και να υποστούν τις βαριές συνέπειες των απαγορευτικών διατάξεων. Ο κόσμος άρχισε να δίνει ό,τι μπορούσε από το υστέρημά του για τα «Ρουσάκια».
Η δυσκολότερη φάση
Το δυσκολότερο και πιο επικίνδυνο μέρος της επιχείρησης «συμπαράσταση» ήταν το πώς τα τρόφιμα και άλλα είδη που μαζεύονταν θα ‘φταναν με σιγουριά και χωρίς δυσάρεστες συνέπειες στους αιχμαλώτους. Μα και εδώ τα κατάφεραν μια χαρά οι Επονίτες.
Τα συγκεντρωμένα κάθε φορά είδη προωθούνταν στους αιχμαλώτους με δυο βασικά τρόπους. Και αυτό γιατί οι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν στα έργα επίσης με δυο τρόπους: Με καμιόνια για τις μακρινές αποστάσεις και με τα πόδια για τις κοντινές, έξω από την πόλη.
Για την πρώτη περίπτωση τα τρόφιμα συγκεντρώνονταν και καμουφλάρονταν, κοντά στο σημείο, που με τη δύση του ηλίου, θα ‘φταναν τα καμιόνια, για να παραλάβουν τους αιχμαλώτους. Εκεί, αν ο επικεφαλής της συνοδείας Γερμανός φαινόταν «εύκολος» για «λάδωμα» του έπιαναν την κουβέντα οι Επονίτες, του ‘διναν συνήθως μερικές κούτες τσιγάρα και κανένα μπουκάλι ρακί ή και χρήματα και η δουλιά πήγαινε πρίμα. Οι αιχμάλωτοι μόλις έβλεπαν τα τρόφιμα καταλάβαιναν την προέλευσή τους και με χαμόγελα, με υψωμένες γροθιές έκφραζαν τη χαρά τους και την ευγνωμοσύνη τους. Αν όμως ο αξιωματικός επικεφαλής της συνοδείας αποδειχνόταν σκληρός, τότε οι Επονίτες έπαιρναν με προφύλαξη τα συγκεντρωμένα είδη, τα πήγαιναν πιο πέρα στο χαλικοδρόμιο, απ’ όπου περνούσε η φάλαγγα των αιχμαλώτων. Εκεί τα σκόρπιζαν σε μικρές αποστάσεις και οι αιχμάλωτοι τα μάζευαν με χίλιες προφυλάξεις γιατί αν τους έπαιρναν χαμπάρι οι φρουροί και τα τρόφιμα θα ‘χαναν και το ξύλο θα ‘πεφτε ανελέητο.
Την ίδια μέθοδο εφάρμοζαν οι Επονίτες και για τους αιχμαλώτους, που τους πήγαιναν με τα πόδια στα έργα. Σκόρπιζαν δηλαδή τα είδη που είχαν συγκεντρώσει στο δρόμο απ’ όπου θα περνούσαν οι αιχμάλωτοι, πηγαίνοντας ή γυρίζοντας από την καταναγκαστική δουλιά· κι εκείνοι τα μάζευαν.
Γινόταν και το άλλο. Αν κανείς Επονίτης ή Επονίτισσα επισήμαινε κάποιο συνεργείο αιχμαλώτων, που άνοιγε ορύγματα ή κάποιο δρόμο κοντά στη δημοσιά, κινητοποιούνταν αμέσως. Φώναζε και κανά – δυο άλλους. Έβρισκαν μια κουβέρτα και την άπλωναν στην άκρη του δρόμου. Στήνανε σε συνέχεια καρτέρι εκεί γύρω και όποιος περνούσε από το δρόμο τον πλησίαζαν και του ‘λεγαν: «Ρίξε και συ κάτι για τα Ρουσάκια, που δουλεύουνε εδώ πιο κάτω».
Το… ψυχοσάββατο
Ας αναφερθεί εδώ κι ένα σχετικό περιστατικό που συνέβηκε το «ψυχοσάββατο» του 1942 στο προάστιο του Ρεθύμνου Περιβόλια. Οι χαροκαμένες οικογένειες των εκτελεσμένων αμάχων τον Μάη του 1941 σ’ αυτό το προάστιο είχαν κάνει άρτους και κόλυβα, και τα είχαν πάει στην εκκλησία τ’ Αϊ Νικόλα να «λειτουργηθούν» και να τα μοιράσουν μετά στον κόσμο «για συχώρεμα», όπως γινόταν από παράδοση.
Η οργάνωση της ΕΠΟΝ είδε στις αρτοκλασίες την ευκαιρία να φάνε οι αιχμάλωτοι λίγο ψωμί, άσπρο, φρέσκο, και μάλιστα γλυκαμένο. Μα και τα κόλλυβα θάταν μια ενίσχυση για τα πεινασμένα τους στομάχια.
Η σχετική απόφαση πάρθηκε στα πεταχτά κι ένα στέλεχος της τοπικής Επονίτικης οργάνωσης μπήκε στην εκκλησία, πρότεινε στους εκκλησιαζόμενους και στον παπά, που περίμενε μεγάλο μερτικό από τους άρτους, να μοιραστούν οι αρτοκλασίες και τα κόλλυβα στους αιχμαλώτους. Δέχτηκαν σχεδόν όλοι κι αφού έκοψε ο καθένας από ένα κομμάτι άρτο για τα «ορφανά» του σπιτιού, και πήρε και ο παπάς το μερτικό του, παράδοσαν άρτους και κόλλυβα στους ΕΠΟΝίτες. Ο ενθουσιασμός των ΕΠΟΝιτών ήταν μεγάλος. Δεν αρκέστηκαν μόνο στους άρτους και στα κόλλυβα που γέμισαν τρία σακιά. Ετρεξαν και στα σπίτια τους και στα γειτονικά και συγγενικά και κατάφεραν να μαζέψουν: ένα κοφίνι σταφίδα, άλλο ένα με χαρούπια, ξερά σύκα, καρύδια, μύγδαλα, κάμποσες κούτες τσιγάρα κι ένα μπουκάλι με κρασί.
Άρχισε να δύει ο ήλιος και κατέφθασαν σε λίγο τα δυο καμιόνια. Κατέβηκαν οι οδηγοί και μαζί τους ο επικεφαλής αξιωματικός. Ήταν ένας νεαρός ανθυπολοχαγός της Βέρμαχτ με χρυσά γυαλάκια καλοσιδερωμένος. Είδε τους 5-6 νεαρούς και χαμογέλασε σε μια ΕΠΟΝίτισσα, που έτρεξε και του πρόσφερε ένα τριανάφυλλο. Τότε με σπασμένα Γερμανικά, κορίτσια και αγόρια άρχισαν να εξηγούν στον αξιωματικό τι θέλουν απ’ αυτόν. Δεν αρνήθηκε μα ζήτησε με νοήματα να του δείξουν τα πράγματα. Τον πήγαν πίσω από ένα κοντινό πετρότοιχο, που τα είχαν καμουφλάρει. Τα είδε και άφησε ένα αργό στραβομουτσουνιασμένο «γκουτ» (καλά). Τότε ένας ΕΠΟΝίτης του πρόσφερε το μπουκάλι με το κρασί. Ο Γερμανός το άνοιξε και ήπιε μια γουλιά. Του άρεσε κι είπε ένα δεύτερο «γκουτ», πιο αποφασιστικό από το πρώτο. Έδειξε στους ΕΠΟΝίτες τα καμιόνια και τους είπε το σωτήριο «σνελ» (γρήγορα). Σε ένα λεπτό τα καμιόνια είχαν δεχτεί την πλούσια πραμάτεια.
Αν σκάψει κανείς ακόμη και σήμερα πάνω στο ύψωμα δεξιά από του «Κόρακα την Καμάρα» έξω από το Ρέθυμνο, θα βρει ασφαλώς τα οστά μερικών Σοβιετικών αιχμαλώτων, αυτών που τα πτώματά τους δεν είχαν προλάβει να εξαφανίσουν οι χιτλερικοί φονιάδες τους. Τα πτώματα αυτά τα είχαν θάψει εκεί στου «Κόρακα την Καμάρα» Eπονίτικα χέρια. Τα ίδια χέρια είχαν φτιάξει έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό χωρίς όνομα και τον είχαν στήσει στον κοινό τάφο των Σοβιετικών στρατιωτών. Και χέρια ΕΠΟΝιτισσών ήταν εκείνα, που μάζευαν κατά καιρούς λουλούδια και στόλιζαν μ’ αυτά τον τάφο των αιχμαλώτων – μαχητών του Κόκκινου Στρατού.
Τον σταυρό αυτοί οι μπράβοι του μεταδεκεμβριανού κράτους της «εθνικοφροσύνης» τον έβγαλαν και τον εξαφάνισαν.
[Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη την Τρίτη 15 Φλεβάρη 1983, σελ.3]
Επιμέλεια:
Θεματοφύλακας ιστορικής μνήμης