Ξερό ξυνόχοντρο | του Μιχάλη Στρατάκη
Ξερό ξυνόχοντρο μου ’πεψε ο φίλος μου ο Γάτος από τα Ζωνιανά.
Και για ώρα πολλή ήμουνε ποπάνω από τη σακούλα και τονε ξάνοιγα και τονε μύριζα και τονε χάιδευα κι έβαλα κι ένα κομμάτι στη μπούκα μου κι εσφάλιξα τα μάθια για να μη βρίχνει πόρο η νοστιμιά να πορίσει όξω.
Δεν ξεχνιέται ετούτη η νοστιμιά, όσα ζαμάνια κι ανε περάσουνε.
Ειδικά, άμα έχει κατακυριέψει τη γέψη σου, στα μικράτα σου.
Δεν έμαθα ποτέ μου, και δε θυμούμαι πώς η γιαγιά μου η Μαργή έσαζε τον ξυνόχοντρο.
Θυμούμαι τηνε μόνο κουκουβισμένη στο χερόμυλο, να γυρίζει την απάνω πέτρα, θυμούμαι τηνε να φκεραίνει γάλα στο αλεσμένο στάρι και θυμούμαι τηνε να μαλάσει μια κατανερή ζύμη, να σάζει μπαλάκια, να τ’ αποθέτει απάνω σε τάβλες κι ύστερα να βάνει τση τάβλες στο ταρατσάκι τση κουζίνας για να τση χτυπά ο μεσσαρίτικος ήλιος.
Θυμούμαι τηνε και να βλαστημά σαφί τση μύγες που επαλεύανε να θρονιαστούνε στον κόπο τση και να σκεπάζει και να ξανασκεπάζει τον ξυνόχοντρο με σεντόνια και να διώχνει τση μύγες.
Μοναχά αυτά θυμούμαι για τον τρόπο παρασκευής του ξυνόχοντρου.
Μα εκείνη να η θύμηση απού εσφράγισε το μνημονικό μου, ήτανε η νοστιμιά του ξυνόχοντρου, όχι άμα ξεραινότανε κι εψηνότανε για να τονε φάμε, μα όσο τον έσαζε και τον έπλαθε η γιαγιά μου.
Σαν το σπουργίτι απού στέκεται ποπάνω από τα θρουλιά κι ετοιμάζεται να φάει, εστεκόμουνε και του λόγου μου κι εξάνοιγα τα χέρια τση γιαγιάς μου, μη μπορώντας να συγκρατήσω τα σάλια μου που τρέχανε.
Κι η γιαγιά μου, έχωνε το δαχτύλι τση στην καστανερή ζύμη κι ύστερα το κοντοσίμωνε στη μπούκα μου κανακίζοντας με.
Έγλυφα κι επιπιλούσα το δαχτύλι, σαν που το αρνάκι γλύφει και πιπιλά το μαστάρι τση μάνας του.
Κι ας μην εμπόρουνα να μασήσω τα κομμάθια του σταριού, αμάσητα τα κατάπινα.
Ώρες ώρες επέρνα από το νου μου η σκέψη πως τελικά δε μ’ ανέβαζε στον ουρανό η γέψη του ξυνόχοντρου, μα αυτό απού ’βανε φτερά στην πλάτη μου ήτονε το δαχτύλι και τα κανακέματα τση γιαγιάς μου.
Δεν αποζήτουνα τη γέψη του ξυνόχοντρου, μα τη γέψη τση γιαγιάς μου αποζήτουνα.
Όλα ετούτα να εξυπνήσανε εντός μου, ξανοίγοντας τη σακούλα με τον ξερό ξυνόχοντρο απού ’χα ομπρός μου.
Μεγάλη χαρά επήρα!
Μα και στεναχωρέθηκα, γιατί μου ’λειπε το δαχτύλι τση γιαγιάς μου με την καστανερή ζύμη, απού ’τανε στάρι, γάλα κι αγάπη.
Μιχάλης Στρατάκης
γραφιάς