Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Μια «πετυχεμένη» συζεψά | της Ιφιγένειας Μανουρά


-Μωρή Μαρία, μα ίντα μωρή έπαθε λέει ο αφέντης σου; Δε το κάτεχα να είμαι ερχομένη απόντε νοψές γιατί ήμουνε παγομένη στη Χώρα. Οπροθές ήρθε η φιλιότσα μου και μου φέρε ένα τσουβάλι γούλες και τσι καθάρισα και τσι πήγα το γκοπελιώ στη Χώρα και τονε πήγα και αυγά αδικά μου, να κάμουνε σφουγγάτο που τρεζαίνουνται τα εγγόνια μου.

-Έλα μέσα να πιούμε και κιανένα γκαφέ, να τα πούμε με την αναπαή μας.

-Ντα δε νείναι παέ ο Γιώργης;

-‘Eθεκε για δε νεκλάδεψε τα μάθια ντου οψάργας, ούτε μια νώρα από τσοι πόνους και σάικα εκοιμήθηκε. Και πεσκέσι μου κράθιες; Έγνοια σε σε.

-Κιαμέ, μια σταφυδόπιτα έκαμα και σας σε κράθιουνα μιαουλιά. Και πώς εκατασκωτώθηκε;

-‘Ασε με ορνική μου έκεια που αρνεύγω, για δε ντονέ παλεύγω εδά μπλιό. Έμπλεξα και εγράντησα με τα ενομής του. Ήτονε καϊναντισμένος και εγούζουντόνε για δε νεπήγαινε ποθές, ούτε στη γειτονιά, ούτε στο ντουκιάνι όλες ετεσάς τσι μέρες, επειδή εβρώμεσε το χωριό πάλι από τσι γρίπες και τσι κωρονογιούς και εδά και καιρό μου ‘λεγε να πα κόψει ένα ναγκούτσακα να τονε κεντρίσει τη νάλλη μέρα που θα νοίξει ο καιρός, να κάμει μια ναμυγδαλιά και να φέρει και τα ξύλα για τη παρασθιά. Και απής εγράδαρε το γκερό εκίνησε.

-Ντα γίνεται ο αγκούτσακας αμυγδαλιά;

-Περγιοπέρισυς έκοψε πάλι ένα ναγκούτσακα και να δεις εδά μια αμυγδαλίτσα που εγίνηκενε θα τρεζαθείς.

-Α κείνηνά στο μέσα αμπέλι, ντα στο χάκι σας είναι;

-Nαι έπεσέ ντου στο γκλήρο.

-Και είπενε που λες να μη πάει αποδιαφώτιστα γιατί είχενε πολύ ογρασά και απόγι και επήγε το απομεσήμερο απής εφάγαμε. Εγώ η μαύρη του’πα να με νημένει να πάμενε τη νάλλη μέρα να του συντράμω, επειδή είχα καμωμένα ένα κουνενό και δε νεμπόρουνα να φύγω, γιατί ανείχε βγει, θέλα τονε χάσω και δε θελα κάμω μιαουλιά φτάζυμο, να το πέψω τω γκοπελιώ, μα δε μου’κουσε.

-Ντα πότε κοντό σου’κουσε;

-Ε ναι, κατέχεις δα ίντα κουρκουζάνης έναι κι απόκιας πως ό,τι του κόψει η γκεφαλή ντου θα το κάμει μπίρι μπάσε και δε γροικά κιανένα. Απής λέει έκοψένε το ναγκούτσακα, εφόρτωσε τη γαϊδάρα και έκατσε στη καπούλα αφού τα ξύλα ήσανιε μπόλικα και τα ’βαλε και μεσοσόμαρα.

-Και πώς εφόρτωσε τη γαϊδάρα και δεν εξεσωμάρισένε;

-Αυτός βάνει τα ξύλα από τη μια μπάντα του σομαριού, και τέ βάνει τη χαχαλόβεργα και αναβαστά ντου και δε ξεσωμαρίζει. Στο αναβόλεμα λέει έπεσε μια φορά, αλλά έπαιξενε ένα μπίδο και εξανακαβαλίκεψε πάλι στη καπούλα. Στο χυματερό στα κακά πηλά, εξυπάστηκε πρέπει ο γάιδαρος γιατί είδε λέει ομπρός του ένα σκύλο που εκυνήγα μια πεταλούδα – δε ντο ξανάκουσα πάλι ετονά το πράμα να κυνηγούνε οι σκύλοι πεταλούδες – δεν είχενε και καλά βαρμένη τη μπροστελίνα, εξεσωμάρησε και εμπουμπούρησενε μαζί με τη γαϊδάρα, τα ξύλα και το σωμάρι, να τον έχουνε πλακωμένο. Και το κακό ήτονε ότι έπεσε απάνω σε ένα χαράκι και άσε που εγίνηκε ρούνια το πατελόνι του και το πέταξα και εντρέπουντόνε να γυαγίρει στο χωριό, μόνο όντε νεσηκώθηκε εκατάλαβε ότι είχενε βγαρμένη και τη κουτάλα ντου.

-Και ίντα έκαμενε;

-Εγώ όντε νεπήγα και τον εύρηκα εκάθουντονε ανακούρκουβα και επερίμενε λέει να ποσκοτεινιάσει να ρθει να μη ντονε δούνε στο χωριό με το σκισμένο πατελόνι. Έτσα παράουρος έναι.

-Και τόσονά έργησε που επήγες και τονέ γύρευγες; Δε σε πήρε με το κινητό να πας;

-Ντα αυτός τόχει για το ντύπο και ή που δε ντο αναμαζώνει ντίπι ή δε νέχει μπαταρία.

-Και ίντα το θέλει;

-Ντα δε ντο θέλει αυτός, μόνο να μπαίνει στο βάμπερι, να θωρεί τα κοπέλια και τα εγγόνια μας.

-Και τε;

-Αφού έφυγενε κατά τσι δυο, στσι πέντε δεν ήτονε ακόμη φανισμένος και είχα τον ορλό ντου. Και έκια που επαράσερνα τη ναυλή ήρθενε η γαϊδάρα ολιμπερτή και χωρίς το σομάρι. Και τότεσάς εκακόβαλα και λέω μπάταρε δα να ιδείς που τονε φκέρεσε η γάιδαρα σε κιανένα δέτη και έφυγα απάνω ξεγλωσσισμένη να πα τονέ γυρεύγω. Και εγύρευγα τσι αποβολές τση γαιδάρας μα μέσα στα χόρτα τσι’χασα. Και επήγα στο Μονοδέντρι και τονε γύρευγα μα δε ντον εύρηκα και έπιασα τα ανάπλαγα πανιά και ίσα -ίσα που εποδιαφώτανε και έκεια κοντά να φτάξω στοι ανεμόμυλους, μείχενε θωρώντας και μου φώνιαζε. Επήγε λέει να βρει και χοχλιούς και για κειονά εξεστράτησε. Απής μούπε ίντα εγίνηκε, μου μότσαρε και με βλαστήμα και δε νέφηκενε ξεγίβεντο και καταφρόνιο να μη μου τα πει γιατί λέει εξάνοιγα το γκουνενό. Και η μαύρη έκανα το σεΐρι ντου και λέω “μπάρεμ να σταθεί θέλει κιαμιά φορά”;

-Ω μαύρη που σέρνεις όσα σέρνει η παρασύρα. Ιντα να κάνεις, πιάνετόνε με το σιργούλιο.

-Σιργούλιο- ξεσυργούλιο δε ντο νεβρίνει κιανείς. Απής δα εφτάξαμε στο σπίτι ήτονε φαίνεται ζεστός ακόμη και δε νεπόνιε μόνο δε νεμπόριε να σφίξει τη χέρα ντου και ήτονε και μουδιασμένη. Εντάκαρε πάλι και μου γρίφιζε και εβλαστήμα γιατί είχα πιασμένο μιαουλιά λιβάνι.

-Και σε βλαστήμα για το λιβάνι;

-Ναι, το μερτζουβί δε ντου αρέσει λέει γιατί το νεπλαντά. Και είπα ντου να του βάλω να φάει που είχα καμωμένα ροβύθια αδικά μας, που τα βάλαμε οφέτος στη ξυλοκεραθιά με ντόπια κοπριά, που εγενήκανε οσά ντο ναμυαλό και βρουβόπιτες γιατί ήτονε Παρασκή και δε ντρόμενε λεριά. Μα δε νήθελε. Έναψα τη παρασθιά και έβαλε ένα λουκάνικο και έπιασε και μιαουλιά τυρί και έκατσε και έπινε ρακές.

-Και του λέω: «Μωρέ καταφρονεμένε στο θιο σε πρεζεστάρω πε μου δα, δε ντονε φοβάσαι το θιο; Να σε κάψει θέλει που τρως λεριά Παρασκευγιάτικα». Και ίντα μου λέει ο σαθρακιασμένος; «Ντα θέλω πια μεγάλη καημαθιά μόνο απού σε αναμάζωξα;».

-Ετσα παράουρος, έτσα παραουριές λέει. Και δε σέχει σα ντο χρυσό μαμουντιέ μόνο σε καταφρονά έτσα λογής. Ασείχε μη σέχει να δω γω το χαΐρι ντου.

-Καλά τα λες. Και τε του λέω να πα θέσομενε μα αυτός ήθελα να κάθεται λέει στη φωθιά να ζεσταίνεται η κουτάλα ντου να μη μπονεί.

-Και γιάιντα δε ντονέ παντόνιαρες ορνικό ντου και ό,τι ήθελε ας είχε ξετελέψει.

-Ντα έκιονά έκαμα και επήγα και γω κατσά – κατσά και θέτω και δε νεπέρασενε μισή ώρα και γροικώ. «Ποθένω ο μαύρος και δε βρίνεται άνθρωπος να μου βουηθίξει». Και σηκώνομαι και πάω και κάθομαι δίπλα ντου. Σε μια ουλιά εντάκαρε και εκουνένιζε και λέω μια κοπανακιάς να πέσει θέλει στα κάρβουνα και θα κεντίσει οσά ντο αχινοπόδι. Κατά τσι έντεκα μού ζήτηξε και τούδωκα δυο ντεπά επειδή λέει επόνιε μιαουλιά. Εγώ τούδωκα ένα γάλα ζεστό να το πιεί και αυτός μου το εσφεντούριξε, απίς είχε γκώσει με τσι ρακές, το λουκάνικο και το τυρί. Στις δύο εμούγκριζε οσά ντο βούγι από τσοι πόνους. Και εκοπάνισα μια ουλιά σακίζι στο χαβάνι και τόβαλα σε μια ουλιά νερό και του το δωκα να παγουδιάσει ο πόνος μια σταλιά και το πέταξε πάλι κι αυτό γιατί λέει ήθελα να τονέ ψακώσω. Έφερα τη ναθιβολή ντω κοπελιώ ξαργότου, ίμπα θελά μου πει να τα πάρω τηλέφωνο να ρθούνε μα έκαμενε πως δε νεκατάλαβε. Και εσκέφτηκα και γω να μη ντονέ πω πράμα να τα αναλώσω.

-Και δε νεπήγετε στο νοσοκομείο;

-Δε νήθελε να πάμε γιατί εφημέρευγε το ΠΑΓΝΗ και δε ντο θέλει, γιατί λέει εκειά του βρήκανε το σκώτι ντου.

-Και ίντα του φτέγανε οι γιατροί;

-Πε μου δα και εσύ! Που δε νέφηκε κρασά και ρακές ετοσανά χρόνια να μη τα κατεβάσει και απόκιας του φταίνε οι γιατροί. Σούρος δε νεπόμενε στο μπουκάλι. Επήρα τη ναμπλά μου κατά τσι τέσσερις και τη νέφερε ο Στελής. Και επεριμέναμε και εξημέρωσε να τόνε πάμε στα Βενιτζέλια.

-Και ο Στελής δε ντούπε πράμα;

-Κιαμέ, έκατσε κι αυτός και επλακωθήκανε στσι ρακές και έκαμα το σεΐρι ντονε και εγενήκανε σκνίπα στο μεθύσι. Και όση νώρα εκάθουμάστανε, εναστουλούχα από τσοι πόνους. Και μέχρι να ξημερώσει εβαταλάλιενε. Απής επήγε στσι εφτά τον επήγαμενε στα Βενιτζέλια. Επήγαμενε και εκάμαμενε τα τέστια τού κορωνογιού και ευτυχώς δεν είχαμενε πράμα. Επεριμέναμε μέχρι τσι μια και ελυγομαριαστήκαμε τση πείνας και επήγε η αμπλά μου και επήρε τυρόπιτες ας είν γκαλά και εψυχοστέσαμενε μια ουλιά. Απής τόνε πήρε μέσα ο γιατρός μας έφηκε και εμπήκαμε μέχρι τη μπόρτα και επεριμέναμενε. Μιας κοπανακιάς γρικούμε ένα μούγκρος και τε πράμα. Και θωρούμε τη νοσοκόμα και του σήκωνε τα πόδια γιατί είχενε λυγομαριαστεί από το μπόνο για να του βάλει ο γιατρός στο ντόπο τζη τη γκουτάλα ντου. Και έκεια που τονε ξανοίγαμε να τη μπουντάλα κάτω. Έπεσε νε λυγομαριασμένος και ο Στελής.

-Ο Στελής ελιγομαριάστηκενε;

-Ναι για συμπαράσταση πρέπει.

-Ιντα μωρέ παραουριές είν τεισάς;

-Και απάνω στο μάλε βράσε εχτύπα και το τηλέφωνο μα γω από το ζώρε μου δε ντο σήκωσα. Εστελιώσανε κιαμιά φορά στα πόδια ντονε, εμπήκαμε στο αμάξι και εφύγαμε. Οδήγησε η αμπλά μου μη πα να ξαναλυγομαριαστούνε πάλι και να μας σε φκερέσουνε ποθές και επήγανενε στο σπίτι. Τη νώρα που εμπήκαμενε μέσα γρικούμε τραβάγια, πορίζω όξω και θορώ και ήσανιε αρχομένα τα κοπέλια απού τη Χώρα που το’χανε μαθωμένο από ένα γείτονα που μας είδε στα Βενιτζέλια. Και τη νώρα που είδε τα εγγόνια μας εξέχασε τσι πόνους και εντάκαρε και ετραγουδόλογα.

-Ε μπορεί να μη ναγαπά ούτε τα άντερά ντου, αλλά για τα εγγόνια σας σκιάς τρεζένεται.

-Ε ντα για κειονά δεν ντον έχω ακόμη ξεβγαρμένο.

Ιφιγένεια Μανουρά

Υ.Γ. Όσοι από τους φίλους μου χρειάζεστε μετάφραση του κειμένου, στείλτε μου μήνυμα. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τις ομάδες «Ανωγειανές παροιμίες- αθιβολές» και «Κρητική διάλεκτος- ντοπιολαλιά» από τις οποίες μάζευα λέξεις και δημιούργησα το παραπάνω κείμενο.

Ιφιγένεια Μανουρά


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:140