Το πρώτο τρυγόνι | του Βασίλη Φυτσιλή
Εκείνο το τρυγόνι, το πρώτο κυνήγι που βάρεσα, όταν θέλησα κι εγώ, σαραντάρης σχεδόν, να γίνω κυνηγός, θα μου μείνει αξέχαστο! Σαν το «αθάνατο πουλί», που διαβάζαμε κάποτε στα Αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου.
Πρωτόβγαλτος εγώ, ο Καραΐσκος παλιόκαπα στο κυνήγι, είχαμε βγει οι δυο μας, για τα τρυγόνια τ’ ανοιξιάτικα. Μάης μήνας, καταπράσινος και μεθυσμένος, με όλες του κάμπου τις μοσχοβολιές. Χίλιω λογιών αρώματα μπερδεύονταν στα ρουθούνια μου, καθώς πηγαίναμε πλάι πλάι με τον Καραΐσκο, στο στενό χωραφόδρομο, που τον είχαν πνίξει κι απ’ τις δυο μπάντες, τριφυλλιές και παπαρούνες κατακόκκινες και ανεμώνες με όλα τα χρώματα, κι αγριομαργαρίτες άσπρες και ολοστρόγγυλες, σαν φεγγάρια.
Απ’ το χωριό ως τις Λεύκες, είναι δεν είναι μισή ώρα ποδαρόδρομος. Περάσαμε το γεφυράκι στο Παρασέκλιζο, κι ύστερα κόψαμε περικοπού μέσα απ’ τα τριφύλλια, για πιο σύντομα. Τα λιβάδια δίπλα μας μοσχοβολούσαν, άλλα άκοπα, λουλουδιασμένα, κι άλλα θερισμένα, με τις κοσίστρες στη γραμμή, ολόισιες, σαν φύλλο από τετράδιο με χαράκια.
Δρασκελίσαμε άλλες δυο – τρεις χαντακιές, και να ‘μαστε στις λεύκες!
– Εδώ θα κάτσεις εσύ. Μου έδειξε την καθίστρα ο Καραΐσκος, καταμεσής στο κουρεμένο λιβάδι, καμιά τριανταριά μέτρα απ’ τη ρίζα της λεύκας.
Εκοψε απ’ το ρεματάκι λίγες κλάρες πλατανίσιες και τις έφερνε σβαρνώντας.
– Να σου συνταρμώσω λίγο την καθίστρα, για να μη σε βλέπουν. Ξέρεις τι τσίφνες είναι… Λίγο να κουνηθείς, σε πήραν χαμπάρι.
Ο ήλιος έβγαλε τη μύτη του από το Πετροβούνι, κι όλος ο κάμπος φεγγοβόλησε αγουροξυπνημένος. Και οι στάλες της νύχτας απάνω στις βατιώνες και στις αγριογκορτσιές αχτιδοβόλησαν ολούθε, σα διαμαντένιες χάντρες.
– Ετοιμος! Με ξύπνησε απ’ τη ρέμβη ο Καραΐσκος. Κάτσε συ εδώ τώρα, και το νου σου. Αφ’ τα να κάθονται πρώτα, κι ύστερα, καραμάτιασμα καλό και ρίξε!.. Εγώ θα είμαι εκεί, στις άλλες. Μου έδειξε με το δάχτυλο δυο λεύκες, καμιά εκατοστή δρασκίλια πιο πέρα απ’ τη δική μου.
Με το σκάσιμο του ήλιου άρχισαν να «δουλεύουν» και τα τρυγόνια. Στα ριζά, βαθιά στη ρεματιά της Μαυρομαντήλας, ακούστηκαν οι πρώτες ντουφεκιές.
Βολεύομαι μέσα στην καθίστρα, απάνω σε μια πλακερή πέτρα, και στήνω το ντουφέκι μου να σημαδεύει τη λεύκα. Οι κάννες του τον ανήφορο, κρυμμένες πίσω από τα πλατανόφυλλα, παραμονεύουν, σαν υποψήφιοι δολοφόνοι.
Ένα ζευγάρι ξεκάμπισε απ’ την Κοτρόνα. Σαν σαΐτες ψαλίδιζαν με τα γρήγορα φτερά τους τον καταγάλανο ουρανό. Έκαναν με τσαλίμια παιχνιδιάρικα έναν κύκλο πάνω απ’ το κεφάλι μου, και τράβηξαν για τις λεύκες του Καραΐσκου. Δεν πρόφτασαν καλά καλά να κονέψουν, κι ακούστηκαν σβέλτες και οι δυο φωτιές; Μπαμ – μπαμ! Απ’ τη Μαυρομαντήλα ξανακούστηκε σε λίγο ένας ντουμπλές. Και τότε ήταν που ήρθε και το δικό μου. Το είδα από μακριά που έκοψε τη φόρα του, και χαμήλωσε πάνω απ’ τη λεύκα μου. Και εκεί που ζυγιαζόταν να κάτσει σε μια κορφούλα, με τα φτερούγια του απλωτά, σαν χερουβείμ που κατέβηκε απ’ τον ουρανό στη γη, με την ουρά του ανοιγμένη σα βεντάλια, πατάω τη σκαντάλη… Πάλεψε λιγάκι να κρατηθεί στον αέρα, χτυπώντας απελπισμένα τις φτερούγες του, κι ύστερα έπεσε στριφογυρίζοντας, απάνω σε μια κοσίστρα.
Βγήκα απ’ την καθίστρα μου και πήγα κοντά του. Ετσι όπως το κοίταζα, με τις φτερούγες τεντωμένες απάνω στο μισοξεραμένο χορτάρι, μου φάνηκε σα Χριστός με τα δυο χέρια καρφωμένα απάνω στο σταυρό… Σκύβω να το πάρω. Βασίλευαν τα ματάκια του, με μια απορία, μ’ ένα παράπονο που σ’ έσφαζε… Άνοιγε τη ματωμένη μυτίτσα του, φούσκωνε το λαιμουδάκι του να πάρει ανάσα, να δροσίσει τα σωθικά του, που τα λαμπάδιασε το καυτερό μολύβι. Ύστερα, έγειρε το κεφαλάκι του απαλά απαλά, απάνω στην κοσίστρα, έβγαλε έναν αναστεναγμό (σαν άνθρωπος!..) και έμεινε ακίνητο.
Το πήρα στα χέρια μου, κι έμεινα για λίγο να το κοιτάω αφαιρεμένος. Ύστερα, του δίπλωσα με προσοχή τις τσακισμένες φτερούγες, του έστρωσα με την παλάμη την τετραπλούμιστη ουρά με τις άσπρες πούλιες γύρω γύρω (τι χρειάζονταν τώρα όλες ετούτες οι περιποιήσεις…), και το απίθωσα μαλακά μέσα στο σακίδιο, σα μικρό παιδάκι στην κούνια του…
Μ’ έλαβε μια λύπηση, ένα παράπονο, άλλο πράμα… Και μια σιχασιά, μια αηδία ένιωσα μέσα μου ν’ ανακατώνεται για το «σπορ» που διάλεξα να κάνω…
– Δολοφόνοι… Σκέτοι δολοφόνοι!.. Να τι είμαστε, οι κυνηγοί…
Στεκόμουν εκεί, καταμεσής στο κουρεμένο λιβάδι, σα χαζός, με το κεφάλι κρεμασμένο. Ύστερα πήγα κι έκατσα πάλι στην καθίστρα. Το ντουφέκι δίπλα, πεταμένο. Ούτε το ξανάπιασα. Καραούλιζα από μέσα απ’ την κρυψώνα μου, σα δολοφόνος που καρτερεί πότε θα έρθουν να τον συλλάβουν. Είχα και στο σακίδιο το τρυγόνι, το «σώμα του εγκλήματος»…
Κάποια ντουφεκιά, μαύρη και κακιά, έπεσε στη φτέρη
κι άφησε νεκρό, χάμω το μικρό, το φτωχό του ταίρι…
Κάτι μουρμούριζε, κάτι έκλαιγε μέσα μου λυπητερά. Ένα τραγουδάκι μας μάθαινε στο σχολείο (στην πρώτη ή στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού) η κυρία Παρασκευούλα, η δασκάλα μας. Ξεπηδάνε τώρα ολοζώντανοι από τα ντουλάπια της θύμησης οι στίχοι και φτάνουν στη γλώσσα μου, σα να τους απάγγελνα εχτές…
Όλα τα πουλιά
μ’ εύθυμη λαλιά
κελαηδούν στο λόγκο.
Μόν’ ένα πουλί
θλιβερά λαλεί
με καημό και βόγκο.
Τι έχει και θρηνεί
το φτωχό πουλί
που το λεν τρυγόνι;..
Ποιος ξέρει, ποιος Ζαλοκώστας ή ποιος Βηλαράς έκατσε και το κέντησε ετούτο το τραγουδάκι, για να μου το φέρει τώρα η θύμηση, και να με φαρμακώσει εδώ μέσα στην καθίστρα μου.
Σκέφτομαι το σκοτωμένο τρυγόνι, μέσα στο σακίδιο. Το στοματάκι του, που το άνοιγε απελπισμένα, για να πάρει την τελευταία του αναπνοή. Τα ματάκια του, που βασίλευαν, γεμάτα αγωνία και παράπονο. Σκέφτομαι και το ταίρι του, καθισμένο σ’ ένα κλαδί, να κοιτάζει γύρω του και να καρτερεί. Κι ύστερα ν’ αρχίζει να μοιρολογάει και να καταριέται: Φονιά!.. Φονιά!..
Ένας «αμπελουργός» αρσενικός, με τα πολύχρωμα γιορντάνια στο λαιμό του, ζυγιάζεται δίπλα μου, απάνω σ’ ένα λιονοκλάρι, σα να κάνει κούνια. Γυρνάει δώθε κείθε το όμορφο κεφάλι του, σηκώνει ψηλά το λαιμό του και διαλαλεί σαν μπακάλης γυρολόγος την πραμάτεια του.
– Τρεις τρεις τρεις, τρεις δεκάρες το κρασί!..
Τι χαρές και τι παρέες – δεν κάναμε οι δυο μας, με τούτον το γυρολόγο, όταν ήμουνα μικρός… Οι μεγάλοι θέριζαν με τα δρεπάνια μέσα στο καταμεσήμερο, κι εγώ τους έφερνα τη βιτσέλα γεμάτη νερό απ’ το φτελιά, κι ύστερα ξάπλωνα κάτω απ’ την γκορτσιά, και φτιάχναμε στιχάκια με το φίλο μου τον αμπελουργό. Έλεγε αυτός από πάνω:
– Δεν ακούς, κεφάλα εσύ;
Τρεις δεκάρες το κρασί!
Ελεγα εγώ από κάτω:
– Δεν το θέλω το κρασί
κάτσε να το πιεις εσύ!
Αλλά και με ποιο πουλί δεν ήμουνα εγώ, κάποτε φίλος. Με τον Κομπογιάννο και με τον Καρακώστα, το χειμώνα. Με τον Κουκουλίτη και με τον Πελαργό, την άνοιξη και το καλοκαίρι. Πρώτοι φίλοι ήμασταν… Τώρα τι μ’ έπιασε να γίνω κυνηγός; Τι μου έφταιξαν τ’ αθώα τα πλασματάκια…
Ο ήλιος έτσουξε, δυο τρεις αξάλες πάνω απ’ το Πετροβούνι. Οι κοσίστρες ζεστάθηκαν κι ανάδυναν μια άχνη διάφανη και μια μοσχοβολιά που σε μεθούσε. Κι εγώ κάθομαι εκεί, χωμένος στην κρυψώνα μου, παρέα με τις τύψεις μου. Και ταξιδεύω τριάντα χρόνια πίσω, στις αγάπες μου τις παλιές…
Έβγαλα το μπλοκάκι μου και το μολύβι, που τα κουβαλούσα πάντα μαζί μου, και προσπαθώ να ξαναθυμηθώ και να βάλω στο χαρτί τις κουβέντες που έκανα μικρός, με τα πουλιά.
– Κουκουλίτη, μαργαρίτη
πόσο π’λεις τα ράμματα
τώρα στα γεράματα;
– Ενα γρόσι, ένα δυάρι.
– Τύφλα να ‘χεις, κασιδιάρη…
Ακόμα και με το σαλιγκάρι καθόμουν εγώ και κουβέντιαζα, περιμένοντας να ξεδιπλωθεί απ’ το καβούκι του και να σηκώσει ψηλά, σαν περισκόπια, τις ευαίσθητες κεραίες του.
– Σουλιγκάρι, μουλιγκάρι
βγάλ’ τα κερατάκια σου
να ιδείς τα προβατάκια σου.
Μπαμ! μπαμ! Ένας ντουμπλές βρόντησε ξαφνικά πάνω απ’ το κεφάλι μου και μ’ έκανε ν’ αναπηδήσω απ’ την πέτρα που καθόμουνα. Η λεύκα μου είχε φουρφουλιάξει από τρυγόνια. Καμιά δεκαριά είχαν αράξει στις κορφές της και χουζούρευαν ανενόχλητα. Ο Καραΐσκος τα καραούλιζε απ’ την καθίστρα του και καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Στο τέλος, δε βάσταξε, άφησε τη δική του την καθίστρα, ήρθε πλακωτά πλακωτά, σαν το κρυφόσκυλο μέσα απ’ το χαντάκι, κι εκεί που εγώ σεργιανούσα πίσω στα χρόνια μου τα περασμένα κι έβαζα στο χαρτί τα στιχάκια και τα τραγούδια των πουλιών, αμόλησε τον ντουμπλέ του και με λάμπαξε.
Τρία τρυγόνια έπεσαν μπροστά μου, στο θερισμένο λιβάδι. Το ένα «ξερό» στον τόπο, και τ’ άλλα δυο να σπαράζουν απάνω στις κοσίστρες, χτυπώντας απελπισμένα τις τσακισμένες φτερούγες τους.
Τον κοίταζα απ’ την κρυψώνα μου που τα μάζευε, και στο πρόσωπό του άστραφτε μια ευχαρίστηση, μια άγρια πρωτόγονη χαρά. Πλησίασε ύστερα στην καθίστρα μου, με το δίχτυ του παραφουσκωμένο τρυγόνια.
– Εδώ είσαι, μωρέ;.. Τι κάθεσαι; Θα σε βγάλουν τα τρυγόνια τα μάτια, είπε σχεδόν αγανακτισμένα. Ήρθε κοντά, κι έχωσε το κεφάλι του μέσα στην καθίστρα. Έμεινε για λίγο να με κοιτάει αποσβολωμένος. Κρατούσα ακόμα το μπλοκ και το μολύβι στα χέρια μου. Και το ντουφέκι στην άκρη, πεταμένο.
– Αϊ, δεν είσαι συ για τρυγόνια, είπε απογοητευμένος. Αϊντε, συνέχισε ύστερα, μαλακώνοντας τον τόνο της φωνής του. Κάτσε εδώ, και γράψε κανά ποίμα. Καλά είναι κι αυτά. Χρειάζονται. Κάτσε τουλάχιστον εδώ, μην έρθει κανένας άλλος και μας πιάσει την καθίστρα.
Με τον καιρό, συνήθισα κι εγώ να σκοτώνω. Εύκολα συνηθίζει ο άνθρωπος, τι θαρρείς… Βάρεσα και πουλιά, μπεκάτσες, πέρδικες, παπιά, βάρεσα και λαγούς και αλεπούδες και κουνάβια. Ακόμα κι αγριογούρουνο γκρέμισα! Έναν κάπρο, εκεί ψηλά στην Κούλια του Ίταμου, με κάτι δοντάρες τον ανήφορο, σα γιαταγάνια. Μα το τρυγόνι εκείνο, το πρώτο της αιματηρής «καριέρας» μου στο κυνήγι, που ξεψύχησε μπροστά μου, βγάζοντας, σαν άνθρωπος, εκείνον τον παραπονιάρικο αναστεναγμό απάνω στην κοσίστρα, δε θα το ξεχάσω ποτέ…
Βασίλης Φυτσιλής
[Από το βιβλίο «Κουβέντες του κυνηγιού»]
Ο Βασίλης Φυτσιλής γεννήθηκε, το 1927, στη Σέκλιζα (σημερινό Καλλίθηρο), της Καρδίτσας. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, διέκοψε το Γυμνάσιο και γύρισε στο χωριό του, όπου, ως νεαρός ΕΠΟΝίτης, συμμετείχε στη σύνταξη της εφημεριδούλας της ΕΠΟΝ. Μετά την απελευθέρωση, έζησε για λίγο στην Καρδίτσα μέχρι που κατατάχθηκε στον ΔΣΕ. Τον Απρίλη του 1947, συνελήφθη από κυβερνητικές δυνάμεις στη Νιάλα και καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο της Λαμίας σε ισόβια δεσμά. Έμεινε 12 χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Εκεί έγραψε τα δυο πρώτα βιβλία του, τα οποία κρατούσε κρυμμένα από τους δεσμοφύλακες σε ειδική κρύπτη.
Το πρώτο του βιβλίο, «Το Γιοφύρι», εκδόθηκε το 1980 κι ακολούθησαν: «Κουβέντες του Κυνηγιού», «Πληγές του Εμφυλίου», «Φυλακισμένα Τραγούδια», «Φωνές από τα Σίδερα», «Θρήνος και Τραγούδι για τον Νεκρό Καπετάνιο», «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα» «Γιασμίνα», «Ο Τσιριφλίνος», «Ο Σιδερής και το Κακό Αφεντικό», «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη», «Στους δρόμους του Αγώνα», «Διακριτικά».
Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Κεντρικής Διοίκησης της ΠΕΑΕΑ από την ίδρυσή της και διατέλεσε πρόεδρός της από το 2004 έως το 2007. Πέθανε χθες, 27 Σεπτέμβρη 2022.