Το πρωτοχρονιάτικο έθιμο της μπουγάτσας | του Μιχάλη Στρατάκη
Δεν ξέρω αν το πρωτοχρονιάτικο έθιμο της μπουγάτσας υπάρχει και σ’ άλλες περιοχές της Ελλάδας, στην Κρήτη, πάντως, το θυμούμαι απ’ όντας θυμούμαι.
Εκείνα τα παλαιϊνά πέτρινα χρόνια, το να μην έμπαινε τη το ξημέρωμα του νέου χρόνου μπουγάτσα στο κρητικό σπίτι, ήτανε σαν να μην έμπαινε τα Θεοφάνεια παπάς στο σπίτι για να τ’ αγιάσει.
Και δεν ήτανε σαν κι εδά, απού ολοχρονίς τηνε βρίσκεις σ’ όλους τους φούρνους και στα ζαχαροπλαστεία του Μεγάλου Κάστρου, ετότε σας την επουλούσε μοναχά στα Λιοντάρια ο Κιρκόρ, ένα μαγαζάκι που ξακλουθεί να υπάρχει και σήμερα.
Δυό λογιώ ήτανε η μπουγάτσα.
Μια με γλυκειά μυζήθρα και μια με κρέμα.
Εμένα μ’ αρέσανε και οι δυό το ίδιο.
Άνοιγε το κομμάτι στη μέση ο μάστορας και μ’ ένα αλουμινένιο στρογγυλό κουτί, σα μεγάλη αλαθιέρα, έριχνε μέσα μπόλικη ζάχαρη, όχι άχνη σαν κι εδά, μα από την κανονική, που εμπόριες να τη μασείς και να πετάς στους ουρανούς.
Θυμούμαι μια φορά απού επήγα στου Κιρκόρ να πουσουνίσω μπουγάτσα, ξημερώματα Πρωτοχρονιάς.
Ουρά ο κόσμος, από ξενύχτηδες, κυρίως κουμαρτζήδες, που είχανε φύγει από τα καφενεία όπου επαίζανε μπαρμπούτι.
Εκείνα να τα χρόνια, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, επιτρεπότανε στα καφενεία να στένουνε τραπέζια για ζάρια, κι αν δεν επιτρεπότανε, οι χωροφυλάκοι εκένανε τα στραβά μάθια.
Σαν ήρθε, λοιπόν, η σειρά μου, επήρα ένα κομμάτι μπουγάτσα μυζηθρένια, γεμάτη ζάχαρη.
Τυλιγμένη σε λαδόχαρτο ήτανε, και ζεστή σαν το μωρό κοπέλι.
Με το που την έπιασα στα χέρια μου, εντάκαρε η μπούκα μου να γεμίζει σάλιο.
Δεν εμπόρουνα μήτε να μιλήσω από το τόσο σάλιο που κατάπινα δίχως σταματημό.
Εκίνησα για το σπίτι μας στα Καμίνια και με το που επάτησα τον πόδα μου στην Καλοκαιρινού, όλες οι αιστήσεις μου εβαρέσανε συναγερμό.
Τ’ αφτιά μου εθάρρουνα πως είχανε γενεί άλλα τόσα, αφού εμπορούσανε να γροικούνε το κρίτσι κρίτσι του φύλλου της μπουγάτσας μέσα στο λαδόχαρτο.
Τα μάθια μου είχανε γενεί σαν τα πιατάκια του καφέ και δεν ελέγανε να ξεκολλήσουνε από το πακέτο που εκράτουνα.
Η μύτη μου έκοβε στρογγυλές βόλτες γύρω γύρω από το λαδόχαρτο, ωσάν τη μύτη του σκύλου ποπάνω από χωσμένο κόκαλο.
Τα χέρια μου απολαμβάνανε τη ζεστασά και τη μεταφέρανε κατευτείαν στην ψυχή μου.
Μοναχά η γέψη μου επαραπονιούντανε, γιατί δεν έπαιρνε μέρος στο χορό του συναγερμού των τεσσάρων αιστήσεων αδερφακιών της.
Και ελυπήθηκα τηνε και εσκέφτηκα να τηνε κανακίσω.
Άνοιξα μια ολιά μια γωνιά του λαδόχαρτου κι έχωσα το δαχτύλι μου μέσα.
Το ‘σπρωχνα ίσαμε που έσμιξε με τη μπουγάτσα και σφιχταγκαλιάστηκε μαζί της.
Έσυρα όξω το δαχτύλι μου και το ‘βαλα στη μπούκα μου.
Μπορεί να μην υπήρχανε τότε βεγγαλικά και πυροτεχνήματα, μα εγώ μιλιούνα είδα ν’ αστράφτουνε στην κεφαλή μου, μόλις η γλώσσα μου υποδέχτηκε τη γέψη της μπουγάτσας,
Ντελόγο εξανάχωσα το δαχτύλι μου στην τρύπα της λαδόκολλας.
Κι αυτή τη φορά, έκαμα τη χλεμπατζά κι έκοψα κι ένα τοσοδά κομματάκι του ονείρου.
Την Τρίτη φορά, το κομματάκι εγίνηκε κομμάτι.
Κι ήμουνε φτασμένος στη Χανιόπορτα, όταν το πακέτο απού εβάστουνα είχε ’λαφρύνει πολύ.
Εσκέφτηκα να τηνε φάω όλη και να ξαναγιαγύρω στου Κιρκόρ να πουσουνίσω κι άλλη, μα με ίντα λεφτά να το ’κανα;
Βαρύ ψυχοπλάκωμα μ’ έπιασε.
Έκλεισα την τρύπα που ’χα ανοιγμένη στο χαρτί, κι εντάκαρα να γλακώ σαν το λαγό απού τονε κυνηγούνε, κατά το κονάκι μας.
Εκάτεχα, πως όσο πιο γλήγορα θα γλακούσα, ετόσο να περσσότερη μπουγάτσα θα ’φτανε στο σπίτι μας.
Δυο φορές ήτανε πορισμένη η γλώσσα μου από τα χείλια μου σαν έφτασα, επιτέλους, στην οδό Ηφαίστου.
Τη μια φορά από το ξεθεωτικό αγλάκι, και τη δεύτερη γιατί η γλώσσα μου επάσκιζε ν’ ακουμπήσει τη λαδόκολλα απού εκράτουνα.
.
Μιχάλης Στρατάκης
γραφιάς