Από τον Διόνυσο στα ρουγκατσάρια | του Θεματοφύλακα ιστορικής μνήμης
(Επαναφέροντας στην επιφάνεια παλιές και ξεχασμένες ιστορίες, αναμοχλεύοντας στο αρχείο παλιές δημοσιεύσεις…)
Αρχαίοι θεοί, παγανισμός και χριστιανισμός «συναντιούνται» το βράδυ της Πρωτοχρονιάς
«Πρόσωπο με πρόσωπο» με την αρχέγονη επιθυμία του να γνωρίσει το μέλλον έρχεται ο άνθρωπος την Πρωτοχρονιά, αλλά και με την επιθυμία του – και την ανομολόγητη βεβαιότητά του ίσως – ότι, τελικά, ο νέος χρόνος θα είναι, τουλάχιστον, καλύτερος από τον προηγούμενο.
Μοιραία, λοιπόν, η μεταφυσική κάνει έντονη την παρουσία της την Πρωτοχρονιά, όπως και τα Χριστούγεννα, πράγμα που σημαίνει ότι οι πρωτοχρονιάτικες τελετές βρίθουν συμβολισμών, ανεξάρτητα αν ο υπολογισμός του χρόνου ξεκινά από τη γέννηση του Χριστού για τους χριστιανούς, από την εξορία του Μωάμεθ στη Μεδίνα τον 7ο αι. για τους μουσουλμάνους, από άλλες «σημαδιακές» ημερομηνίες των διαφόρων θρησκειών… ή από τη «Μεγάλη Εκρηξη» που, σύμφωνα με την κυρίαρχη επιστημονική άποψη ήταν η στιγμή της «γέννησης» του σύμπαντος, περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια πριν…
Η βασιλόπιτα
Ο κυρίαρχος συμβολισμός της Πρωτοχρονιάς για τη χριστιανική Ευρώπη είναι η μορφή του Άϊ Βασίλη για μας ή Σάντα Κλάους για τους Αγγλοσάξονες ή Ντιεντ Μαρόζ για τους Σλάβους. Ό,τι γλώσσα όμως κι αν «μιλάει» η φιλική, γέρικη μορφή με τα πλούσια γένια και τα δώρα, παραπέμπει ευθέως στο αίσθημα της ελπίδας που γεννά η αλλαγή του χρόνου.
Στη δική μας παράδοση, ο Άϊ Βασίλης έδωσε το όνομά του στη βασιλόπιτα, το άλλο μεγάλο σύμβολο της Πρωτοχρονιάς, στην οποία «κρύβεται» το φλουρί, που σε όποιον πέσει θα είναι τυχερός όλο το χρόνο. Η βασιλόπιτα είναι ένα από τα αρχαιότερα έθιμα που διατηρούνται μέχρι σήμερα, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού, αφού η γεύση της εξαρτάται άμεσα από τον τόπο και το χρόνο. Η χριστιανική μυθολογία θέλει τη βασιλόπιτα να καθιερώνεται από τον Βασίλη, τον επίσκοπο της Καισάρειας, που έζησε από το 330 έως το 379 μ.Χ. Όταν η πόλη κινδύνευσε κάποια στιγμή να αλωθεί, ο επίσκοπος, για να γλιτώσει τον κόσμο, κάλεσε τους πλούσιους να καταθέσουν τις περιουσίες τους και να τις δώσουν στον εχθρό για να αφήσει ήσυχη την πόλη. Όταν τα πλούτη μαζεύτηκαν, οι εχθροί έλυσαν την πολιορκία, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως θαύμα. Ο επίσκοπος πλέον έπρεπε να επιστρέψει τα πλούτη, αλλά με έναν τρόπο που δε θα επέτρεπε «πονηριές» από το ποίμνιό του. Έτσι, σκέφθηκε να φτιαχτούν μικρά ψωμιά, όσα και τα σπίτια της πόλης και μέσα να βάλουν τα κοσμήματα και τα χρυσαφικά. Με αυτό το τρόπο καθιερώθηκε η βασιλόπιτα, προς ανάμνηση της σωτηρίας της πόλης.
Πέρα από τον μύθο και τον θρύλο όμως, υπάρχει και η επιστημονική άποψη ότι το έθιμο προέρχεται από τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, τα αφιερωμένα στον Ιανό και την Ήρα. Ανάμεσα στα δώρα που ανταλλάσσανε ήταν και φρούτα που μέσα τους είχαν νομίσματα. Η συνήθεια αυτή φαίνεται πως πέρασε στο Βυζάντιο και στο χριστιανικό κόσμο, αυτή τη φορά με τη μορφή πίτας. Οι Φράγκοι βάζανε στην πίτα ένα φασόλι ή ένα αμύγδαλο και όποιος το έβρισκε ονομαζόταν «φασουλοβασιλιάς» ή «αμυγδοβασιλιάς», γεγονός που προσθέτει ακόμη μία ερμηνεία για την ονομασία της βασιλόπιτας, όχι πλέον ότι πήρε το όνομά της από τον χριστιανό επίσκοπο, αλλά από το γιορτινό, φράγκικο λογοπαίγνιο.
Στα παλιά τα χρόνια, στην Ελλάδα, οι νοικοκυρές έφτιαχναν τις βασιλόπιτες με δυο φύλλα που τα γέμιζαν με ψημένα πέτουρα, τυρί ανακατωμένο με λίπος και ζεστό γάλα. Στα Γιάννενα έφτιαχναν τις πίτες με πρόβειο κρέας ή κρέας από κότα, με πολλά αυγά και βρασμένα κρεμμύδια, ενώ οι παραλλαγές αυτών των συνταγών συναντιούνται σε όλη τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.
Απομεινάρι παγανισμού μπορεί να θεωρηθεί το στόλισμα της βασιλόπιτας με υλικά που συμβόλιζαν το κοπάδι, τις κότες, τα αγροτικά εργαλεία, τα αμπέλια (για να «ξορκιστεί» το κακό από τα μέσα επιβίωσης), όπως και δαχτυλίδια ή σταυρούς για καλή παντρειά ή άλλα υλικά για καλή τύχη.
Τα «μαντέματα»
Η ανάγκη για να γίνουν γνωστά τα μελλούμενα, για να επιστρέψει ο ξενιτεμένος, για να παντρευτεί ο νέος και η νέα ικανοποιούνταν με τελετές μαντείας το βράδυ πριν την αλλαγή του χρόνου, όταν όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από τη φωτιά, την εστία, το άλλο αρχέγονο σύμβολο. Στη Μακεδονία, ένα αγόρι μάζευε σπυριά στάρι από το παχνί των ζώων και οι γονείς «βάφτιζαν» κάθε σπυρί με το όνομα κάθε μέλους της οικογένειας. Ύστερα τα τοποθετούσαν στη ζεστή πλάκα του τζακιού και περίμεναν να σκάσει από τη ζέστη για να δουν προς τα πού θα πάει. Αν πεταγόταν ψηλά, τότε αυτός που είχε δώσει το όνομά του στο σπυρί θα είχε υγεία όλο το χρόνο. Αν απλά καιγόταν χωρίς να τιναχτεί, τότε αυτό σήμαινε αρρώστια και δυστυχία. Οι ερμηνείες άλλαζαν ανάλογα με την κατεύθυνση του σπυριού και την περιοχή.
Το ποδαρικό
Το «ποδαρικό» ήταν επίσης σημαντικό έθιμο, αφού ο πρώτος που θα περνούσε το κατώφλι του σπιτιού με το νέο χρόνο, θα έπρεπε να φέρει και καλή τύχη. Σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας, το «ποδαρικό» αποτελεί ολόκληρη τελετουργία. Μια παραλλαγή αυτής της τελετουργίας θέλει τις γυναίκες να χύνουν το «παλιό» νερό και να παίρνουν νέο, «αμίλητο», από τη βρύση του χωριού. Μάλιστα, για να μη συναντήσουν κάποιον στο δρόμο και αναγκαστούν και μιλήσουν, πήγαιναν νύχτα. Ο πρώτος επισκέπτης
του σπιτιού έμπαινε με το δεξί πόδι, καθόταν σταυροπόδι «για να μη φύγει έξω το τυχερό» και η νοικοκυρά του έβαζε μπροστά του αλάτι. Ο επισκέπτης έριχνε λίγο λίγο αλάτι στη φωτιά και ευχόταν, όπως σκάει το αλάτι στη φωτιά να σκάζουν οι εχθροί του σπιτιού. Επίσης τα αυγά για να βγαίνουν τα πουλιά και το βαμβάκι. Σε άλλα μέρη, το αμίλητο νερό από τη βρύση το έφερνε το πρωτότοκο παιδί και άφηνε στη βρύση ένα κομμάτι γλυκό. Ευρέως γνωστό είναι το σπάσιμο του ροδιού στην είσοδο του σπιτιού.
Τα ρουγκατσάρια
Ακόμη ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο που κρατά από την αρχαιότητα είναι τα ρουγκατσάρια της Μακεδονίας, κάτι σαν τα αποκριάτικα καρναβάλια, που παλιά γίνονταν την Πρωτοχρονιά και όχι τις Απόκριες. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως οι Ρώσοι, μέχρι και σήμερα, ενώ δε γνωρίζουν την Αποκριά, ωστόσο μασκαρεύονται για να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά. Τα δε ρουγκατσάρια συνέπιπταν χρονικά με τα αρχαία «μικρά Διονύσια», τα Διονύσια των αγρών και πρέπει να θεωρούνται μετεξέλιξή τους. Για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη παραπέμπει στο λατινικό ρήμα «ρόγκο» που σημαίνει ζητώ, με την έννοια πως απαιτώ ανταμοιβή του κόπου μου. Η σχέση του με τα ρουγκατσάρια είναι ότι οι μασκαρεμένοι γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού και τραγουδώντας μάζευαν χρήματα και άλλα δώρα. Η δεύτερη εκδοχή παραπέμπει στη σλαβική λέξη «ρογκ» που σημαίνει κέρατο. Οι μασκαρεμένοι, εκτός από τις προσωπίδες, φορούσαν και κέρατα ζώων και ιδιαίτερα κριαριών.
Στα χωριά της Μακεδονίας, λοιπόν, το κεντρικό πρόσωπο της τελετής ήταν ο ρουγκατσιάρης, που έπρεπε να είναι κατάμαυρος στα χέρια και στο πρόσωπο και να φορά κουρέλια, μια τεχνητή καμπούρα και μεγάλα κουδούνια. Στα πισινά του κρεμούσαν ένα σκόρδο και μπροστά ένα φαλλικό σύμβολο. Μπροστά του είχε κρεμασμένη μια σακούλα γεμάτη στάχτη που τη σκορπούσε για να ανοίγει δρόμο. Άλλα συμβολικά πρόσωπα ήταν η «νύφη» (συνήθως ένα αγόρι που το έντυναν με γυναικεία ρούχα), τρεις «καπεταναραίοι» με φουστανέλες, ο «γιατρός» κ.ά.
Τα κάλαντα
Οι παραλλαγές στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα είναι τόσες… όσοι και αυτοί που τα τραγουδούσαν. Δεν πρόκειται για υπερβολή. Ο λαός μας προσάρμοζε τα κάλαντα ανάλογα με τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του, τις ευχές του και όλα αυτά δοσμένα με έντονο χιούμορ.
Στη Σίφνο για παράδειγμα τραγουδούσαν:
«Πιάσαμε και το εννιά
και στην καινούργια τη χρονιά
την αθώα μου τη μούρη
δέξου την, κερά, για γούρι».
Στη Σητεία της Κρήτης τα κάλαντα του ζευγά ξεκινάγανε:
«Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή που πρωτοβγήκε
με τα ζυγάλετρα ο Χριστός, να σπείρει, να θερίσει
και να συνάξει μάλαμα και να τρυγήσει μέλι».
Και στη Μακεδονία τραγουδούσαν
«Σε τούτο σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει σαν τον Ελυμπο, σαν τ’ άγριο περιστέρι,
να ζήσει χρόνους ικατό και να τους απεράσει».
Στη δε Ρούμελη τραγουδούσαν:
«Αϊος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει.
– Βασίλ’ απόθεν έρχεσαι κι απόθε κατεβαίνεις;
– Από τη μάνα μ’ έρχομαι στο δάσκαλο πααίνω.
Πάω να μάθω γράμματα να πω την αλφαβήτα.
Στην πατερίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα
κι η πατερίτσα ήταν ξερή, χλωρό βλαστάρ’ πετάει
κι απάνου στα ξεκλώναρα περδίκια φωλιασμένα. Δ
εν είν’ περδίκια μοναχά, μον’ είν’ και περιστέρια.
Πετάξτε σεις πουλάκια μου και σύρτε στην κυρά σας
που κοσκινάει το φλουρί και δριμονίζει τ’ άσπρα
κέρνα τ’ αφέντη μ’ κέρνα τα τα λασποκοπιασμένα
να πάνε στο κρασοπουλειό να πουν καλό για σένα».
Θεματοφύλακας ιστορικής μνήμης