Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Το παραμύθι | του Αντώνη Κουκλινού


Παραμονή Πρωτοχρονιάς…

Σε κάθε σπίτι, σε κάθε αυλή, ούλα νοικοκυρεμένα….

Οι νοικοκεράδες τα φέρανε βόλτα για άλλη μνια χρονιά.

Χριστόψωμα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, Βασιλόπιτες, σε κάθε κονάκι οι μυρωδιές στουμπώνουνε τσι μύτες των αθρώπω.

Ούλες τσι μέρες τω Χριστουγέννω ακονίζανε τα μαχαίργια να ’ναι κοφτερά για να ποσάσουνε το χοίρο απού κρέμεται στο τσιγκέλι.

Λουκάνικα, απάκια, τσιλαδιά, σίγλινα, θα βαστάξουνε μέρες ακόμη, να βγάλουνε τσι μέρες σάμε τ’ Αγιαντωνιού.

Τα κοπέλια θα βγούνε για τα κάλαντα από τη ταχινή και θα πχιάσουνε πόρτα – πόρτα, το χωργιό.

Θα βαστούνε τα παγουράκια να μαζώνουνε το λάδι και σα γεμίσουνε, θ’ αγλακούνε στου μπακάλη να το πουλήσουνε για να πάρουνε λεφτά.

Τα δώρα του Άη Βασίλη ονειρεύγεται κάθε κοπέλι σήμερο.

Να κατεβεί από τη καμινάδα και να το βάλει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και σαν θα ξυπνήσει τη ταχινή να το βρει να κάμει τη χαρά ντου.

Ετσά το περίμενε και το Χριστινιό…

Ήχασε τον αφέντη ντου πριν λίγους μήνες και στο σπίτι δε γροικάς μυρωδιές Πρωτοχρονιάτικες, μόνο λιβάνι, απού θυμνιάζει η χήρα μάνα κάθ’ αργά.

Η πόρτα επόμεινε κλειστή και μήδε κάλαντα εκουστήκανε στην αυλή οφέτος.

Το μυαλουδάκι όμως ενούς μικιού κοπελιού δε μπορεί να καταλάβει ούλα ετούτανά…

Πως άμα θα χάσεις το γονιό σου δε λες κάλαντα, δε στολίζεις δέντρο, δε περιμένεις τον Άη Βασίλη να ’ρθει και για σένα.

Η μαυροφόρα μάνα μέσα στο πένθος τση, ότι και ήκαμε τα εξαμήνια του μακαρίτη.

Τα δυό τζη μεγάλα κοπέλια καταλαβαίνουνε τη κατάσταση και δε βγάνουνε άχνα.

Το μικιό όμως δεν αντιλαμβάνεται τη κατάσταση και ποκρεμάται απού το παραθύρι να ξανοίγει τα κοπέλια στο δρόμο με τα ντενεκάκια στα χέργια να λένε τα κάλαντα.

Ούλα όμως κατέχουνε πως σε τούτονά το σπίτι, σε τούτηνά την αυλή, οφέτος δε πρέπει να τα πούνε κι ετσά προσπερνούνε και πάνε αλλού.

Εμεσημέργιασε μπλιό και ετοιμάζανε το βρισκούμενο να φάνε.

Απάνω στην ώρα ήρθενε η Κατινιά, η γειτόνισσα και φωνιάζει απόξω τση Παγώνας να πορίσει απού τη θέλει.

-Ίντα με θες γειτόνισσα; ‘Ελα πέρασε μέσα να μη στέκεις στο δρόμο στη κρυγιώτη.

-Να σου ζητήξω θέλει Παγώνα μνια χάρη και θέλω να μου τηνε κάμεις.

-Πε μου ίντα θες κι ανε μπορώ θα σου πω.

-Το μικιό σου το Χριστινιό θωρώ απού τη ταχινή και ποκρεμάται να ξανοίγει τα κοπέλια που περνούνε και λένε τα κάλαντα. Ήρθανε και μου το ’πανε και τα δικά μου πως ποκρεμάται στο παραθύρι από τη ταχινή. Πέντε χρονώ κοπέλι δε καταλαβαίνει το πόνο σου. Ντροπή είναι μα θα στο πω, ήρθα να το πάρω στο σπίτι μαζί με τη μικρή μου να κάτσουνε παρέα και να ιδείς πως θα του φύγει η στενοχωρία ντου και εσύ δε θα το χεις στα πόδια σου να σου χτυπομουρίζει.

-Ο Θεός να σε βλέπει γειτόνισσα, εγώ με τη κατάστασή μου δεν έχω όρεξη για πράμα και ούτε απού’ δωκα σημασία του κοπελιού…, να το πάρεις κι ο Θεός να σου το ξεπλερώσει ετούτονά το μιστό απού μου κάνεις… περίμενε να του φωνιάξω να ’ρθει.

Με το που ήκουσε το κοπέλι πως θα πάει στη γειτονιά με τη φιλενάδα ντου να κάτσει, εγλάκα κι έπαιζε πήδους απ’ τη χαρά ντου.

-Έλα Χριστινιό να πάμενε στο σπίτι να παίξεις με τη φιλενάδα σου απού σ’ ανημένει.

Ένα βάρος ήφυγε από τη ψυχή τση μάνας του και το δάκρυ έτρεχε στα μάθια τζη, για τη καλοσύνη τση Κατίνας.

Το Χριστινιό παρέα με το σοκαιρίτικο γειτονάκι εβάλανε μπροστά τα κουτσουνικά να παίξουνε τσι κυρίες.

Η κερά Παγώνα έχει τον τρόπο να μαλακώνει τσι καρδιές και βάνει τη ρόμπα να πορίσει και πάει στση μάνας τση το σπίτι.

-Έλα μάνα απού σε θέλω…

Σήμερο θα κάμεις ένα μεγάλο μιστό και κατέχω πως δε θα μου το χαλάσεις.

-Ίντα θες κόρη μου ίντα συμβαίνει….

Ήκαμέ τζη τα χαρτί και καλαμάρι πως επήρε το κοπέλι στο σπίτι για δεν άντεχε να το θωρεί να ποκρεμάται να ξανοίγει όξω τα άλλα κοπέλια που περνούνε και να στενοχωράται.

-Τη κούκλα απού επουσούνισες τση εγγονής σου θα τη δώσωμε του Χριστινιού και άντες να πάμενε στο σπίτι, να σου πούνε τα κάλαντα μαζί με τη θυγατέρα μου.

-Και ίντα θα δώσω μωρή εδά του κοπελιού μας, απού θα μου μανίσει.

-Άντες εδά και θα ιδούμενε…, πράμα δε σου λέει για θα το πχιάσω με το μαλακό και θα καταλάβει.

Ούλα θένε τρόπο ακόμη και τα μικιά κοπέλια, πχιάνουνε λόγο.

Σαν εκάτσανε το βράδυ στο πυρόμαχο, επήρενε στη (μ)ποδιά τζη το Χριστινιό να του πει ένα παραμύθι και η θυγατέρα είχενε το δικό τζη το γλάνι στα γόνατά τζη ν’ αφρουκάται.

-Μια φορά κι ένα καιρό ήτονε ένα όμορφο κοριτσάκι, που περίμενε καρτερικά τον Άγιο Βασίλη να ’ρθει…, όσο αργούσε τόσο μεγάλωνε η αγωνία ντου.

Του ’χενε γράψει ένα γράμμα να του φέρει μια κούκλα με μακριά ξανθά μαλλιά και ντυμένη στα κόκκινα μεταξωτά.

Κάθε λίγο και λιγάκι επήγενε στη καμινάδα και ξάνοιγε να ιδεί μπας και κατεβαίνει να του φέρει το δώρο.

Ο Άη Βασίλης όμως δε προλαβαίνει να πάει σε ούλα τα σπίθια οφέτος γιατί έπχιασενε κακοκαιρία και ήσυρε ο ποταμός και δε μπορεί να περάσει να μοιράσει τα δώρα σε ούλα τα κοπέλια…, έτσι όσο καρτερούσε μέσα στην αγωνία το πήρε ο ύπνος…

Μέσα στο όνειρο συνάντησε το μπαμπά ντου, που είχενε φύγει ένα μακρινό ταξίδι.

Το πήρε αγκαλιά και του δίδει μια όμορφη κούτα τυλιγμένη με μνια Χριστουγεννιάτικη κορδέλα….

-Κόρη μου ο Άγιος Βασίλης δε μπορεί νά ’ρθει και μου ’δωκε το δώρο που του ζήτηξες, να στο φέρω! Άστραψε από χαρά το κοριτσάκι και πήρε αγκαλιά το όμορφο πακέτο και τρέχει στη μητέρα του να τση το δείξει….

Όσο η γιαγιά έλεγε το παραμύθι, εθώργιενε τα μάθια ντου να κλειούνε μέχρι απού εποκοιμήθηκε….

Αποκοιμήθηκε μέσα στη γαλήνη του παραμυθιού, στη ζεστή αγκαλιά τση γιαγιάς.

Έγειρε στο κρεβατάκι σκεπασμένο με την αγάπη και τη καλοσύνη τση καλής γειτόνισσας.

Σαν εποκοιμηθήκανε και τα δυο σοκαιρίτικα, έκοψε ένα μερί από το χοίρο που κρέμεται στο τσιγκέλι, επήρε κουραμπιέδες, μελομακάρονα και πάει στη χαροκαμένης το σπίτι.

Εκόντευγε μεσάνυχτα…

Ώρα να πούνε τα χρόνια πολλά και ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος.

Σαν επέρασε το κατώφλι θωρεί τη μάνα με τσι δυο γιούς να κάθουνται στο πυρόμαχο θλιμμένοι και σκουτουργιασμένοι.

-Καλησπέρα γειτόνισσα…, κοντεύγει μεσάνυχτα μα δε ντο κάνει η καρδιά μου και ήρθα. Ότι κι εποκοιμήθκενε το Χριστινιό και κοιμούνται με τη θυγατέρα μου στο κρεβάτι. Έλα πάρε ετούτηνε τη παραγγελιά και να μας τ’ αξιώσει ο Θεός και του χρόνου. Αύριο θα ν’ άρθει το και κοπέλι να σας εκάμει και το ποδαρικό, μονό να μη στενοχωράσαι, να σε θωρούνε τα κοπέλια σου ετσά λογιώς.

Με δάκρυα στα μάθια επήρε το καλάθι να το αδειάσει στο τραπέζι.

-Έλα μέσα Κατίνα έλα πέρασε… Ο Θεός να σου ξεπλερώσει το καλό απού θες του σπιθιού μου. Δε πρέπει να στενοχωρώ τα κοπέλια μου, μα ετσά μεγάλο πόνο, δε μπορώ να το νε παλέψω και θέλω δε θέλω τα μαυροκαρδίζω τα κακονίζικα.

Λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος η κούκλα του Χριστινιού, είναι δίπλα στο προσκέφαλο ντου, δεμένη με τη Χριστουγεννιάτικη κορδέλα, όντε θα ξυπνήσει να τη νε βρεί.

Η πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου, θα του χαρίσει το Αγιοβασιλιάτικο χαμόγελο, που δεν ήρθενε από τη καμινάδα, μα ήρθενε από τη καλή καρδιά τση Κατινιάς.

Σαν εξημέρωσε, ο Θεός την ημέρα, το γλάνι ήτονε μες τη τρελή χαρά.

Εβάστανε στην αμπασκάλη τη κούκλα, τη χτένιζε, τση μίλιενε και έλαμπε από ευχαρίστηση.

Μέσα ντου πιστεύγει πως είναι το δώρο του μπαμπά ντου, που ήρθενε στη θέση του Άη Βασίλη και θέλει να πάνε ντελόγω στο σπίτι να το δείξει τση μάνας του.

Σαν είδενε τη λάμψη στο χαμόγελο του κοπελιού, με τη κούκλα αγκαλιά, ν’ αγλακά να τση τη δείχνει, εχαμογέλασε κι εκείνη πρώτη φορά εδά και έξε μήνες.

-Χρόνια πολλά μαμά!!!

-Καλώς το Χριστινιό μου καλώς την αγάπη μου… Έλα παιδί μου να μα σε κάμεις το ποδαρικό έλα αγάπη μου!!!

Η καλή πράξη έπχιασε τόπο…

Το χαμόγελο στα χείλη τση χαροκαμένης μάνας, είναι το μεγαλύτερο και ακριβότερο δώρο, που μπορεί να κάμει άθρωπος τ’ αθρώπου.

Και η κυρά Κατίνα η γειτόνισσα ήκαμε το χρέος τση απέναντι στο (μ)πόνο και την αθρωπχιά.

Το Χριστινιό δε χρειάζεται να ποκρεμάται στο παραθύρι στεναχωρημένο και με τη κούκλα στην αμπασκάλη, έφερε το καλύτερο ποδαρικό για το καινούργιο χρόνο.

Καλή χρονιά και σ’ εσάς φίλοι μου, απίκραντος κι ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…

31/12/2022

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:148