Του γκαβού του πουλιού του φτιάνει ο Χριστός φωλιά | της Ζωής Δικταίου
Δικά του κάστρα τα καταράχια της Μουργκάνας. Εκεί που δικαιώνεται η αστραπή και μολογά η βροντή, εκεί ροβόλαγε ο Τέλης, ψηλός, αδύνατος μα γεροδεμένος, με καστανά πυκνά μαλλιά και μάτια μεγάλα αμέρωτα, παιδί, το στερνοπούλι της Φώταινας, της τυραγνισμένης, που άγιαζε κάθε μέρα στην πάλη της ζωής, η Φώταινα μια ψυχή κλειδωμένη. Ο πατέρας του ο Φώτος, ίσα πού ’χε σκαπετήσει τα τριγιάντα κι ύστερα κιντυνεμένος σε καιρό ειρήνης, σιαπέρα απ’ το γρέκι του Τσόμη στην Πλόκιστα, εκείγια είχε χαντακωθεί, πήγε από νάρκη, μ’ ένα περδικούλι στο χέρι τον ήβραν στα αίματα. Τέτοιες κακοτυχιές είχαν γένει πολλές, σάματις δεν έφταναν όλες οι άλλες πού ’χαν τραβήσει οι νοικοκυραίοι, κρίματα απ’ αυτά που δε λέγονται μ’ όξω φωνή τι έχει ο διάγουλος ο μεγάλος ανοιχτά τ’ αυτιά ακόμη και βάζει την ουρά του.
Το παιδί, ο Τέλης δηλαδή, ακολουθώντας το μονοπάτι που ’παιρνε το φεγγάρι πότε πανήδρομα και πότε κατήδρομα από χαλασιά σε χαλασιά κι από λόγγο σε λόγγο αρέντευε ανάμεσα σε εγκαταλειμμένα πολυβολεία, στενά περάσματα, τσέπια, ρόγγια. Κι όταν σκόνταφτε κι έπεφτε καταής ήγλεπε λιωμένα στρατιωτικά άρβυλα, ξασπρισμένα κόκκαλα, καύκαλα που στις κόγχες τους είχαν φυτρώσει χορτάρια κι αγριολούλουδα και δεν ήταν μάταιη πλάνη όλα τούτα, παρά η σκληρή αλήθεια. Κι αν κάποτε έκανε να σκαλίσει το χώμα με μιας γιόμιζε τις χούφτες σκουριασμένες σφαίρες και πόνο ασιγούρευτο, ήταν πολλά βλέπεις τα αναπάντητα κι όσο κι αν συγκέντρωνε την ανάσα του στα παγωμένα δάχτυλα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μην συλλογάται δεν τα κατάφερνε πάντα τόσο καλά. Ο νους γύριζε πίσω, εκεί που η μνήμη κάπνιζε μπαρούτι, τα μπαλωμένα ρούχα μύριζαν θειάφι, εκεί που όταν κοίταζε αμίλητος τις πολύπαθες κορφές το παραμικρό σάλεμα των φύλλων, ένα σύρσιμο στα χόρτα, το φευγιό τ’ αγριμιού, όλα τον παγίδευαν στη φτώχεια, το θάνατο, την πείνα, τ’ αδερφοφάγωμα, τον πόλεμο. Στον πάτο όμως θυμόταν μια κουβέντα της Μιχαλιβάβαινας και την επαναλάμβανε θαρρετά στον εαυτό του : «Του γκαβού του πουλιού του φτιάνει ο Χριστός φωλιά». Αυτό τού ’διωχνε την αγκούσα απ’ το γκιόξι, κάπως έπαιρνε κουράγιο, κι όταν του περόνιαζε τα κόκκαλα τ’ οργιό, τήραε τον ουρανό, «αγάντα Τέλη, αγάντα και σού ράβουν μάλλινη πατατούκα» έκρενε και τ’ άκουε μόνο αυτός, μα δεν τον πείραζε. Αν τύχαινε καένα άλλο κούτσικο στο διάβα του, ρώταγε για να σιγουρέψει την ελπίδα: «Eσύ μω φούλη τι λες; Καίκνως, για «ώβυς;» Είχε επινοήσει αυτές τις δυο λέξεις και τις χρησιμοποιούσε ρωτώντας, η πρώτη ήταν για να επικυρώσει αυτό που σχεδίαζε να κάνει ή περίμενε να συμβεί και η δεύτερη για την αποτυχία. Αν η απάντηση ήταν καίκνως γέλαγε με την καρδιά του, αν όμως άκουγε ώβυς, μαράγκιαζε με την απογοήτευση.
Παρηγοριά πάντοτε το συμπονετικό βλέμμα της χήρας μάνας με την άθικτη τιμή και το πολύ φιλότιμο, που οι υποχρεώσεις της φαμίλιας δεν την άφησαν να κρατήσει πένθος τον άντρα της, να κάμει μακαρίσματα στο σπίτι κατά πως έπρεπε, να του παραστέκεται στο κιβούρι μ’ αναμμένο καντήλι και νεκρολούλουδα, παρά τον μοιρολόγαγε κρυφά στα ξέφωτα, στις ποταμιές, στα βουνά. Αυτά μονάχα ήξεραν πώς ο πόνος μέστωνε στα μηλίγγια της κι η μοναξιά κορφολογούσε σκοτεινιά και γκρεμούς άφεγγους. Γουριατό στο θεό που ’χε αφήσει να γένει τόσο κακό, μα πάλι, έλεγε με το μυαλό της, παρηγοριά, γένονται ορφανά μα κακογραμμένα δε γένονται, αυτός ο μεγάλος δραγουμάνος αργεί μα βρίσκει τρόπο στον πάτο, κι άφηνε το ξεροβόρι να χτενίζει ψιλή – ψιλή την αλισάχνη στα μάτια που ’τρεχαν. Σταλαγματιές φαρμάκι, τις κατάπιναν τα ρέματα. Πότε ζαλωμένη κλαρί για τα ζωντανά και πότε ξύλα για την ογνίστρα, θαρρείς το αλλοπαρμένο από κούραση και έγνοιες πρόσωπο άλλαζε σαν έφτανε αποκαμωμένη από την κούραση στο σπίτι, κάπως φωτίζονταν, κάπως γλύκαιναν οι βαθιές χαρακιές στο πρόωρα γερασμένο μέτωπο, έκανε πέτρα την καρδιά να μην την δουν τα κούτσικα και τα σκιάξει ο παλιός σιαϊτάνης, ο αναθεματισμένος ο πόλεμος, που κάθε μέρα έβρισκε τον τρόπο να αβγαταίνει και να καινουργιώνει.
Αρματωμένη με υπομονή η Φώταινα, σαν έκανε να τηράξει τη φαμίλια που της είχε απομείνει, τρίγια παιδιά καθισμένα στα κουτσούμπια, ολόγυρα στο σοφρά με το νταβά στη μέση, κι ήγλεπε λευκές εξαφτέρουγες φλόγες να πετούν πάνω απ’ τα κεφάλια τους, έπαιρνε ανάσα βαθιά, σφάλιζε τότες τα λαβωμένα ματοτσίνορα, λογάριαζε κακοπόρεση κι ανάγκη, βελόνιζαν την ψυχή της τ’ άσπρα σκουλήκια που είχε δει κάποτε στα ξεσαρκωμένα σώματα τα βουτηγμένα στο πηγμένο αίμα, μα – θα σας νικήσω, εγώ θα σας νικήσω, εγώ θα σας λιώσω ξυπόλητη, αλάργα απ’ την πόρτα μου, διάτανοι – φοβέριζε, με την ψυχή να βρυχάται μυστικά γιατί τόσο μάτωμα, τόσο πλάνταμα κουβαλούσε μέσα της. Μετά ξεκρέμαγε ένα κοκκινωπό χαλκωματένιο μαστραπά απ’ την γρεντέ, λογάριαζε πως ήταντος γιομάτος κρασί, τον ήφερνε στα ξεραμένα χείλη, έκανε πως έπινε, πάγαιναν κάτω τα φαρμάκια, έτσι με την ιδέα.
«Μη μού φαρμακώνεστε εσείς καμάρια, παιδάκια γραμμένα, χλωροσιές τση μάνας, αντράλα ήταν και πέρασε, εγώ είμαι εδώγια» , ξεροκαταπίνοντας το σάλιο της τό ’λεγε, κομπιάζοντας καταδίκαζε τις μαυροσκέψεις σε μια ακατάπαυστη προσπάθεια να στριμώξει κάπου τη ζωή, να την κολλήσει σε μια γωνία, να την αναγκάσει να της χαμογελάσει πλατιά, ν’ αφήσει επιτέλους ν’ ανθίσει η αμυγδαλιά στον οβορό που είχαν γίνει οι εκτελέσεις.
Ο Νικόλας, ο Πίπης, ο Τέλης, εκεί που δεν το περίμενε ρίχνονταν ψηλά στην αγκαλιά της. Σήκωνε εκείνη το απανωκόρμι, φάρδαινε το στέρνο, έλυνε το μαύρο τσεμπέρι, τά ’σφιγγε στον κόρφο, ιστορούσε τα καλά από τα περασμένα, όσα ήταντα, αυτά μάναχα, τ’ άλλα δεν τα μελέταγε ίτσιου, δεν τ’ αναθίβανε. Κατόπιν τα φίλαγε τα καμάρια της με σεβασμό, όπως ασπάζονταν το εικόνισμα του Χριστού, μ΄ εκείνο το φιλί υπόγραφε άλλο συμβόλαιο με την αγάπη, με τον κόσμο, με τη ζωή, με το αύριο.
«Σύρτε όξω να μάσετε μπουσουλίγκες, αϊντέστε λεβέντες τση μάνας, ν’ ακούσετε τα ρουβέλια, τη σταρίδα και την πέρδικα, να μαυλίσετε το ζαρκάδι, να βρείτε τα πατήματα του λύκου, αϊντέστε στη θειάκω Γιώργαινα να φάτε μαραγκούλες, σύρετε και στη μπάμπω Αλεξάντρα, μην την ξαστοχήσετε, γύρεψε να τση κόψετε φράξο, να τον βάλει στο νερό να θαραπαούν τα κοτερά π’ αρρώστησαν και τους τρέχουν οι μύτες. Σας δίνει τ’ αυγό ωρέ καμάρια, άϊντέστε, λύστε τον άλυσσο και πάρτε και τον Μπάλιο σιμά. Άιντε να ξαχλιάσετε» , πρόσταζε όταν καταλάβαινε πως ανέβαινε η θάλασσα στα μάτια της.
Εκατοντάδες δέντρα, κουμαριές, βελανιδιές, έλατα, κυπαρίσσια, γράβοι, κισσάρια, τσέροι, πουρνάρια, υψώνονταν γυρεύοντας μερτικό στον ουρανό. Καμιά φορά, όπως φύσαγε ο αέρας κουνούσαν τα κλαριά δεξιά κι αριστερά σαν χέρια, κινήσεις νευρικές γεμάτες απελπισιά έλεγες, θυμόνταν βλέπεις ακόμη κι αυτά, το κρίμα και τ’ άδικο, τόσο μπόι είχαν πετάξει θρεμμένα απ’ τα νιάτα που θάφτηκαν παρέκει στις ρίζες, τέτοια άγουρα μαυρονιάτα κι αχάρητα να πάνε πεσκέσι στον άλλο κόσμο αλιβάνιστα, αδιάβαστα, ανεγνώριγα. Έγερναν κάποτε αποσταμένα, χαμήλωναν και προσκύναγαν τη γη, εκείνα τα χώματα που άλλα τέτοια να μην ξαναγνωρίσουν ποτέ.
«Ωρέ αφέντη θάνατε και Χάροντα αδερφέ μου…» , αέρας έφερνε το λυγμό, άνοιγαν τα κλειδωμένα χείλη, μολογούσαν τ’ αλησμόνητα.
Ο Τέλης, παιδάκι αξεσκόλιστο, άκουε τη μακρινή βουή, μα δεν τό ’βαζε κάτω. «Δικός μου ο φόβος, δική μου κι η αφοβιά, σιγά μην κιοτέψω» , πείσμωνε, είχε πάρει από τη μάνα, δεν άφηνε να τον περονιάσει η βουή. Έφερνε με σιγουριά την απαλάμη στην καρδιά, αφουγκράζονταν το γρήγορο χτύπο, το πείσμα δυνάμωνε τη θέληση κι η θέληση την ψυχή. Μ’ εκείνη τη χλωμή αγιοσύνη που είχαν όλα τα παιδιά αμέσως μετά τη γενιά τού σαράντα έτρεχε ξοπίσω από ό,τι είχε ζωή, δεν κράταγε η ψυχούλα του άλλο να σκιάζεται, γύρευε αφορμή να βγάλει φτερά να πετάξει, να γλιτώσει από τα γκριτζούνια και τα σκιορίσματα, από τα φαντάσματα που είχε αφήσει προίκα στα σπιτικά τού συνόρου ο πόλεμος.
Κάποτε με μια φέτα ζυμωτό ψωμί στα χέρια, τις τρύπιες γαλότσες στα ποδάρια δίχως κάλτσες, τα μάγουλα κρυτσαλισμένα απ’ την τσάφνη αλλά με την κρυφή ελπίδα να σιγοκαίει στο καθαρό βλέμμα, στο δρόμο για τον τ’ Άη Γιώρη, στη νερομάνα στην Καμίτσιανη συνάντησε τον πρόεδρο του χωριού, συγγενής ήταντος.
«Πού ’σαι μωρέ γραμμένο, σύρε εδώγια» , κοντοστάθηκε ο άνθρωπος. Το βαρύ του ανάστημα αφού πρώτα ταλαντεύτηκε κάπως, βολεύτηκε στην ξερολιθιά σιμά στη βρύση. Ο Τέλης τον τήραγε στα μάτια. Καταμεσής στο μεσόφρυδο θαρρείς είχαν κονέψει νυχτερίδες και νυχτερίδες, τό ’γλεπες αυτό, δεν κρύβονταν τέτοια μαύρα σημάδια, δεν κρύβονταν οι απώλειες, οι ξενιτιές, οι θύμησες οι φορτωμένες πόνο άσπλαχνες μέρες.
Ήταν ένα μολυβένιο μουντό χάραμα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, από εκείνα που κάποιες ψυχές φαίνονται πως αποθηκεύουν περισσότερο το γκρίζο, πως το πασπαλισμένο χιόνι πέφτει ντούνες – ντούνες, πρώτα μέσα τους.
Ένα μολυβένιο, μουντό χάραμα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, σαν αυτά που μέσα στη σιωπή σ’ αφήνουν να μαντέψεις τους άφωνους χρησμούς σε κάθε τι ιερό, όπως τα μάτια ενός παιδιού.
Ένα μολυβένιο, μουντό χάραμα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, σαν αυτά που ο σκουριασμένος κασσίτερος ξαφνικά αποκτά τη χαμένη του λάμψη και φέγγει ολόφωτο το κλειδωμένο υπόγειο της ψυχής.
Ένα μολυβένιο, μουντό χάραμα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, σαν κι αυτά που τα πικραμένα και τα χαιράμενα πηγαίνουν μαζί, που οι καημοί ανταμώνουν και τα παράπονα υψώνονται σε λυπητερό πολυφωνικό τραγούδι ίσαμε πέρα στη Δερόπολη.
«Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι… » , από μακριά το κλαρίνο.
Έβγαλε ο Γιάννης απ’ την τσέπη μια φέτα μαμάτσα και μια χούφτα μαύρη σταφίδα, την άπλωσε στο παιδί.
«Ευχαριστώ» , συλλάβισαν τα χείλη μ’ ευγνωμοσύνη πριν ριχτούν λαίμαργα να ρουπώσουν την ξαφνική λειχουδιά.
Άπλωσε ο κοινοτάρχης το χέρι, του χάιδεψε το κεφάλι, άγγιγμα γεμάτο τρυφερότητα. Σαν πατέρα τον αισθάνθηκε. Ένιωσε τις παλάμες του να τρέμουν, ιδρωμένες από πρωτόγνωρη συγκίνηση. Μετά τον παρακολουθούσε που έσκυψε, έλυσε το κόκκινο κορδόνι κι άνοιξε τον τρίχινο ντρουβά. Τήραγε απορημένος. Έβγαλε το μπόγο τον απίθωσε στα γόνατα, έβαλε στην άκρη κάτι φανέλες, ένα μαντίλι, ένα φόρεμα, ένα μπαμπακερό μεσοφόρι, ξεδίπλωσε κατόπιν ένα σκούρο πανωφόρι, το τίναξε στον αέρα, φάνηκε το καρό της φόδρας, ο χοντρός γιακάς, τα μεγάλα κουμπιά, μύρισε ο τόπος ναφθαλίνη και νοσταλγία. Η μάλλινη κατσιούλα και τα μανίκια που ανέμισαν φοβέρισαν το κρύο. Από ένστικτο ο Τέλης στάθηκε ορθός, έλυσε διστακτικά τα χέρια, τ’ άπλωσε, κρεμάστηκαν κάπως ασήκωτα βαριά, δάγκωσε τα χείλη, έσφιξε τα τσαούλια ν’ ατσαλωθεί, να κρατηθεί να μην κλάψει μπροστά σε τούτο το θάμα που τον τύλιγε από τους ώμους ίσαμε κάτω στα κακαδιασμένα από τα χτυπήματα γόνατα. Στη στιγμή ένα αγριοπερίστερο άνοιξε τα φτερά του κι έγινε άγγελος. Ανοιγόκλεισε τα μάτια ασάλευτος, του φάνηκε πως κάπου στο φευγιό και στο βλεφάρισμα είχε δει τον πατέρα που δεν είχε γνωρίσει να του γνέφει κι ύστερα τι απίστευτο, τι άγγιγμα ζεστό ήταν τούτο πού ’φερνε ο βουνίσιος αέρας, άγγιγμα από απόσταση, αύρα με αύρα, ψυχή με ψυχή και ψιθύριζε «καίκνως, καίκνως, καίκνως… » Πριν δευτερώσει τ’ ανοιγοκλείσιμο, η μορφή του Φώτου με τη ματωμένη χλαίνη αλαφιασμένη ξεγλίστρησε στην ομίχλη. Ένα γρήγορο πετάρισμα στο στέρνο, ο οξύς ήχος από το σήμαντρο του μοναστηριού, μια άλλη ηχώ μέσα του αυτή της αγάπης που άλλοτε βάθαινε κι άλλοτε ψήλωνε σφράγισαν εκείνη την Πρωτοχρονιά.
«Καίκνως!» , φώναξε ζωηρά κι ακούστηκε ως τη Σταρόδα.
Παραδόθηκε ακέραια στη ζεστασιά, τέτοιο καλό σκουτί δεν είχε ξαναματαφορέσει. Με φτερά στα πόδια έτρεξε κι έτρεξε ολοτρόγυρα τον τόπο κι ύστερα από τη χαρά του σκαρφάλωσε στο γράβο πέρα στου Μπαλιλάκου. Τι το ’χε να φτάκει στην κορφή; Tίποτα, όμοιαζε τη μάννα και σ’ ταύτο, κόλλαγε στον κορμό κι ανεβοκατέβαινε στα δέντρα άφοβα όπως η γκουσταρίτσα. Ήβρε ένα γρέντζουλο μαραγκιασμένο στο κλήμα που είχε σκαλώσει ψηλά, τό ’φαγε, θαραπαύτηκε, ξαστόχησε και τ’ οργιό που τον πάγαινε δάγκα πρωτύτερα, τυλίχτηκε σφιχτά το πανωφόρι, γέλαγε ως τ’ αυτιά, τόση ήταν η χαρά του, που πίστεψε πως ούτε στην τσέργα δεν είχε ποτέ τόση ζεστασιά. Μια μεγάλη παπλαμούδα που τού ’πεσε στη μύτη δεν την λογάριασε ίτσιου. Κατήβασε την κατσιούλα. Μετά πήρε κι έσιασε κάπως στρωματσάδα τα κλαδιά και σαν σιγουρεύτηκε τ’ αλάρωτο, με τό ’να ποδάρι πάνω στ’ άλλο, βυθίστηκε στον ύπνο, δειλιασμένο κάπως, μα σίγουρο πως ο ύπνος ξυπνά το καλό και σβήνει το κακό.
Κι ως έκλεισε τα βλέφαρα, είχε ζέψει λέει όλα τα γομάρια απ΄ την Πόβλα και τον Τσαμαντά και γύριζαν τη μαλαματένια μυλόπετρα του χρόνου, κι ο Τέλης στο ήνορο του, ήγλεπε τις καινούργιες μέρες να κατεβαίνουν από τ’ αντίπερα βουνά μηνώντας του πως έρχονταν να τον βρουν φορτωμένες βιός και χαρές όπως τις είχε προστάξει, στο ήνορο της Πρωτοχρονιάς, ο Φώτος, ο πατέρας του, ο αδικοσκοτωμένος. Και τούτες τις μέρες δεν τις αμπόδαγε καείς, ως κι ο περδικλωμένος κισσός έλυνε τα ριζάρια του κι έκανε στην άκρη και απ’ αυτές τις καλοντυμένες κυράδες, άλλες μοίραζαν ζυμωτές βασιλοκουλούρες να ρουπώσουν όλα τα κούτσικα κι άλλες σκουτιά και παπούτσια να ποδεθούν. Και χτυπούσαν οι καμπάνες στα βακούφια χαρούμενα πια, και λάλαγαν τα κλαρίνα, και τα γκριμάδια ξαναγένονταν σπίτια και κάπνιζαν όλες οι καμινάδες μαζί, κι ένα λάγιο αρνί είχε ανέβει λέει κι αυτό στην κορφή του φτελιά περέκει και μολόγαγε «Καλή χρονιά, καλή χρονιά, καλή χρονιά» με λαλιά ανθρώπινη.
«Καλή χρονιά», παιδάκι γραμμένο και ζωγραφιστό, ορκιζόταν πως τού ’χε πει ο πατέρας στ’ αυτί πρώτη και τελευταία φορά κι απέκει χάθηκε.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα, 1 Γενάρη του 2022
[Από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «Παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις Καίκνως – Ώβυς»]
Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως, κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό. Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:
Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Ποιητική συλλογή
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία
Συμμετέχει επίσης στα συλλογικά έργα:
Γράμματα της ποίησης, «Μονόλογοι», και «Λογοτεχνικά Μονοπάτια».