Ο Παπουτσωμένος Γάτος | της Ανθής Παρασκευοπούλου
διασκευή για δημοτικά σχολεία
Ένας μυλωνάς είχε τρεις γιους, τον μύλο του, έναν γάιδαρο και έναν γάτο. Οι γιοι του έπρεπε να αλέθουν, ο γάιδαρος να φέρνει το σιτάρι στον μύλο και να μεταφέρει το αλεύρι και o γάτος που έπρεπε να κυνηγάει τα ποντίκια. Όταν πέθανε ο μυλωνάς οι τρεις γιοι χώρισαν την περιουσία. Ο μεγαλύτερος γιος πήρε τον μύλο, ο δεύτερος τον γάιδαρο και ο τρίτος, για τον οποίο δεν είχε μείνει τίποτε άλλο, πήρε τον γάτο. Τότε ο τρίτος γιος ήταν πολύ στεναχωρημένος και έλεγε στον εαυτό του:
«Τελικά εγώ είχα τον χειρότερο κλήρο, ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήρε τον μύλο και μπορεί να αλέθει, ο δεύτερος πήρε τον γάιδαρο και μπορεί να τον καβαλάει, ενώ εγώ που πήρα τον γάτο τι μπορώ να τον κάνω; Αν τον δώσω για να μου κάνουν ένα ζευγάρι γάντια από το τομάρι του, αυτό θα ήταν όλη μου η κληρονομιά».
«Άκουσε με» απάντησε τότε ο γάτος, ο οποίος είχε καταλάβει ότι είπε ο τρίτος γιος «δεν χρειάζεται να με σκοτώσεις για να φτιάξεις ένα ζευγάρι μίζερα γάντια από το τομάρι μου. Κανόνισε μόνο να μου φτιάξουν ένα ζευγάρι μπότες, ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι με κόσμο και θα σε βοηθήσω σύντομα».
Ο γιος του μυλωνά έμεινε έκπληκτος που ο γάτος του μίλησε και καθώς είδε έναν παπουτσή να περνάει τυχαία από το σπίτι, τον φώναξε να μπει και του ζήτησε να πάρει μέτρα για να φτιάξει μπότες στο γάτο.
Ο γάτος φόρεσε τις μπότες μόλις φτιάχτηκαν, πήρε ένα σακί και το μισογέμισε με σπόρους. Μετά έκανε μία θηλιά με ένα σχοινί στο πάνω μέρος του σακιού. Τελικά πήρε το σακί στον ώμο και περπατώντας στα δύο του πόδια, σαν να ήταν άνθρωπος, έφυγε από την πόρτα.
Εκείνη την εποχή κυβερνούσε ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ να τρώει πέρδικες. Όμως ήταν πολύ δύσκολο να κυνηγήσεις αυτά τα πουλιά και υπήρχε μεγάλη έλλειψη. Στο δάσος υπήρχαν σε αφθονία αλλά ήταν τόσο φοβισμένες που κανείς κυνηγός δεν μπορούσε να τις πλησιάσει. Αυτό το γνώριζε ο γάτος και σκεφτόταν να κυνηγήσει τα πουλιά με ένα εξυπνότερο τρόπο. Μόλις μπήκε στο δάσος, άνοιξε το σακί για να φαίνονται οι σπόροι, πήρε όμως το σχοινί και το άπλωσε στο γρασίδι μέχρι να φτάσει πίσω από έναν θάμνο. Εκεί κρύφτηκε και ο ίδιος και παραμόνευε. Οι πέρδικες έφτασαν γρήγορα στους σπόρους και η μία μετά την άλλη έμπαιναν στο σακί. Όταν μπήκαν αρκετές στο σακί, ο γάτος τράβηξε το σχοινί έπιασε τα πουλιά. Μετά άνοιξε προσεχτικά το σακί και έπνιξε τις πέρδικες. Τέλος πήρε το σακί στον ώμο και πήγε γρήγορα- γρήγορα στο παλάτι του βασιλιά.
Μόλις τον είδε ο φύλακας του φώναξε: «αλτ, που πας»
«Στον βασιλιά», απάντησε ο γάτος
«Καλός είσαι του λόγου σου» απαντάει ο φρουρός. «Σιγά να μην αφήσω γάτο να πάει στο βασιλιά.»
«Άσε τον να πάει» λέει ένας άλλος φύλακας. «Ο βασιλιάς συχνά βαριέται. Ο γάτος μπορεί να του φτιάξει το κέφι με τα νιαουρίσματα του και με τα παιχνίδια του.»
Μόλις ο γάτος παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά έκανε μία βαθιά υπόκλιση και είπε: «Βασιλιά μου, ο αφέντης μου ο κόμης…» και στη συνέχεια είπε ένα μακρύ και πολύ επίσημο όνομα, «δίνει τα διαπιστευτήρια του στον βασιλιά και του στέλνει πέρδικες, τις οποίες έπιασε λίγο πιο πριν με τα βρόχια του».
Ο βασιλιάς έμεινε έκπληκτος από τις πολλές και παχιές πέρδικες, δεν μπορούσε να κρατηθεί από την χαρά του και διέταξε να βάλουν τόσο χρυσό στον σάκο του γάτου όσο θα μπορούσε να κουβαλήσει. «Αυτά να το πας στον αφέντη σου και να τον ευχαριστήσεις πολύ για το δώρο του.»
Ο φτωχός γιος του μυλωνά καθόταν όμως στο σπίτι βλέποντας έξω από το παράθυρο και αναλογιζόταν ότι έδωσε τα τελευταία του χρήματα για τις μπότες του γάτου. Αναρωτιόταν δε τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να του φέρει ο γάτος για αντάλλαγμα. Τότε μπήκε στο σπίτι ο γάτος, κατέβασε το σακί από τον ώμο του και αφού το άνοιξε άδειασε το χρυσάφι μπροστά από τον μυλωνά.
«Τώρα έχεις μια περιουσία στα πόδια σου, και ο βασιλιάς σου στέλνει χαιρετίσματα και σε ευχαριστεί πολύ».
Ο μυλωνάς ήταν ευτυχισμένος με τα πλούτη που απέκτησε χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο γάτος όμως όσο έβγαζε τις μπότες εξήγησε στον αφέντη του τι ακριβώς είχε συμβεί.
«Τώρα έχεις αρκετά χρήματα αλλά δεν θα μείνεις με αυτά, αύριο θα ξαναβάλω τις μπότες μου και θα γίνεις ακόμη πλουσιότερος, επίσης στον βασιλιά είπα ότι είσαι ένας κόμης.»
Την επόμενη ημέρα ο γάτος, όπως είχε πει, έβαλε και πάλι τις μπότες του και ξαναβγήκε στο δάσος πηγαίνοντας και πάλι στον βασιλιά πλούσιο κυνήγι. Έτσι συνέβαινε κάθε μέρα και κάθε μέρα ο γάτος έφερνε χρυσάφι στο σπίτι. Ήταν πια τόσο αγαπητός στον βασιλιά, που μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει όποτε ήθελε στο παλάτι και να πηγαίνει όπου ήθελε.
Μία μέρα καθόταν στη κουζίνα πλάι στον φούρνο για να ζεσταθεί και ήρθε ένας αμαξάς ο οποίος έβριζε:
«Θα ευχόμουν τον βασιλιά και την πριγκίπισσα να τους έπαιρνε ο δήμιος! Ήθελα να πάω στην ταβέρνα, να πιω ένα κρασί και να παίξω κανένα χαρτάκι και τώρα με κάλεσαν να τους πάω βόλτα στη λίμνη.»
Μόλις το άκουσε ο γάτος πήγε ήσυχα στο σπίτι και είπε στον αφέντη του:
«Αν θέλεις να γίνεις κόμης και να αποκτήσεις πλούτη, τότε έλα μαζί μου στη λίμνη και μπες μέσα να κάνεις μπάνιο.»
Ο μυλωνάς δεν ήξερε τι να πει, αλλά ακολούθησε τον γάτο και μπήκε ολόγυμνος μέσα στο νερό. Ο γάτος όμως του πήρε τα ρούχα του και τα έκρυψε. Καλά- καλά δεν πρόλαβε να τα κρύψει και να σου εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Τότε ο γάτος άρχισε να εκλιπαρεί και να λέει:
«Αμάν καλοσυνάτε βασιλιά μου, ο αφέντης μου κολυμπούσε στη λίμνη και ένας ληστής του έκλεψε τα ρούχα που τα είχε αφήσει στην όχθη. Τώρα ο κόμης είναι μέσα στο νερό και δεν μπορεί να βγει και αν μείνει και άλλο μέσα θα αρρωστήσει και θα πεθάνει».
Μόλις το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, ζήτησε να σταματήσουν και έστειλε έναν από τους ανθρώπους του να πάνε και να φέρουν από τα δικά του ρούχα. Τότε ο κόμης φόρεσε τα λαμπερά ρούχα και καθώς ο βασιλιάς πίστευε ότι οι καταπληκτικές πέρδικες είχαν αποσταλεί από αυτόν, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην αμαξά του. Την πριγκίπισσα δεν την ενόχλησε καθόλου ο καλεσμένος, καθώς ήταν νέος, όμορφος και της άρεσε.
Ο γάτος όμως έφυγε γρήγορα- γρήγορα και περνούσε πριν από το κάρο στους δρόμους που θα ακολουθούσε ο βασιλιάς. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο λιβάδι, όπου βρισκόταν περισσότεροι από εκατό άνθρωποι οι οποίοι έφτιαχναν δεμάτια από σιτάρι.
«Ποιανού είναι αυτό το λιβάδι» ρώτησε ο γάτος.
«Του μεγάλου μάγου» απάντησαν αυτοί.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «τώρα σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το λιβάδι, θα πείτε στον κόμη. Αν το πείτε θα σας δώσω τα λιβαδια που προσεχετε δικα σας».
Μετά από αυτό πήγε ένα χωράφι σπαρμένο με καλαμπόκια και τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε κανείς να δει μέχρι που φτάνει. Πάνω από διακόσιοι άνθρωποι έκοβαν κουκουνάρες.
«Σε ποιον ανήκει το καλαμπόκι» ρώτησε ο μυλωνάς.
«Στον μάγο» αποκρίθηκαν οι εργαζόμενοι.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «τώρα σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το χωράφι θα πείτε στον κόμη. Αν το πείτε θα σας δώσω τα χωράφια που καλλιεργείτε».
Στη συνέχεια ο γάτος έφτασε σε ένα όμορφο δάσος, όπου βρισκόταν περισσότεροι από τριακόσιοι άνθρωποι που έκοβαν βελανιδιές και στοίβαζαν ξύλα.
«Ποιανού είναι το δάσος» ρώτησε ο γάτος.
«Του μάγου» αποκρίθηκαν οι εργαζόμενοι.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το δάσος θα πείτε στον Κόμη. Αν το πείτε θα σας αφήσω να μαζεύετε καρπούς και να κυνηγάτε στο δάσος ελεύθερα».
Οι άνθρωποι τον κοιτούσαν και καθώς είχε αυτή την περίεργη αμφίεση και περπατούσε σαν άνθρωπος με τις μπότες του, τον πίστεψαν, και θέλησαν να κάνουν ότι τους είπε. Ούτως ή άλλως δεν θα έβγαιναν χαμένοι.
Τελικά έφτασε στο παλάτι του μάγου και παρουσιάστηκε θαρραλέα μπροστά του. Ο μάγος τον κοίταξε υποτιμητικά και τον ρώτησε τι θέλει. Ο γάτος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και του λέει:
«Έχω ακούσει ότι μπορείς να μεταμορφωθείς σε οποιοδήποτε ζώο επιθυμείς. Σε ότι αφορά τα συνηθισμένα ζώα, δηλαδή τον σκύλο, την αλεπού ή τον λύκο, μπορώ να το πιστέψω. Αλλά να μεταμορφωθείς σε ελέφαντα μου φαίνεται παντελώς αδύνατο και για αυτό ήρθα να το διαπιστώσω και μόνος μου.»
Ο μάγος του απάντησε με περηφάνια:
«Αυτό δεν είναι τίποτα» και σε μία στιγμή είχε μεταμορφωθεί σε ελέφαντα.
«Αυτό είναι καταπληκτικό, αλλά μπορείς να μεταμορφωθείς και σε λιοντάρι;»
«Ούτε αυτό δεν είναι τίποτε» απάντησε ο μάγος και στάθηκε ως λιοντάρι μπροστά στον γάτο.
Ο γάτος έκανε ότι τρόμαξε και φώναξε:
«Αυτό είναι απίστευτο και ανήκουστο, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσα να το φανταστώ ούτε στα όνειρά μου, αλλά περισσότερο από όλα θα με εκπλήξει αν μπορούσες να μεταμορφωθείς σε ένα μικρό ζώο όπως ένα ποντίκι. Πιστεύω ότι είσαι ο μεγαλύτερος από όλους τους μάγους του κόσμου αλλά κάτι τέτοιο μου φαίνεται ότι είναι ακατόρθωτο ακόμη και για εσένα».
Στο μάγο άρεσαν πολύ οι κολακείες του γάτου και τελείως φιλικός.
«Ορίστε αγαπητό μου γατάκι, και αυτό μπορώ να το κάνω» απάντησε ο μάγος και μεταμορφώθηκε σε ποντίκι και άρχισε να χοροπηδάει στο δωμάτιο.
Ο γάτος πήδηξε πίσω από το ποντίκι, το άρπαξε με ένα πήδημα, και εκεί που πήγαινε να το φάει, του φώναξε ο Μάγος.
«Περίμενε σε παρακαλώ, αν σε αδίκησα σου ζητώ συγνώμη!»
Τότε ο παπουτσωμένος γάτος τον άφησε να ζήσει, με την υπόσχεση να είναι δίκαιος με όλους, και να μην ξαναεκμεταλλευτεί ποτέ κανέναν!!!
Στο ενδιάμεσο όμως ο βασιλιάς συνέχισε την βόλτα με τον κόμη και την πριγκίπισσα μέχρι που φτάσανε στο μεγάλο λιβάδι.
«Σε ποιον ανήκουν τα δεμάτια με το στάρι» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Σον κύριο Κόμη» απάντησαν όλοι όπως τους είχε υποδείξει ο γάτος.
«Σας ανήκει ένα καταπληκτικό μέρος γης» είπε ο βασιλιάς απευθυνόμενος στον φιλοξενούμενο του.
Μετά φτάσανε στο λιβάδι με τα καλαμπόκια και ο βασιλιάς ρώτησε:
«Σε ποιον ανήκει το καλαμπόκι;»
«Στο κύριο Κόμη.»
«Κοίτα να δεις» λέει ο βασιλιάς «στον Κόμη ανήκουν πολύ όμορφα χωράφια»
Μετά από αυτό έφτασαν στο δάσος
«Σε ποιον ανήκει το ξύλο;»
«Στον κύριο Κόμη.»
Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε ακόμη περισσότερο και λέει:
«Θα πρέπει να είστε πολύ πλούσιος κύριε Κόμη, εγώ δεν πιστεύω ότι έχω στην κατοχή μου ένα τόσο καταπληκτικό δάσος.»
Επιτέλους έφτασαν στο παλάτι. Ο γάτος στεκόταν ψηλά πάνω στην σκάλα και μόλις είδε να φτάνει η άμαξα πήδηξε κάτω άνοιξε την πόρτα και λέει:
«Βασιλιά μου φτάσατε εδώ στο παλάτι του αφέντη μου, και αυτή η τιμή θα τον κάνει ευτυχισμένο σε όλη του τη ζωή».
Ο βασιλιάς κατέβηκε από την άμαξα και έμεινε έκπληκτος από τον φανταχτερό κτήριο, το οποίο ήταν σχεδόν μεγαλύτερο και ομορφότερο από το δικό του παλάτι. Ο κόμης όμως συνόδευσε την πριγκίπισσα να ανέβει την σκάλα σε μία αίθουσα η οποία γυάλιζε από το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες. Της πριγκίπισσας της άρεσε πολύ ο κόμης ήταν πολύ όμορφος και ευγενικός. Πλούτη είχε και εκείνη πολλά. Αλλά ο κόμης την κέρδισε με το χαμογελό του. Ζήτησε από τον πατέρα της να την αρραβωνιάσει με τον κόμη, αν φυσικά την ήθελε και αυτός. Τότε ο βασιλιάς ρώτησε τον κόμη αν θέλει την πριγκίπισσα για γυναίκα του, αυτός τρελάθηκε από την χαρά του γιατί με το που την είδε την ερωτεύτηκε. Ο βασιλιάς χάρηκε πολύ και τους πάντρεψε εκείνη την στιγμή. Πέρασαν τα χρόνια και ο μικρός γιος και ο παπουτσωμένος γάτος ήταν μαζί. Τον είχε πάρει στο παλάτι του σύμβουλο του. Ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Ο μικρός αδελφός δεν είχε ξεχάσει τα αδέλφια του και τους είχε πάρει όλους μαζί του, στο παλάτι. Είχε μαζί και τις οικογένειες των αδελφών του. Ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Αλλά ο μικρός αδελφός στενοχωριόταν που είχε πει ψέματα στον βασιλιά και στη γυναίκα του. Αποφάσισε να τους πει όλη την αλήθεια. Και έτσι ένα πρωί που καθόντουσαν μετά το πρωινό τους στην αυλή του πύργου τους είπε όλη την αλήθεια για το ποιος ήταν και τι είχε κάνει. Τους είπε ότι τους αγαπά πραγματικά, και θέλει να συνεχίσουν να ζουν όπως μέχρι τώρα ευτυχισμένοι. Ο βασιλιάς το σκέφτηκε λίγο .
«Αφού είχες το θάρρος να μας πει τι έχεις κάνει σε συγχωρώ για τα ψέματα σου. Πιστεύω ότι αγαπάς την κόρη μου. Όσο για μένα είμαι πολύ μεγάλος για να κρατώ κακίες. Να ζήσετε ευτυχισμένοι.»
Η πριγκίπισσα του έπεσε στην αγκαλιά του, και τον φίλησε.
«Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι έκανες τόσα πράγματα για να είμαστε μαζί».
Χάρηκε ο μικρός αδελφός και κάλεσε τα αδέλφια του, τον παπουτσωμένο γάτο, και όλοι μαζί έκαναν ένα όμορφο γλέντι με πολύ φαΐ, πολύ μουσική, και χόρεψαν και γλεντούσαν έτσι για μέρες πολλές. Σε αυτό το γλέντι ήρθε και ο Μάγος που είχε μείνει στο βασίλειο, και ήταν δίκαιος και καλός με όλους!!! Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα!!!
Ανθή Παρασκευοπούλου
[Την εικόνα που συνοδεύει το παραμύθι σχεδίασε ο εικονογράφος Αλκέτας Λεοννάτος για το παραμύθι της Ανθής Παρασκευοπούλου, μολύβι σε χαρτί, 01/2023]