Οι Σπιναλόγκες τση ψυχής | του Αντώνη Κουκλινού
Γύρω στα εβδομήντα και βάλε, λιανοκάμωτος σκυφτός, με γένια να κρέμουνται σάμε τσι μπέτες του.
Πχιό χωργιό δεν έχει, τον εδικό ντου καταφρονεμένο.
Τον άθρωπο απού γεννήθηκε άκακος, απονήρευτος και δε γνωρίζει η ψυχή ντου ίντα θα πει εκμετάλλευση και πονηργιά.
Δεν ήκαμε οικογένεια, για δεν εβρέθηκε κιαμνιά να θέλει να τονε πάρει.
Ίντα θα τονε κάμει ετσά αγαθός απού ’ναι.
Όσο τονε βαστούσανε τα πόδια ντου, δεν ήφηκε πράμα να μη ντο κάμει.
Και το βοσκό ήκαμε και το ζευγά και το θεριστή και ότι δουλειά θε λα του δώσουνε, από δω κι από κει τα κατάφερνε, γιατί επχιάνανε τα χέργια ντου, μα… για ένα κομμάτι ψωμί.
Αγράμματος και μπουνταλάς, ούλοι τονε ξεγελούσανε με τσι πενταροδεκάρες απού του δίδανε, να τω σε κάνει το φαμέγιο.
Ότι και να του δίδανε, τα τρώγανε οι καφετζήδες και οι μπακάληδες.
Στα καφενεία εκρασόπινε και στα μπακάλικα έκανε τα σαλμουδάκια και τά ’πχιανε πόνος.
Καθαργά απού ’θελα κλείσει ο καφετζής, ήτονε σαφή, ο τελευταίος πελάτης.
-Άντε δα μα καλά μας είναι Γιώργη, να πα να θέσομε.
-Ντα ίντα ωρά νε.
-Κοντεύγει μεσάνυχτα δε θωρείς το ρολόι στο ντοίχο;
-Θωρώ το μα δε γατέχω να διαβάζω.
Αλήθεια είναι πως ένα δυό δασκάλοι τον είχανε στριμώξει, μπας και ξεστραβωθεί μα δε ντα καταφέρνανε, για δε ντου’ κοβγε το νιονιό ντου.
Εσηκώνουντονε με το χαμόγελο της αφέλειάς του και καληνύχτιζε το γκαφετζή και ελάργερνε για το κονάκι ντου.
Παντέρμη νύχτα και πως περνάς…
Είναι ωσάν την απομόνωση κι ας μην έχει κάγκελα να σε κλειδώνουνε μέσα.
Είναι τση ζωής η Σπιναλόγκα, που σε γεννά χωρίς τα εφόδια τσ’ εξυπνάδας και βολοδέρνεις ολομόναχος κι όντε φτάνει η ώρα του καφετζή να σε βγάλει όξω, δε γατέχεις μουδέ ίντα ωρά νε.
Δυο καμεράκια του φήκανε ούλα κι ούλα οι γονέοι ντου οι μακαρίτες και μνια (μ)πατουχιά περβολάκι με πηγάϊδι να ποτίζει, μα δεν επήγε ποτές του να φυτέψει πράμα, για δε ντο νε φήνουνε οι καλοθελητάδες, απού του πέρνουνε το νερό, για ένα (μ)πακέτο καπνό και ποτίζουνε τσι κήπους.
Ετσά λαλιέται μνια ζωή, ότι βρέξει ας κατεβάσει.
Αν είχενε άλλον ένα ετσέ το χωργιό, εμπόργιενε να κάνουνε και παρέα, πχιος κατέχει.
Εδά στα γεραθιά απού δε μπορεί μπλιο να κάνει το φαμέγιο, βολοδέρνει στα σοκάκια.
Στα καφενεία δε πολύ μπαίνει για δεν έχει λεφτά και τονε μοτσέρνουνε οι καφετζήδες, για δε θένε άπλυτους κι ασιντέρωτους.
Εδά δεν είναι ο πελάτης απού ’ χει η τσέπη ντου παράδες, να πλερώνει τη καρέκλα που θα κάτσει.
Με τη λάμπα του πετρελαίου, όντε ν’ έχει φτύλι, κάθετε στη μπαρασιά και ξεμαργώνει το γέρικο κορμί ντου, σάμε να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα, να πχιάσει πάλι τα σοκάκια πόρτα, πόρτα, μπας και φιλοτιμηθεί κιανείς και του δώσει ένα κομμάτι ψωμί κι ένα τζίγαρο να καπνίσει.
Ετοσές ο άθρωπος, εκατάφερε όμως να αποδράσει, από τη Σπιναλόγκα των αθρώπω, γιατί στα λάθη τση ζωής, έρχεται κιαμνιά φορά και ποστραβώνεται η μοίρα.
Άργησε μα ήρθενε μνιαν άσπρη μέρα επιτέλους.
Το σπιτάκι ντου, τα δυο καμεράκια, ήρθενε ένας απού τη χώρα και γόρασε το διπλανό σπίτι.
Δε ντου βόλεβγε να χει τσι γερόντους του μαζί κι εγύρευγε τόπο να τσι βολέψει.
Ετούτηνα η γωνιά του Γιώργη, ήτονε λουκούμι και στη πόρτα ντου.
Σαν είδενε τη κατάστασή ντου, επήρε πληροφορίες από τσι γειτόνους και δεν άργησε να πάρει την απόφαση να πάει να του μιλήσει.
Πρωί, πρωί του χτυπά τη (μ)πόρτα.
Ανοίγει το πανωπόρτι ο Γιώργης και ξανοίγει τον άγνωστο.
-Ίντα θες και μου χτυπάς;
-Καλημέρα κύρ’ Γιώργη, μπορώ να περάσω να μιλήσουμε;
Ξεμανταλώνει και του ανοίγει να περάσει μέσα.
-Πχιός είσαι; Δεν είσαι από παέ χωργιανός και δε σ’ έχω ξαναθορώντας…!
-Ναι γειτόνοι είμαστε, αλλά δεν έτυχε να παντήξομε, γιατί δεν έχω μετακομίσει ολότελα ακόμη!
Σάϊκα καλός άθρωπος, δεν τον εκμεταλεύτηκε.
Με χαρθιά και δικηγόρους, εκάμανε τη συμφωνία όπως έπρεπε, για να μη γκοπχιάσει κιανείς, άκρα συγγενής και του γυρέψει το γιάιντας το καμε.
Του πρόσφερε στέγη με το ζεστό φαγάκι ντου και τον έχει παρέα με τσι γονεούς του, να μη ζει αμοναχός του.
Ήκοψε και τη γενιάδα και ξεφέξανε οι μπέτες του και με τα καθαρά ρούχα ενείκεψε ο Γιώργης.
Εδά βαστά και το μπακέτο τα τσιγάρα και κάθα που το βγάνει να καπνίσει, κερνά κιόλας.
Επήρε και το περβολάκι με το πηγαίδι οπίσω από τσι καλοθελητάδες και το νε θωρείς με τον άλλο γεροντή να βαστούνε τα σκαπέθια να σέρνουνε αυλακές, να φυτεύγουνε ζαρζαβατικά.
Εδά κάνει και τσι βόλτες του στη χώρα, για τσι εξετάσεις στο γιατρό και πίνει και το φραπεδάκι ντου στο μεϊντάνι και οι καφετζήδες στο χωργιό, αλλάξανε συμπεριφορά.
Καθαργά στο σπίτι, με τον άλλο γεροντή, παίζουνε τη κολιτσίνα και τσι πόρτες στο τάβλι.
Ας μη γατέχει να μετρά, δε πειράζει χάνει, κερδίζει, σε τούτονε το παιχνίδι, ωφελημένος είναι, γιατί εβρήκενε τη ζεστασά τση ψυχής, με δυο αθρώπους παρέα, καθημερνή και σκόλη.
Η πόρτα τση Σπιναλόγκας του, εσφάλιξε μνια και καλή.
Κάθε που βραδιάζει, ας μη γατέχει ίντα ωρά νε, το ρολόι του χρόνου θα γυρίζει για να καταγράφει μέρες και νύχτες όμορφες, σαν την αμάλαγη ψυχή του Γιώργη…
8/10/22
Αντώνης Κουκλινός