Η λιγοψυχιά | του Αντώνη Κουκλινού
Τη μαχαίρα εκόνιζε και επελέκανε το τζιγκελωτό ξύλο απού θα κρεμάσει το χοίρο στο μεσοδόκι…
Με δυο νομάτους θα το νε μπουζάσουνε και με το μαχαίρι θα του κόψει το τζάρουκα.
Τούτη να τη δουλειά τη κάνει κάθα χρόνο, μα οφέτος είναι πλιά λιγόψυχος.
Δε ν’ έχει κι άδικο…
Ύστερα από χρόνια θα μονιάσουνε ούλοι στο σπίτι…
Εφτά εγγόνια και ούλα μαζί μνια μπαργαλιά με τσι γονέους τως, έρχουνται με το καράβι την ταχινή.
Σκιας εφτά μήνες εδά μπλιό τσ’ ανημένει πως θα νά ’ρθουνε…
Μεγάλο χοίρο ανέθρεψε οφέτος για να τσι φτάξει…
Λουκάνικα, απάκι, ομαθιές, τσιλαδιά, τσιγαρίδες και σίγλινα στη κουρούπα.
Η κερά ντου είναι καλή νοικοκερά και τα σολαλεί ούλα ετούτανά μνια ζωή.
Έβγαλε από τη γ-κασέλα τα στρωσίδια τζη και τσι φαντές πατανίες με τα γιοργάνια και αστραφταλίζου ντα κρεβάθια.
Στσι καθέκλες ήβαλε τα μαξελαράκια και στη (μ)πχιατοθήκη τα καλά πχιάτα με τα ποτήργια.
Εζύμωσε ψωμί και έσασε και Χριστόψωμα…
Επετύχανε και οι κουραμπγιέδες με τα μελομακάρουνα και είναι πεσίχαρη.
Εποσάστηκενε και του λόγου τζη και ήλουσε τα μακρά μαλλιά τζη και τάκαμε πλεξούδα και τως έβαλε το φιλέ με τα πχιαστράκια και ήστραψενε η μούρη τζη.
Επομαζώξανξε τσ’ ελιές με την ώρα ντως και εγέμισανε λάδια τα πυθάργια.
Το κρασί εβγήκενε καλό οφέτος και η ρακή σωστή στα γράδα τζη και είναι ότι πρέπει.
Στο χωργιό έχουνε απ’ ούλα…
Δε ντο σε ξελείπει πράμα… το αυγό σου, την όρνιθα, το κουνελάκι σου, το φρέσκο γάλα τση αίγας και το τυροζούλι στη τάβλα να ποξεραίνεται.
Τω (γ)κοπελιώ έχει απ’ ούλα τα γλισολοΐδια… σταφίδες, αμύγδαλα, καρύδια, κουνάλια και ψημένα αστραγάλια με δικά ντως ροβύθια.
Εορτές τση ψυχής έρχουνται και τση αγκαλιάς…
Στου κάθε αθρώπου τα σόψυχα ο ίδιος Χριστός θα γεννηθεί…
Δε θωρεί την ώρα, απού θα ξεπροβάλλουνε τα κοπέλια να γεμίσει η αυλή χαρές και γέλια….
Απίς θα ποσαστούνε ένα πράμα θέλει…
Να μη βρέχει και να πάρει ούλα τα εγγόνια να βολτάρει στο χωργιό και να κορδώνεται απού χει ετσά μαξούλι…
Άχτι το ’χει ετούτονά το πράμα…
Να καμαρώσουνε οι χωργιανοί την ομορφάδα τση ζωής του… τα παιδιά τω παιδιώ ντου….
Να ξεβαρεθεί τσι χαιρετούρες και τσι ευκές των αθρώπω, για τα παιδόγκονά ντου.
Μπάρε μου ταχιά να ζει κοντώ για να το ξαναζήσει;
Όση ώρα ’κονίζει το μαχαίρι ο νους του θα ’χει καωμένους σκιάς δέκα γύρους το χωργιό.
Χαμπάρι το νε πήρε από το παρακούζινο η κερά ντου πως ταξιδεύγει πάλι ο νους του και πορίζει όξω στην αυλή…
-Πού ταξιδεύγεις πάλι και σε θωρώ να ’χεις ποφαωμένο να τρίβγεις απάνω στο ακόνι, το μαχαίρι;
-Παραίτησέ το δα μπλιό, μα κόβγει…
-Αν ήκοβγε το μαχαίρι ωσά και το μνυαλό μου δε θελα χρειάζεται το ακόνι γυναίκα…
-Τα κοπέλια μας σκέφτομαι εδά και μέρες απου θα ’ρθουνε και δε προκάνω… λιγοψυχώ να βραδιάσει να τα ιδώ τη ταχινή να ξεπροβάλουνε…
-Έτσά τα ίδια σου είμαι και του λόγου μου… δε πάω πίσω.
Εμπήκενε μέσα και βάνει μπροστά ντου να ξαναγυαλίζει τα στιβάνια ντου.
Θέλει να τονε ιδούνε τα κοπέλια ντυμένο, γυαλισμένο τση μπενιάς, απού τη γ-κορφή ως τα νύχια…
Φουντούλης και καλοστεκούμενος λεβεντόγερος.
Εποσαστήκανε από βραδύς και τη ταχινή αξημέρωτα εντύθηκε, εκαλικώθηκε, ήσαξε καφέ και τσ’ ανημένει να φανούνε…
Παναγία μου χαρές… Παναγία μου αγκαλιές… ούλα τα εγγόνια αγλακούνε απάνω ντου.
Δε χορταίνεται ετουτηνά η εσμιγιά…
Τροζαίνεται να γροικά παππού, από τα πλια μικιά, μα και η γιαγιά εσοκουζουλάθηκε…
-Κάτσετε να σας εκαμαρώσω για δε χορταίνουνε τα μάθια μου!
-Ετσά χαρές είχανε να παντήξουνε καιρούς και ζαμάνια στο σπίτι.
-Θωρείς γυναίκα κοπέλια… θωρείς εγγόνια! σάλευγε εδά να μαγεροτσικαλιάζεις και στρώνε ξέστρωνε τραπέζα και κρεβάθια!!!
-Δε με γνοιάζει εδά που ήρθα ντα κοπέλια μας εγώ εσονεΐκεψα και δε (γ)κουράζομαι!!!
Ούλα τα πλούτη του κόζμου επαντήξανε μαζωμένα σε τούτο να το σπίτι.
Η Χριστουγεννιάτικη μυρωδιά του χωργιού, τα κάλαντα και τα χαμόγελα εσκόρπισε τη χαρά σε μικιούς και μεγάλους.
Καμαρωτός και κοτσονάτος επορπάθιε τα σοκάκια με τα εγγόνια και επλημμύριζε η ψυχή ντου ευχαρίστηση.
Η κερά ντου ακούραστη να τρέχει από τη ταχινή σάμε τα μεσάνυχτα, να τσι ποσάζει…
Ίντα άλλο θέλει ο άθρωπος;
Αγάπη και μονιαζμένη την οικογένεια…, ούλοι μαζί σ’ ένα τραπέζι να γιορτάζουνε τσι σκολάδες, μα και φτωχικά στρωμένο νάναι η αγάπη δεν του ξελείπει….
Η αγάπη και μ’ ένα σταμνί νερό φαίνεται…
Αντώνης Κουκλινός