Ευτυχώς, που άστραψε! (Χρονογράφημα) | της Άννας Τακάκη
Μόνο ένα φως ήφεγγε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα στο χωριό. Ήτανε το φως του λουξ στο ραφτάδικο του μπάρμπα –Λευτέρη. Ο ηλεκτρισμός άργειε πολύ να ρθει ακόμη στην περιοχή. Και όποιος είχε λουξ, είχε πολυτέλεια στο φως. Τα σπίτια τότε φωτίζονταν με λυχνάρια και οι πιο ευκατάστατοι, ας πούμε, είχαν λάμπες πετρελαίου. Ως επί το πλείστον οι επαγγελματίες είχαν τα λουξ με λάμπες αμιάντου.
Με το λουξ λοιπόν κάνανε νυχτέρι τα τσιράκια που μαθαίναναν την τέχνη του ράφτη. Κοντοσιμώνανε οι γιορτές των Χριστουγέννων κι έπρεπε να τελέψουνε τα κουστούμια και τα παντελόνια που είχανε παραγγείλει οι πελάτες.
Ολονύχτιο τρυποβελόνι, να τρυπά κι ο βοράς από την άλλη, να τρυπά ως τα κόκκαλα! Ένα κακομάγκαλο είχανε στο ραφτάδικο κι αυτό σβηστό! Πού να γυρεύγουνε ολοένα κάρβουνα;
Ήτανε κι ο πατέρας μου ένα από τα τσιράκια του μπάρμπα – Λευτέρη. Εκειδά τον ήπεψε ο κύρης του, κοπέλι ακόμη, να μάθει την τέχνη του φραγκοράφτη. Οχτώ κοπέλια είχε κι η περιουσία λίγη. Τίνος να τηνε πρωτοδώσει; Όχι, δεν ήθελε να τονε κάμει βοσκάκι, όπως ήτονε του λόγου του, αλλά ήθελε να μάθει μια τέχνη, να βγάνει το μεροκάματό του πλια εύκολα. «Μάθε τέχνη κι άστηνε»… που λένε. Με το που βγήκε από το σκολειό, δωδεκάχρονο κοπέλι, τον ήπεψε, στο ραφτάδικο του αδερφού του. Πολλή δουλειά, και το χειμώνα πλια σκληρή με την κρυγιάδα και τη στέρηση των χρόνων εκείνων. Χωρίς μεροκάματο κι μ’ ένα ξερό ψωμοτύρι που βαστούσε από το σπίτι του ήβγανε το έρμο κοπέλι το μερόνυχτο. Παπούτσι δεν είχε βαρμένο ακόμη. Δύσκολα χρόνια μετά την κατοχή. Σαν τελέψανε, λοιπόν, το νυχτέρι, περασμένα μεσάνυχτα, εκίνησε ο πατέρας μου να πάει στο σπίτι. Εφύγανε και τ’ άλλα κοπέλια για τα σπίτια ντως, μα εκείνα εμένανε κοντά στη γειτονιά. Το πατρικό του πατέρα μου δεν ήτανε κοντά στο ραφτάδικο κι ήπρεπε να διανύσει κάποια απόσταση. Κι ουδέ φακό είχε μήδε φανάρι. Πήγαινε λοιπόν συντινούς του, δίχως να θωρεί, γιατί από συνήθεια εκάτεχε να παίρνει τον ίσο δρόμο και μετά ήπρεπε να στρίψει. Χειμώνας καιρός, να τσιρίζει ο βοράς κι ένα πίσσα μαύρο σκοτίδι μπροστά στα μάτια του. Τα πυκνά γκριζόμαυρα ανέφαλα είχανε σκεπάσει τ’ άστρα, που μια αναλαμπή τέλος πάντων θ’ αφήνανε για να διαντηρίζει να πηγαίνει το δρόμο του. Πήγαινε λοιπόν το κοπέλι κατά πως κάτεχε μέσα στο σκοτίδι μα στην πορεία ήστριψε λάθος και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα τοίχο. Από κει και πέρα, λέει, ας πηγαίνω πασπατεύγοντας και θα βρω το σπίτι. Ό,τι δε βλέπουν τα μάτια θα το βρίσκουν τα χέρια, σκέφτεται
Απλώνει, λοιπόν, τα χέρια του αλλά βρίσκει παντού τοίχους. Δεξά, ζερβά, πάνω, κάτω σκοντάφτει. Πού μπήκε, που’ ναι ο δρόμος; Ώσπου ήρχισε να τα χάνει και να τρέμει. Το πυκνό σκοτίδι τον εφόβιζε ακόμη πλια πολύ. Κι ύστερα χάνει την αίστηση του χώρου και του χρόνου. Δεν εκάτεχε πού βρισκότανε. Κι εκίνησε να παγώνει από φόβο κι από κρύο! Χειμώνας καιρός. Κρύος Δεκέμβρης κι ερημιά, νύχτα μεσάνυχτα. Κάποιες βροντές ταράξανε τη βαθιά ερημιά του. Κι ύστερα μια αστραπή… κι ύστερα άλλη αστραπή, κι άλλη! Φως! Ένα φως επιτέλους στο μαύρο σκοτίδι. Ευτυχώς που άστραψε! Κι είδε μέσα στην αναλαμπή πού βρισκόντανε, κι ανέπηρε η ψυχή του κοπελιού, συνήφερε το κορμί του και βρήκε πάλι το γνώριμο δρόμο.
Ώσπου να μπει στο σπίτι ξέσπασε η μπόρα. Ευτυχώς που άστραψε!
Άννα Τακάκη
Από τη βιωματική ζωή του αείμνηστου πατέρα μου Γ. Τακάκη, όπως μου την διηγήθηκε.
[Η εικόνα που συνοδεύει το χρονογράφημα είναι ο πίνακας του Ολλανδού ζωγράφου Κουϊράιν φαν Μπρεκέλενκαμ (Quiringh van Brekelenkam, 1622-1668) 80Χ60 εκ., με τίτλο Interior of a Tailor’s Shop, λάδι σε καμβά, 1653]
Άννα Τακάκη