Άγια δικαιοσύνη | της Έρης Ρίτσου
Η δολοφονία του Μηνά βύθισε τη Μαρία σ’ ένα πένθος σκοτεινό, μαύρο, ανήλιαγο, στην κυριολεξία. Κλείστηκε στο σπίτι, σφράγισε τα παντζούρια, τράβηξε τις κουρτίνες και θρηνούσε στο σκοτάδι την απώλεια του συντρόφου της.
Όταν το πρώτο κύμα πόνου καταλάγιασε, άρχισε να φουντώνει η οργή της. Ποιο ανθρωπόμορφο τέρας θέλησε τον θάνατο ενός αγγέλου που κακό δεν είχε κάνει στη ζωή του ποτέ σε κανέναν; Θυμήθηκε τα μάτια του Μηνά να την κοιτάζουν με αγάπη και έβαλε τα κλάματα. «Θα σε βρω, αχρείε. Ο κόσμος να χαλάσει θα σε βρω.»
Κρατώντας ένα χαρτί άνοιξε την πόρτα και βγήκε αποφασιστικά απ΄το σπίτι.
Στον κήπο είχε βρει ένα χαρτί περιτυλίγματος του κρεοπώλη με κολλημένη πάνω του την ετικέτα με την ημερομηνία αγοράς. Μ’ αυτό το χαρτί πήγε στο κρεοπωλείο.
-Πού να θυμάμαι κυρία Μαρία ποιος το αγόρασε; Έχουν περάσει τόσες μέρες.
-Μα κοίταξέ το. Τόσο μικρή ποσότητα! Ποιος αγοράζει 250 γραμμάρια κιμά;
-Αχ κυρία Μαρία, στις μέρες μας δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο αυτό. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Λυπάμαι πολύ για το σκυλάκι σου.
Το σκυλάκι της. Ο Μηνάς της. Τον είχε βρει μωρό πεταμένο στον σκουπιδοτενεκέ και τον μάζεψε απορώντας ποιο κτήνος θέλησε να κάνει το σκουπιδιάρικο κομμάτια το δόλιο αυτό μωρό. Δεν είχε ποτέ της ζώα όμως αυτό το μωρό ήταν ένα μήνυμα χαράς στη ζωή της γι αυτό και τον έβγαλε Μηνά. Έγινε ο σύντροφός της, ο φίλος της, το παιδί που δεν είχε.
Γυρνώντας απ΄τον κρεοπώλη πήγε δίπλα στης Έλλης, που τόσες μέρες της χτυπούσε την πόρτα και κείνη δεν άνοιγε μόνο φώναζε μέσα απ΄το σπίτι. «Καλά είμαι. Μην ανησυχείς.». Με την Έλλη ήταν φίλες απ’ τα παιδικά τους χρόνια και μεταξύ τους αντάλλασσαν τους καημούς τους τώρα στα γεράματα. Σε κείνη λοιπόν πήγε να πει τις υποψίες της για τον πιθανό δολοφόνο του Μηνά.
Μεμφόταν τον εαυτό της που δεν είχε πάει αμέσως. Αν αντί να κλειστεί στο σπίτι είχε πάει κατ’ ευθείαν στο κρεοπωλείο, εκείνος δεν θα μπορούσε να της πει πως δεν θυμόταν τον αγοραστή. Γιατί η Μαρία ήταν σίγουρη πως και τώρα θυμόταν, απλώς δεν ήθελε να πει για να μην μπλέξει και πια είχε δικαιολογία.
-Μα και να σου έλεγε, πώς θα μπορούσες να το αποδείξεις; Όποιος το αγόρασε μπορεί να ισχυριζόταν πως ο αέρας πήρε το χαρτί και το’ριξε στον κήπο σου.
-Τι λες βρε Έλλη; Ποιος αέρας;
-Δεν είναι απίθανο. Πολλοί πετάνε τα σκουπίδια σε ανοιχτές σακούλες ή χύμα και όταν αδειάζουν τον κάδο στο απορριμματοφόρο ο αέρας παίρνει πολλά χαρτιά. Ο κάδος είναι έξω απ το σπίτι σου.
Με την κουβέντα δεν έβγαζαν άκρη. Η Μαρία ήταν σίγουρη πως δολοφόνος ήταν η στρυφνή γειτόνισσά της η Αναστασία. Ήταν η μόνη που διαμαρτυρόταν για την ύπαρξη του Μηνά, διότι, άκουσον, άκουσον, το σκυλί γάβγιζε.
-Ενοχλεί το σκυλί Μαρία. Γαβγίζει.
-Και τι ήθελες να κάνει Αναστασία; Σκυλί είναι. Δεν ξέρει αγγλικά. Το γάγβισμα είναι η γλώσσα του. Και συ ενοχλείς που όλη μέρα στη βεράντα σου ωρύεσαι στο κινητό αλλά δεν σου έχω πει ποτέ μου τίποτα.
Αυτόν τον διάλογο πριν από μερικές βδομάδες είχε στο μυαλό της η Μαρία και το γεγονός πως μετά απ’ αυτό η Αναστασία δεν της είχε ξαναπεί καλημέρα, της έδινε τη βεβαιότητα πως αυτή δολοφόνησε τον Μηνά.
-Όχι καλέ Μαρία, εντάξει μπορεί να είναι λίγο στριμμένη αλλά είναι αξιοπρεπής και καλή χριστιανή. Εγώ τη βλέπω κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
-Μμμμ, αν όσοι πάνε στην εκκλησία είναι και καλοί χριστιανοί, ο κόσμος θα ήταν Παράδεισος.
Δυο μέρες μετά η Μαρία εμφανίστηκε στην πόρτα της Έλλης κρατώντας ένα πιάτο.
-Τι είναι αυτό Μαρία;
-Φανουρόπιτα.
-Τι έχασες;
-Έχασα την αγάπη μου και ζητώ από τον Άγιο να μου φανερώσει τον δολοφόνο.
-Είσαι καλά; Τι είναι αυτά που λες; Τι είναι ο δολοφόνος, πράγμα, να στο φανερώσει ο Άγιος; Ανησυχώ για σένα Μαρία….
Την επομένη η κόρη της βρήκε την Αναστασία νεκρή στο κρεβάτι της. Ανακοπή καρδιάς, είπαν.
Η Μαρία ξέθαψε απ’ τη ντουλάπα το λουλουδένιο φουστάνι της, το φόρεσε και με μια αγκαλιά τριαντάφυλλα πήγε στη γωνιά του κήπου και τα απόθεσε εκεί όπου είχε θάψει τον Μηνά. «Μηνά μου ο Άγιος έκανε το θαύμα του. Η δολοφόνος φανερώθηκε και τιμωρήθηκε. Κοιμήσου ήσυχα αγάπη μου. Είναι τόσο ωραία μέρα σήμερα. Πάω να βάλω το μαγιώ μου και πάω στη θάλασσα. Θα κολυμπήσω και για σένα πουλάκι μου, που τόσο πολύ σου άρεσε.»
Έρη Ρίτσου
Έρη Ρίτσου
Γεννήθηκε στη Σάμο, το 1955. Αντλεί την καταγωγή της από την Μονεμβασιά, Γύθειο και τη Σάμο. Ο πατέρας της είναι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Η μητέρα της υπήρξε ιατρός με σημαντική προσφορά στην κοινωνία της Σάμου. Μεγαλώνοντας στη Σάμο, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της εκεί, και στη συνέχεια με δίψα για μάθηση, σπούδασε γαλλική και αγγλική φιλολογία στο Paris III. Απέκτησε το πτυχίο της αγγλικής λογοτεχνίας στο University of Birmingham. Με εφόδια για τη ζωή και με μια παιδεία αξιόλογη, εργάστηκε από το 1985 έως το 2010 στην Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας στον Τομέα Διεθνών Σχέσεων. Είναι η συγγραφέας των βιβλίων: «Γιατρός επαρχίας», Διηγήματα, Κέδρος 2004, «Μυστικά και αποκαλύψεις», Μυθιστόρημα, Κέδρος 2006, «Οι τρεις βασιλοπούλες» Παιδική λογοτεχνία, Κέδρος 2001, «Η καλή μεγάλη καφετιά αρκούδα βρήκε την ευτυχία», Κέδρος 2002, «Η μικρή καμηλοπάρδαλη που δεν έτρωγε το φαγητό της», Κεδρος 2010, «Η μαύρη πεταλούδα», Κέδρος 2015, «Ο νεκρός δολοφονήθηκε», Κέδρος 2016, «Μπαλού, Γκαλού, Νταλού», Κέδρος 2016, «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά», Κέδρος 2017, «Η υπόσχεση του παιδιού», Κέδρος 2022.