Χριστουγεννιάτικα | του Τάσου Αυγερινού
Χριστούγεννα
Ξημέρωσαν
Χριστούγεννα
μα εγώ γιορτή
δεν κάνω,
ογδόντα «ευρώ»
μου ζήταγαν
για ν’ αγοράσω
διάνο
και άλλα τόσα
οι αισχροί
για μελομακαρόνια
κι άντε να πάρω
τίποτε,
που ‘μαι ταπί
από χρόνια.
* * *
Ήρθαν λοιπόν
Χριστούγεννα ,
χωρίς γλυκά
και γάλο,
γι’ αυτό κι εγώ
αποφάσισα,
παιδιά,
να τ’… αναβάλλω,
θα τα γιορτάσω
αργότερα,
κάποια χρονιά,
βρε, άλλη,
σαν θα ‘ρθουν
άλλες εποχές
απ’ του λαού
την πάλη!
25/12/202
Ο οίστρος
Γιατί ξανάρθες;
Με συγχωρείς,
μ’ αγύριστο
είσαι, Χριστέ,
κεφάλι,
αφού ξανά
γεννήθηκες
κι ήρθες στον κόσμο
πάλι,
που ξέρεις
πως σκληρότερος
είναι,
κι από τ’ ατσάλι!
Με συγχωρείς,
μα έσφαλες
που ήρθες πάλι
κάτω,
γιατί ξανά εδώ
θα βρεις
το Γιούδα,
τον Πιλάτο
και τους «Ρωμαίους»
σταυρωτές,
τον Κλίντον
και το ΝΑΤΟ!
25 Δεκέμβρη 1999
Ο οίστρος
Τραγικά Χριστούγεννα
Γλίτωσε απ’ τους Τσέτες την τελευταία στιγμή και έφτασε το ’22 στην Ελλάδα, κουβαλώντας μέσα στα μεγάλα καστανά μάτια της τον τρόμο και στη λιγνή αγκαλιά της το παιδί της, τον Πάνο, που ήταν τότε μόλις έξι μηνών. Πίσω, εκεί στη γη της Ιωνίας, είχαν μείνει οι αναμνήσεις της μέχρι τώρα ζωής της και το μνήμα του άντρα της, του Κωνσταντή, που είχε πνιγεί στα μπουγάζια της Σμύρνης, πέντε μήνες μετά το γάμο τους.
Αυτή ήταν η μικρή ιστορία της Κατίνας, που μαζί με άλλους ξεριζωμένους ήρθε να εγκατασταθεί στον προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου, σε μια μονοκάμαρα με κουζίνα, για να αναστήσει εκεί το μικρό Πάνο, πότε δουλεύοντας στις καπναποθήκες και πότε κάνοντας την παραδουλεύτρα στα πλουσιόσπιτα της πόλης.
Η ζωή κυλούσε για τη γυναίκα γεμάτη στερήσεις και βάσανα και όταν κάποτε μεγάλωσε ο Πάνος της και είπε να γελάσει λίγο και το δικό της χείλι, ήρθαν νέες συμφορές: Ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα.
Ήταν λοιπόν παραμονές Χριστουγέννων του 1943. Είχαν περάσει οι μαύροι χειμώνες της μεγάλης πείνας που είχε θερίσει κόσμο και κοσμάκη και μια ελπίδα τρεμόπαιζε στις καρδιές όλων για το τέλος του ναζισμού. Η ελπίδα αυτή είχε εντείνει και την πάλη του λαού κατά των κατακτητών. Και ο Πάνος, παλικάρι πλέον είκοσι χρόνων, είχε δηλώσει και αυτός «παρών» στο μεγάλο πατριωτικό αγώνα.
Οι συνεργάτες όμως των κατακτητών, «χίτες», «ραλλικοί» και άλλα αποβράσματα, είχαν βάλει στο μάτι το μοναχοπαίδι της Κατίνας. Και καθώς σουρούπωνε, την παραμονή των Χριστουγέννων του ’43, το πυροβόλησαν και το σκότωσαν, εκεί μπροστά στο σπίτι του. Η μάνα άκουσε τους πυροβολισμούς και πετάχτηκε έντρομη έξω. Κι όταν είδε το γιο της να ξεψυχάει, έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή και έχασε τον κόσμο από μπροστά της. Μέρες αργότερα συνήλθε βέβαια από το σοκ, αλλά ποτέ δεν επανήλθε στον κόσμο της πραγματικότητας. Τα λογικά της είχαν σαλέψει για πάντα…
Έτσι αλλοπαρμένη γνωρίσαμε την κυρα-Κατίνα εμείς τα παιδιά του συνοικισμού στις αρχές του ’50. Ηταν μόνιμα κλεισμένη στο φτωχόσπιτό της και όλο παραληρούσε. Οταν πλησίαζαν όμως οι γιορτές, σταματούσε τους ακατάληπτους μονολόγους της, έπαιρνε ζωή και άρχιζε να σκουπίζει και να συγυρίζει το σπίτι της σαν να περίμενε κάποιος να έρθει αυτές τις μέρες. Την παραμονή μάλιστα των Χριστουγέννων έστρωνε το καλό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι, τοποθετούσε και δυο πιάτα πάνω κι έπειτα όλο έβγαινε απ’ την πόρτα και έριχνε ματιές έξω γι’ αυτόν που περίμενε προφανώς.
Το πρωί της παραμονής, εμείς τα παιδιά της γειτονιάς παίρναμε σβάρνα τα σπίτια για να πούμε τα κάλαντα, αλλά στο σπίτι της κυρα- Κατίνας δεν πλησιάζαμε. Ισως φοβόμασταν λίγο τη σαλεμένη γυναίκα, ίσως λογαριάζαμε πως δεν είχε και τίποτε σπουδαίο να μας φιλέψει και προσπερνούσαμε το φτωχικό της. Μόνον κάτι άλλα παιδιά από άλλες γειτονιές που δεν την ήξεραν χτυπούσαν και τη δική της πόρτα για να ψάλουν το «Καλήν ημέραν…». Και αυτή δεχόταν καλόκαρδα τους μικρούς ψαλμωδούς, αλλά ζητούσε από αυτούς να περάσουν το απόγευμα, σαν θα σουρούπωνε, να τραγουδήσουν. «Τότε να ‘ρθείτε, παιδιά – έλεγε. Τότε που θα έχει γυρίσει και ο Πάνος μου απ’ έξω. Να σας ακούσει κι αυτός και να χαρεί η ψυχούλα του»!
24/12/2002
Τάσος Αυγερινός
[Το εικαστικό είναι έργο του Τάκη Βαρελά. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή για εμπορικούς λόγους.]
Ο Τάσος Αυγερινός γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία του Βόλου. Όταν αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο της πόλης, έφυγε από τη γενέτειρά του και ήρθε στην Αθήνα όπου σπούδασε στην «Πάντειο». Παράλληλα, όμως, με τις σπουδές του άρχισε να ασχολείται και με τη δημοσιογραφία. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1965 εργαζόμενος στον «Νέο Ανένδοτο». Στη συνέχεια εργάστηκε στον «Εθνικό Κήρυκα», στα «Σημερινά», στην «Ακρόπολη» έως το κλείσιμο της εφημερίδας και από το 1974 έως και τη συνταξιοδότησή του στον «Ριζοσπάστη», απασχολούμενος στο ελεύθερο και το δικαστικό ρεπορτάζ. Στον «Ριζοσπάστη» διατηρούσε για πολλά χρόνια και στήλη χρονογραφήματος.
Έργα του που έχουν εκδοθεί: «Η Μεγάλη Νύχτα», «Η Δεύτερη Άνοιξη», «Το Καραβάνι των Γυμνών», «Πικρό Αντίδωρο», «Δυτική Λεωφόρος», καθώς και την αφηγηματική μελέτη «Με τα πανιά και τα κουπιά».
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 66 ετών το 2010.