Ήτανε λέει | του Γιώργου Χουρμουζιάδη
Χριστουγεννιάτικο απομεσήμερο. Πήρα ένα βιβλίο και κάθισα δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Ένας χειμωνιάτικος, ζεστός ήλιος περνούσε μέσα από τις κουρτίνες και πυρπολούσε τις σελίδες του βιβλίου μου. Έτσι με πήρε ο ύπνος. Κουρασμένος, πάντως, δεν ήμουνα. Ούτε μου έλειπε ύπνος. Φαίνεται όμως πως τα τελευταία χρόνια αυτό που μου λείπει βασανιστικά είναι το «όνειρο». Γι’ αυτό και πολύ συχνά πιάνω τον εαυτό μου να νοσταλγεί τα ιλαρά χρόνια των ονείρων. Τότε, δηλαδή, που η ζωή μου χωριζόταν σε δυο κομμάτια. Το ένα ήτανε το κομμάτι που ζούσα και πονούσα. Πονούσα να βλέπω τη μάνα μου με το βελόνι και τον πατέρα με την τενεκεδένια σέσουλα. Κεντήστρα η κυρά Αναστασία, φτωχομπακαλάκος ο κυρ-Χαράλαμπος. Πονούσα κι από πάνω για τους «απόντες» της γειτονιάς, που άφηναν ξαφνικά το μισοκομμένο καρπούζι στο ξύλινο τραπέζι της αυλής και χάνονταν στη γωνία του δρόμου με ένα μικρό μπόγο στον ώμο και το χωροφύλακα στο πλευρό. Και στα κρυφά πονούσα και για τη Χρυσαυγή που δε με ήθελε, γιατί ήμουνα φτωχός, κι όλο χανότανε εκείνη στην παραλία ντυμένη με το βυσσινί, βελουδένιο της φόρεμα, δώρο της θείας της Πελαγίας, αντάρτισσας του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Να τη φωτογραφίζει πότε ο Μελετζής και πότε ο Τλούπας και ύστερα να καμαρώνει μέσα από την ξύλινη κορνίζα με την καρδιά της τρυπημένη από το διαολεμένο το βλήμα μιας εγγλέζικης νάρκης. Τα χρόνια ήταν πέτρινα όμως κι ούτε που έφτανε μια θεία πεθαμένη και αντάρτισσα. Κι έτσι η Χρυσαυγή πήρε το δρόμο της νύχτας και μόνο όταν την παίρνανε για συντροφιά οι Εγγλέζοι του στόλου, θυμότανε και την Πελαγία.
Και το δεύτερο κομμάτι της ζωής μου ήτανε αυτό που ερχότανε μόνο στο όνειρό μου. Ήτανε, λέει, σ’ αυτό το βαθύ όνειρό μου ένας μεγάλος δρόμος, φαρδύς και στρωμένος με άσπρα μάρμαρα. Από τη μια και από την άλλη πλευρά σπίτια βαμμένα άσπρα και μπροστά στα σπίτια ψηλές ακακίες γεμάτες με άσπρα λουλούδια που τα κόβαμε εμείς οι μικροί, γιατί οι μεγάλοι έλειπαν στην εξορία, και ρουφούσαμε το μέλι που έβγαινε μέσα από την κίτρινη γύρη τους. Και ύστερα καθόμασταν με τη σειρά μπροστά στις τριανταφυλλιές της κυρά Ζωής και τραγουδούσαμε. Αυτός ο δρόμος, λέει, δεν οδηγούσε πουθενά. Χανότανε μέσα σε ένα κόκκινο σύννεφο και κει έπιανε φωτιά. Καιγότανε τα σπίτια, οι ακακίες, τα άσπρα λουλούδια. Έτσι και μεις μην έχοντας να ρουφήξουμε μέλι από τις ακακίες του μεγάλου δρόμου σταματούσαμε το τραγούδι και μέναμε αμίλητοι μπροστά στις πυρπολημένες τριανταφυλλιές της κυρά Ζωής.
Τώρα πού τέτοια «πράματα». Η ζωή δεν κόβεται σε δυο κομμάτια. Θρυμματίζεται η πουτάνα. Και άντε να μαζέψεις τα κομμάτια της, του πόνου και του ονείρου. Και άντε να βρεις τη μάνα σου την κεντήστρα και τον πατέρα σου το φτωχομπακαλάκο. Και άντε να βρεις την Πελαγία την αντάρτισσα και τη Χρυσαυγή με το βυσσινί, βελουδένιο φόρεμα. Στέρεψαν οι μεγάλοι δρόμοι πια. Οι ακακίες δε βγάζουν λουλούδια, και τα παιδιά δεν τραγουδάνε μπροστά στις τριανταφυλλιές. Γι’ αυτό κι εγώ μέσα στον ύπνο του χριστουγεννιάτικου απομεσήμερου ήμουνα ευτυχής. Είδα και ένα όνειρο, όπως παλιά.
Ήτανε, λέει, ένας μεγάλος δρόμος, με όμορφα σπίτια δεξιά και αριστερά και ανθισμένες ακακίες μπροστά στα σπίτια. Και μεις οι μικροί, λέει, κόβαμε λουλούδια από τις ακακίες και ρουφούσαμε το μέλι τους. Όχι γιατί δεν υπήρχαν και οι μεγάλοι. Υπήρχαν κι αυτοί, μα είχαν πάρει το μεγάλο δρόμο και τραβούσαν κατά το κόκκινο σύννεφο. Που τώρα δεν ήτανε φωτιά, μα ήτανε αγανάκτηση και κόκκινες φωνές. Ήτανε απειλές και τραγούδια γεμάτα από το μέλι της ακακίας. Και μέσα στις αυλές, πίσω από τα άσπρα σπίτια του μεγάλου δρόμου το μισοκομμένο καρπούζι να μοσκοβολάει και να σκορπίζει ζάχαρη και γλυκιά μυρωδιά. Και όσο το κόκκινο σύννεφο μεγάλωνε στο βάθος του δρόμου και χάνονταν μέσα σ’ αυτό οι λαοί του κόσμου, τόσο το καρπούζι μοσκοβολούσε πιο πολύ και η ζάχαρη περίσσευε. Ήτανε, λέει, που νικήσαμε, γι’ αυτό!
31/12/2000
Γιώργος Χ. Χουρμουζιάδης
Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι χαλκογραφία του εικαστικού καλλιτέχνη Γιώργου Σταθόπολου (1944 – ),
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης (1932-2013), ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1932, όπου και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Διακρίθηκε για το πλούσιο επαγγελματικό, ακαδημαϊκό και επιστημονικό του έργο, ιδιαίτερα στους κλάδους της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση τα χρόνια 1961-1964 και το 1965 ορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ενώ την περίοδο 1976-1978, ως υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.
Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοσμήτορας το 1983. Το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ. Ασχολήθηκε με την έρευνα της Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, επίσης ασχολήθηκε συστηματικά με τη Μουσειολογία και οργάνωσε ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Εξελέγη βουλευτής με το ΚΚΕ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2000 και του 2004. Υπήρξε πρωτοπόρος στη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη και εξέδωσε και διηύθυνε γι’ αυτό τον σκοπό τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978-1982), «Γόρδων» (1991-1995) και «Ανάσκαμμα» (2008-2013). Συνέγραψε 5 βιβλία και ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων. Από το 1992 ο Γ. Χουρμουζιάδης διηύθυνε τις ανασκαφές στον προϊστορικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς και υπήρξε, επίσης, επιστημονικός υπεύθυνος για το πρόγραμμα LIFE, για την οργάνωση στην περιοχή της λίμνης Καστοριάς του πρώτου Οικομουσείου, με βάση τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Δισπηλιό.