Χειροτερεύει η ψυχική υγεία των εργαζομένων | της Βαγγελιώς Καρακατσάνη
Γιατί ενώ μπορεί η κοινωνικοεπιστημονική εξέλιξη να αντιμετωπίσει ριζικά τις αιτίες που προκαλούν ψυχικά νοσήματα, αντί αυτά να μειώνονται αυξάνονται και όλο και περισσότερες οι κοινωνικές ομάδες απειλούνται από αυτά; Γιατί ενώ σήμερα ένας ψυχικά πάσχοντας μπορεί να είναι δυνητικά θεραπεύσιμος και να ζει μια καθόλα φυσιολογική ζωή, αντί να μειώνονται τα περιστατικά αυξάνονται αλματωδώς; Η απάντηση βρίσκεται στις σχέσεις παραγωγής ενός συστήματος που σαπίζει ολοένα και οι παθογένειες του πληρώνονται αδρά από τους λαούς στο όνομα της «ελεύθερης επιλογής» και της «ατομικής ευθύνης». Ακόμα και το κοινωνικό στίγμα της ψυχικής νόσου θα είχε εξαλειφθεί εάν η κοινωνική οργάνωση είχε ένα ολοκληρωμένο πλέγμα προστασίας για τα άτομα και την οικογένεια, σε μια κοινωνία που θα είχε στο επίκεντρο της τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και όχι το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα ψυχικά νοσήματα πλήττουν δυσανάλογα τα λαϊκά στρώματα, που νοσούν όταν νοσεί κάποιο μέλος της οικογένειας, ενώ οι «έχοντες» μπορούν να λαμβάνουν υποστηριχτικές υπηρεσίες και να συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους.
Τα στοιχεία είναι αμείλικτα. Οι εργαζόμενοι στη συνθήκη της πανδημίας κλήθηκαν να διαχειριστούν τα αυξημένα επίπεδα άγχους, θυμού και μοναξιάς που προκάλεσε ο εγκλεισμός, ενώ έπρεπε να παραμείνουν παραγωγικοί και προσηλωμένοι στην εργασία τους, μιας και αυτός είναι ο καημός των επιχειρηματικών ομίλων. H έρευνα του Ομίλου Adecco Global Workforce of the Future 2022 δείχνει ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι σε ποσοστό 37% (10% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.) δηλώνουν ότι η ψυχική τους υγεία έχει χειροτερέψει τον τελευταίο χρόνο. Κύριο πρόβλημα παραμένει η εξεύρεση δουλειάς που θα τους εξασφαλίζει ισορροπία, αλλά με τις συνθήκες εργασίας που επικρατούν σε όλη την Ε.Ε., συνθήκη αδιανόητη σήμερα για την εργατική τάξη. Έτσι, το 35% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι σκέφτονται να εγκαταλείψουν την εργασία τους τον επόμενο χρόνο λόγω υπερβολικού στρες και μεγάλης καταπόνησης, το 36% δηλώνει ότι την βιώνει ήδη, ενώ στο 49% ανησυχεί ότι θα εξουθενωθεί στο άμεσο μέλλον. Τέλος, μόνο το 17% των εργαζομένων παίρνουν άδεια όταν αισθάνονται πιεσμένοι ψυχολογικά και συντριπτική πλειοψηφία συνεχίζει να εργάζεται παρά τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει στην υγεία και την παραγωγικότητά τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι επιχειρηματίες ανησυχούν για τις επιπτώσεις που έχει αυτή ακριβώς η επαγγελματική εξουθένωση και ο κλονισμός της ψυχικής υγείας των εργαζομένων στην παραγωγικότητα ενώ μεγαλώνει ο κίνδυνος της «Σιωπηλής Παραίτησης», γι’ αυτό και οι εργοδότες στρέφουν την προσοχή τους σε ένα «ασφαλές», «υποστηρικτικό» και «βιώσιμο» περιβάλλον. Αντιθέτως, η κατάσταση θα χειροτερέψει κατά πολύ, ιδιαίτερα για τις γυναίκες που σηκώνουν πολλαπλάσια τα βάρη του νοικοκυριού, εάν γίνουν π.χ. τα παιδοφυλακτήρια στις επιχειρήσεις και αναγκάζονται να απασχολούνται οι εργαζόμενες περισσότερες ώρες της ημέρας.
Αυτό το «ασφαλές», «υποστηρικτικό» και «βιώσιμο» εργασιακό περιβάλλον μπορεί να το εξασφαλίσει μόνο μια κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος θα έχει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις να αναπτύξει ολόπλευρα την προσωπικότητα του, χωρίς καταπίεση και κοινωνικούς καταναγκασμούς. Σε αυτήν την κοινωνία ο ψυχικά πάσχοντας και η οικογένεια του θα έχουν την πλέρια υποστήριξη από το εργατικό κράτος, θα εντοπίζονται έγκαιρα τα περιστατικά ─καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξή τους─ και ο εργαζόμενος θα απολαμβάνει όλη εκείνη τη φροντίδα που χρειάζεται, προκειμένου να είναι πραγματικά δυνητικά θεραπεύσιμος και να απολαμβάνει τη ζωή του.