Το ρακοκάζανο | της Ιφιγένειας Μανουρά
Η μοναδική περίοδος του χρόνου που δεν υπήρχαν γεωργο-κτηνοτροφικές εργασίες στα χωριά μας ήτανε αυτή από αρχές Οκτώβρη, μέχρι και τα μέσα Νοέμβρη, ιδανική για την παραγωγή της ρακής. Σε κάθε μικρό χωριό όπως το δικό μας, δινόταν μια μόνο άδεια για ρακοκάζανο, την οποία είχε εξασφαλίσει ο παππούς μου ο Γιώργης Σκουλάς ή Μιλτιαδογιώργης. Άλλωστε για να ξεχωρίζει ο ένας από τον άλλον έπρεπε να έχει παρατσούκλι. Πώς αλλιώς θα ξεχώριζαν επτά εν συνόλω Γιώργηδες Σκουλάδες; Έτσι λοιπόν ο παππούς έστηνε κάθε χρόνο αρχές Νοέμβρη το ρακοκάζανο, το οποίο στην πορεία ανέλαβαν οι γονείς μου όταν ο παππούς ήτανε πλέον μεγάλος σε ηλικία και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στην επίπονη εργασία του καζανάρη. Βοηθούσαμε και εμείς τα παιδιά και μπορεί το χαρτζιλίκι που εξοικονομούσαμε να μην ήτανε σπουδαίο, όμως ήτανε αρκετό για να αγοράσουμε μια καινούργια φορεσιά και παπούτσια για τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν και αν περίσσευαν χρήματα αντί για παιχνίδια εμένα μου άρεσε να αγοράζω βιβλία.
Τα κρασοστάφυλα ο κάθε νοικοκύρης τα πατούσε όπως ήθελε εκείνος. Αν είχε μεγάλη ποσότητα σταφυλιών και ήθελε να βγάλει το κρασί του αλλά και πολλή ρακή, δεν πατούσε εντελώς τα σταφύλια και έτσι τα στράφυλα ήτανε σύζουμα. Αλλά αν ήτανε στεγνά έβγαζε λιγότερη ρακή και για να γίνει καλύτερα η απόσταξη πρόσθεταν νερό στο καζάνι. Τα τσίκουδα δηλαδή τα σταφύλια που είχαν πατηθεί, φυλάσσονταν σε βαρέλια ή πιθάρια και για να μην πάνε μυγιαλούδια τα σκέπαζαν με φύλλα συκιάς και τα άφηναν για διάστημα ενός με δυο μηνών, ώστε να γίνει η ζύμωση.
Μόλις έπαιρνε ο παππούς την ανανέωση της άδειας- σαρανταοκτάωρη- για την καινούργια περίοδο, έστηναν το καζάνι. Έκαναν μια παραστιά με μπλόκα και απάνω έβαζαν το καζάνι στο οποίο έμπαιναν τα τσίκουδα που καταλάμβαναν περίπου τα 2/3, για να υπάρχει χώρος να γίνει ο βρασμός. Πάνω από το καζάνι έβαζαν άλλο ένα ανάποδα με θόλο και το σημείο που εφάπτονταν, περνούσαν με ζύμη για να εφαρμόζουν καλύτερα και να μην φεύγει ο ατμός. Το πάνω καζάνι είχε έναν σωλήνα τον λουλά που η χρήση του ήτανε να περνά ο ατμός και κατέληγε στο δοχείο που μάζευαν τη ρακή. Ο λουλάς περνούσε μέσα από ένα βαρέλι τη ρούμπα γεμάτη με νερό, που άλλαζαν από καιρό σε καιρό για να είναι παγωμένο και να υγροποιείται ο ατμός, ώστε να ρευστοποιείται και να βγαίνει η ρακή, η οποία άρχιζε να ρέει μόλις άναβαν τη φωτιά και έβραζαν τα τσίκουδα. Στο στόμιο του σκεύους που την μάζευαν έβαζαν μια γάζα, για να κατακρατεί τα υπολείμματα.
Ο κάθε χωριανός ή και κοντοχωριανός που ήθελε να βγάλει τη ρακή του, έφερνε τα τσίκουδα στα βαρέλια ή στα πιθάρια, αφού τα φόρτωνε στα γαϊδούρια ή στα μουλάρια, μια που ακόμα δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στα χωριά μας. Μαζί έφερνε και τα ξύλα που χρειαζότανε για τη φωτιά και καλούδια για να κεράσει τον καζανάρη και τους παρευρισκομένους, όπως τυρί, ψωμί, ελιές, σταφίδες, συκοπιταρίδες, καρύδια, αμύγδαλα, ρόγδια, κυδώνια που ψήνανε στα κάρβουνα, κρέας που ψηνόταν και αυτό στα κάρβουνα και ο καλύτερος μεζές πατάτες, που έκρυβαν στη αθάλη για περίπου μια ώρα, μέχρι να γίνουν οφτές. Δοκίμαζαν τη ρακή, την οποία μετρούσαν με το γράδο και δεν έπρεπε να ξεπερνά τους 18- 20 βαθμούς. Την πρωτόρακη κρατούσαν αντί για οινόπνευμα η οποία μπορεί και να έφτανε στους 28 βαθμούς, ανάλογα με την ωρίμανση και την ποιότητα των σταφυλιών.
Ήτανε μια επίπονη εργασία γιατί έπρεπε νυχθημερόν να ανάβει το καζάνι για να προλάβουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι να βγάλουν τη ρακή τους, πριν λήξει η προθεσμία της άδειας, την οποία ανανέωναν για μια ακόμα φορά. Και να σκεφτεί κανείς ότι τη νύχτα η όλη εργασία γινότανε με λουξ, γιατί ακόμα δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό μας. Θυμάμαι αξέχαστα γλέντια με μαντολίνο και λύρα, από τη νεολαία του χωριού, που πολλές φορές συνεχίζονταν μέχρι τις πρωινές ώρες, με μαντινάδες
Ερωτικές
”Λένε κι ο δυνατός σεβντάς στο χρόνο δεν αντέχει,
μα ο δικός μου διαφορά πρέπει από τσ΄ άλλους έχει”.
Γνωμικές
‘‘Μην τόνε κλαις τον αετό όπου πετά όταν βρέχει,
μα κλαίγε το μικρό πουλί όπου φτερά δεν έχει’’.
Περιστασιακές
Αν για παράδειγμα την ώρα εκείνη περνούσε μια κοπέλα για την οποία ο μαντιναδολόγος ενδιαφερότανε έλεγε.
”Λεονταριού καρδιά βαστάς δε θέλεις να μερώσεις,
σε ξένα χέρια θα με δεις και θα το μετανιώσεις”.
Και σκοπτικές
”Ανάθεμά τη τη ρακή ίντα ‘ναι αυτό που κάνει
κι όταν την πίνω γίνεται το πάτωμα ταβάνι”.
Προχθές βρέθηκα σε ένα καζάνι στον Άγιο Σύλλα που ο φίλος μου ο Άγης μετά της συζύγου του Ηλέκτρας βγάλανε τη ρακή τους. Έκανα τις συγκρίσεις με το καζάνι το δικό μας και είδα πόσο πολύ η τεχνολογία έχει βοηθήσει. Στα χωριά μας έπρεπε κάθε χρόνο να γίνει καινούρια παραστιά, να μεταφέρουν τα τσίκουδα με τα ζώα, να μαζεύουν το νερό για τη ρούμπα μέρες και να το φέρνουν από την παλιά βρύση- τη μοναδική στο χωριό- να μαζεύουν τα ξύλα καιρό πριν για να είναι ξερά και να ανάβουν ευκολότερα, και να ρίχνουν τα τσίκουδα στη συνέχεια στο καζάνι δύο-δύο άτομα. Ενώ στα σύγχρονα καζάνια η παραστιά γίνεται μόνιμα, τα τσίκουδα αδειάζουν στο καζάνι με μια τροχαλία που σηκώνει τα βαρέλια, η ρούμπα με το νερό αδειάζει και γεμίζει αυτόματα, το πυρηνάκι πέφτει αυτόματα και εκείνο για να ανάβει η φωτιά και γενικά η δουλειά τού καζανάρη είναι πολύ πιο εύκολη από εκείνα τα χρόνια. Εγώ όμως αγαπώ να θυμάμαι εκείνον τον πρωτόγονο τρόπο παραγωγής της ρακής και έχω υποσχεθεί στο εαυτό μου ότι κάποια χρονιά πριν να φύγω, θα αξιωθώ πάλι να ζήσω αυτές τις υπέροχες μέρες, αν και θα λείπουν οι Καζανάρηδες.
Ιφιγένεια Μανουρά