Τοπίο αλλιώτικο | της Άννας Τακάκη
.
Είναι αλλιώτικο το τοπίο μας, μάνα.
Αυτός ο πίνακας που κάποτε ζωγράφιζαν τα μάτια σου,
έγινε τώρα πέλαγος απέραντο,
να ταξιδεύω με την ευχή σου:
«Πάηνε, παιδί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα».
Πάντοτε ήθελα να φεύγω, κι όλο φευγάτη είμαι,
μα όλο εδώ θέλω να ξαναγυρίζω. Στο τοπίο μας.
Ίδια η γύμνια του, ίδια τα χρώματα,
ίδιες οι μυρωδιές. Μα έχει μια παράξενη θωριά,
γιατί δεν το βλέπουν τα μάτια σου.
Η φύση έχει μια αγριάδα,
γιατί δεν την αγγίζουν τα χέρια σου.
Στο αμπέλι μας πια δεν τραγουδάς
και γέμισε βάτους κι αγριόχορτα.
Ο κάμπος φτώχυνε, μάνα.
Πού πήγε το χρυσάφι που μας έντυνε;
Πούν’ τα ποτάμια, πού ’ναι οι ρεματιές;
Ξέρα η γης μας. Πέτρα και χώμα.
Τοπίο αλλιώτικο.
Ευλογώ την πέτρα που κάθισες, το χώμα που έσπειρες.
Ευλογώ τον κόπο σου στην κάψα του μεσημεριού.
Όσο κι αν μου φαίνεται τοπίο αλλιώτικο, εδώ θα μείνω.
Στη σχισμή αυτού του μεγάλου βράχου,
πετάχτηκαν αροδαμοί.
Είναι οι ευχές που μου έδινες: Ό,τι αγαπάς ν’ ανθίζει…
Μάνα, το τοπίο μας είναι παράξενο.
Εδώ από μια ξερή χαρακιά βγαίνουν βλαστοί,
όπως από μια χαρακιά της ψυχής
βγαίνουν τ’ απωθημένα.
Ήταν πολλές οι θάλασσες, μάνα μου
που κυμάτιζαν στα μάτια σου,
κι ήταν μεγάλα τα ταξίδια μου.
Μα να που γύρισα πάλι εδώ, σ’ αυτόν τον βράχο
κι εδώ θα μείνω, να σου τραγουδώ,
για τα χρυσά στάχυα και για το ψωμί μας.
Για το λάδι που μας χόρτασε ζωή.
Για το κρασί που κέρναγες κι εσμίγανε οι καρδιές.
Για το μέλι και το πετιμέζι, που γλύκαινες τις μέρες μας.
Για της θέλησης το χλωροβλάστι,
για τη χρυσή σοδιά και για την αγροτιά μας.
Για τα κέφια μας τις φεγγαροβραδιές,
για τις γειτονιές και για τους παραδείσους μας.
Γιατί πάντα θα υπάρχουν οι παράδεισοι, μάνα μου,
όσο αλλιώτικα και να είναι τα τοπία μας.
Άννα Τακάκη