Ο καραγκιόζης | της Βαγγελιώς Καρακατσάνη
Άσπρο πανί με φώτα από πίσω
και η αυλαία ανοίγει και ξυπνά.
Νύχτα που θέλησα βαθιά να σ’ αγαπήσω
μα ο χρόνος φεύγει, πίσω δεν γυρνά.
Ο Καραγκιόζης βγαίνει στη σκηνή,
όλο χαμόγελο – ρωγμή στην αδικία,
σκορπά μια ιδέα πανανθρώπινη:
Ρε, λες να ζήσουμε τ’ όνειρο στην πορεία;
Μια φασολάδα και δυο τρεις ελιές,
να ξεγελάσουμε την πείνα μας λιγάκι
μα οι ανάγκες ολοένα αυξάνονται…
Δεν φτάνει στη ζωή μας το μεράκι!
Τρία στόματα προσμένουν να χορτάσουν,
αλλά μοιράζονται τα ψίχουλα τ’ Αγά,
ο Χατζιαβάτης δεν θέλει να -γελάσουν
μα ο μπάρπα-Γιώργος κάτω τους πατά.
Ο Εβραίος να πιέζει για τα νοίκια…
Μα ο Σταύρακας, μάγκας παλιάς κοπής,
δεν σκώνει την παλληκαριά του Βελιγκέκα,
που χρέη του Βεζίρη εκτελεί.
Μια φασολάδα και δυο τρεις ελιές,
να ξεγελάσουμε την πείνα μας λιγάκι,
μα οι ανάγκες ολοένα αυξάνονται
κι αυτό ‘ναι της καρδιάς μας το σαράκι.
Όμορφος ο αγώνας απού δίνουμε,
αυτό ‘ναι της ζωή μας το σαράκι.