Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Παλιά μαντέμνια | του Αντώνη Κουκλινού

Το καφέ ντου πίνει όξω στη ν’ αυλή και ανημένει το φίλο ντου το Θοδωρή να πχιούνε μνιά ρακή…

Το σάρακα έβαλε πάλι μπροστά η Αθηνιά και του φωνιάζει από το παρακούζινο.

-Ακόμη δε ν’ είπχιες το καφέ;

-Γιάντα ρωτάς;

-Να σηκωθείς να πα ταΐσεις τσ’ όρθες.

-Και γιάντα βγιάζεσαι…; να φύγουνε θέλει κοντώ…; κουμνιασμένες τσ’ έχεις.

-Αδε φάνε στη ν’ ώρα ντος, δε ντο κατέχεις πως θα πηδήξουνε το πλέχτη…;

-Σάλευγε μη ξαργείς και να τω σε πετάξεις και οξυνίδες για τ’ αυγό.

Δε ν’ επρόλαβε να το πεί και να σου η πουλάδα η χοχλιδάτη, έπαιξε το πήδο και περνά το πλέχτη..!

Εντάκαρε να κακαρίζει στη ν’ αυλή και να τζιμπολογά τσι βγιόλες.

Εδιαολίστηκενε η γρά…

-Είδες εδά Στεφανή; μνιά ν’ ώρα σου φωνιάζω και δε ξεσέρνεις τα πόδια σου; μνήστητί μου Κύριε όμως!!!

Εσηκώθηκε ο γεροντής να στριμώξει τη ν’ όρνιθα σε κιαμνιά γωνιά, μα δε ν’ είναι εύκολο, γιατί δε στένεται, μόλις τση σιμώνει, παίζει ένα φτερό και τρυπώνει μέσα στσι ντενέκες με τσι βασιλικούς.

Το κουλούκι γαυγίζει και παίζει ντανιές με τη ν’ αλυσίδα να τση χιμήξει, μα δε ντη νε φτάνει.

Αγλακά και η γρά με τη παρασύρα, να βοηθήσει.

-Να πρρρουί..!!! πρρρουί…!!! Ώωω τη σκοτεινή και να μου κάμει θέλει τσι βασιλικούς, ραίτενα θωρείς τα…; απου να τσή ρθει κόλπος…!

-Να τση κόψω θέλει το τζάρουκα, μόνο να τη νε πχιάσω!!!

Εταραχιστήκανε και οι γ’ αποδέλοιπες μέσα στο κούμο και ξεταλαγιάσανε τη γειτονιά!

Απάνω στη ν’ ώρα εκατέβαινε το σοκάκι ο Θοδωρής και βαστά στο ν’ ώμο ντου τη μαναροσκαλίδα.

Γροικά το σύθρηνος στη ν’ αυλή και σιμώνει.

-Ίντα γίνεται επαέ και γαυγίζει το κουλούκι, ετσέ λογιώς;

-Τη ν’ όρνιθα ζυγώνω και δε ντα καταφέρνω να τη νε πχιάσω, μρε Θοδωρή.

Μπώθει τη πόρτα και μολαίρνει χάμε τη μαναροσκαλίδα και μπαίνει κ αυτός στο σβούρο, να τη μαχωνιάσουνε οθε ντο φούρνο.

-Από εκειέ τη νε πάντα μρε γυναίκα, να μη μασε φύγει!

Αγλακά με τη παρασύρα η κερά ντου να βοηθήσει και τη νε μαχωνιάζουνε στο φούρνο.

Ήπεξε ένα σάλτο ο Θοδωρής και τη νε βουτά απου το τζάρουκα και τση κάνει.

-Έεεε παντέρμη μνιά σούπα απου θα τη κάμεις!!!

-Ντα δε τζη βγαίνει κοντώ; ξανοίξετε πως εποδώκανε οι βασιλικοί μου, τάξε πως τσί ‘δειρε κιανείς! μα δε φταίνε οι γ’ όρθες, ο προκομμένος δε κάνει τσι δουλειές του με τη ν’ ώρα ντου!

-Αδέ ντη νε θές για τ’ αυγό, κόψε τση το τζάρουκα και στέσε το τσικάλι στη παρασθιά να βράζει και λίγη η τραβάγια σου γυναίκα!

-Δε θα φας κουλούκι φλέμονα!!! μόνο βάλε τη ν’ όρνιθα στο (γ)κούμο και σάλευγε να τσι ταΐσεις εδά… κάτσε Θοδωρή να σασε φέρω τη ρακή!

Καθίζει στη ψάθινη καθέκλα ο Θοδωρής και βγάνει από τη (μ)ποδία ντου ένα ρόγδι, σα ντο μικιό καρπουζάκι.

-Μρέ Αθηνιά φέρε μου ένα πχίατο κ ένα μαχαιρί, να ετοιμάσω το «μεζέ» σάμε να κοπχιάσει ο Στεφανής να πχιούμενε τη τζικουδιά.

Καθαρίζει το φάλι του ρογδιού και το ξεκαφκαλώνει να το ξεκαρπουλίσει κ’ οστόσο, φτάνει κ’ ο Στεφανής.

-Καλό μεζέ βαστάς φίλε που το πέτυχες;

-Είδες; άμα σου τρέχει το καλολοίδι; έκοψάτο εδά απου ήρχουμνε, από τη ν’ αυλή μου, φορτωμένη είναι πάλι κ οφέτος, βάλε τη πρώτη να πχιούμενε.

-Δυό θα πχείτε και φτάνουνε, ταχινή είναι ακόμη κ’ ανε ντακάρετε από δά τη ρακή, εχαθήκαμε.

-Σάλευγε στα νοικοκεράτα σου και μη μπερδένεσαι με τη τζικουδιά, όσε θέμενε θα πχιούμε γυναίκα!

-Ξάσας εγώ για το καλό σας τόπα…

-Αν ήθελες το καλό μας, εδά θελα βράζει στο τσικάλι η γ’ όρνιθα, μα η τζιγκουνιά σου δε σ’ ήφηκε, να τση στραβολαιμνιάσω το τζάρουκα.

Με τα χέργια στσι κοκάλους στέκει και το νε ξανοίγει, διαολι(ζ)μένη!

-Στραβοξανοίγεις με ίντα θαρρείς; Άδικο έχω;

-Απις θα φύγει ο άθρωπος θα στα πω, γιατί τονε ντρέπομαι, γάμο μου γυρεύγεις πρωί, πρωί.

Ο Θοδωρής του κάνει νόημα, με το δαχτύλι στη μύτη, να σωπάσει και βάνει τσικουδιά στα ποτήργια.

-Εβίβα μας φίλε και όσα καρπούλια έχει το ρόγδι, να χεις τσ’ ευκές, τ’ αφέντη σου…!

Γκίζει στο ν’ ώμο του Θοδωρή σέρνει ένα νεφέσι με το τζίγαρο και ετοιμόλογος καθώς είναι του λέει…

Α- πος τα τηνε γνώρισα, γκρινιάζει και φωνιάζει,
φαίνεται χούι τό πηρε, μα μένα δε με γνοιάζει.
Κ’ αφού τη νε συνήθισα, κακοσυνιά δε π(γ)ιάνω,
γιατί χω το στεφάνι τζη, στη κεφαλή μου απάνω.
Καλή ναι και καλόχαρη κ’ ας φαίνεται καπάτσα,
γυναίκα τση παλιάς κοπής, ετούτηνέ η ράτσα.
Α τζή ‘λεγα με τ’ όμορφο, τη ν’ όρνιθα να σφάξει,
θα ‘πχιανε λόγο μονομνιάς, χωρίς να τη πειράξει.
Μα τη νε θέλει για τ’ αυγό, που κάθα μέρα κάνει,
τη μνιά το θέμενε βραστό, τη ν’ άλλη στο τηγάνι.
Κια ν’ είναι όρνιθα βραστή, έχει και στου μπακάλη,
να πά να πάρω κ’ αύριο, θα σου φωνιάξω πάλι…!

Εποχάσκωσε να το νε γροικά ο Θοδωρής να του λέει τσι μαντινάδες στη σειρά και με νόημα.

-Γειά σου μρε φίλε Αθανάση, μα εσύ δε παλεύγεσαι λόγω τιμής… όπως κουβεδιάζεις τσι στελειώνεις.

-Ετούτονά τονε αφορμή και μ’ αγάπησενε η κερά Αθηνιά μνιά φορά, απου τσή κανα καντάδες!

Απάνω στη κουβέντα, πορίζει η Αθηνιά, με το μαχαίρι στη χέρα…

-Αθανάση, άμε πχιάσε μου τη ν’ όρθα να τη νε σφάξω, να σου κάμω το χατίρι, να μη μου στενοχωράσαι και πάθεις πράμα..!

Ξανοίγει το φίλο ντου το Θοδωρή και του σφαλίζει τ’ αμάτι, τάξε…είδες ίντα σού λεγα;

Ετσάνε τα παλιά μαντέμνια απου λέμενε τω ν’ αθρώπω.

Μακάρι να τω σε μνιάζαμε και του λόγου μας…

30/09/22

.

Αντώνης Κουκλινός


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:143