Χρόνος ανάγνωσης περίπου:20 λεπτά

Μάτια μου ψιχαλιστά (Πρώτο μέρος) | της Ζωής Δικταίου


Καιροί που πέρασαν μετρώντας ασημένια φεγγάρια και άστρα που ξεχάστηκαν στα μπαλκόνια του ονείρου παρέα με τα γιασεμιά. Ένα κοχύλι η μνήμη γεμάτο από εκείνα τα λάφυρα τού καλοκαιριού που μαζεύαμε στις έρημες ακτές και νομίζαμε πως μόνο εμείς είχαμε σταθεί τόσο τυχεροί στην ανακάλυψή τους.

Συλλαβίζω λέξεις και μαζί μ’ αυτές συλλαβίζω και παπαρούνες, κατακόκκινες παπαρούνες, αυτές με το μαύρο σταυρό στην καρδιά κι έτσι ζωντανεύουν οι εικόνες και οι θύμησες του παλιού καιρού.

Η παιδική ηλικία είναι ο χώρος και ο χρόνος που όλα μας φαίνονται συναρπαστικά. Τρεμουλιάζουν τα φυλλοκάρδια, μα όχι από αγωνία. Τις περισσότερες φορές αιτία γίνεται το πρωτόγνωρο, ο ενθουσιασμός, ένας πορτοκαλί ήλιος που μπαίνει από το τζάμι και ανοίγει στο μαυροπίνακα καινούριους χάρτες και προορισμούς στη γεωγραφία της αγάπης. Αποξεχνιέμαι σε δρόμους γνώριμους χωρίς φόβο, όπου η σκέψη και τα αισθήματα συμπορεύτηκαν με την αθωότητα του παιδιού που υπήρξα κάποτε.

Ανοίγω το ξύλινο κουτί με τις χάντρες και τα χρωματιστά γυαλιά, θραύσματα, θύμησες τού παρελθόντος, μπλε βαθύ, κίτρινο, κόκκινο και θαλασσί και πράσινο και λευκό. Τα σηκώνω στην πρώτη ηλιαχτίδα αργά-αργά, ιεροτελεστία μυστική, ο τρόπος που μού δίδαξε η δασκάλα, για να καλώ τα θαύματα στο φως. Και χαμογελώ συγκρατημένα, μα χαμογελώ. Νομίζω πως από κάπου με προσέχει, από κάπου σηκώνει τα μάτια και με κοιτάζει πάντα με αγάπη. Νιώθω το βλέμμα της απαλό να χαϊδεύει ακόμη το πρόσωπό μου, γι’ αυτό συνεχίζω να ονειρεύομαι πράγματα χρωματιστά και παραμυθένια. Αυτό το βλέμμα καταφέρνει να τρέφει ακόμη την ονειροφαντασία μου.

«Όλα τα θαύματα παιδιά αρχίζουν με ένα χαμόγελο», υποστήριζε με πάθος και με την κιμωλία ζωγράφιζε στον πίνακα μια φατσούλα σαν τηγανίτα με ένα τεράστιο χαμόγελο ίσαμε τα αυτιά.

Απόψε, είναι αλήθεια, ανταριάστηκα από έναν εφιάλτη. Νόμιζα πως μού ’κοψαν την ανάσα. Δεν ξέρω γιατί, μού φάνηκε όμως πως μέσα μου νύχτωνε περισσότερο απ’ ό,τι έξω. Κι από την άλλη φύσαγε η Όστρια για να με ξυπνήσει και μού ’φερνε ανάσες και μυρωδιές γνώριμες, ώσπου σηκώθηκε ένα αλαφρό ζεστό αεράκι στην ψυχή και η σκέψη γύρισε βουρκωμένη μεν αλλά λυτρωμένη στο μαξιλάρι.

Κατά τη συνήθεια μου, τα είπα πρωί-πρωί στο γιασεμί. «Είναι φορές που χωρίς αφορμή… », ακούω στο ραδιόφωνο -το αγαπώ το ραδιόφωνο- , στίχοι του Μιχάλη Γκανά και μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου με τη φωνή της Έλλης Πασπαλά. Πήρα και δυο τρεις βαθιές ανάσες, πέρασε ο φρέσκος αέρας του Ιονίου από τα βαριά και τα σκονισμένα της ζωής τα παραμέρισε, ήρθε ξανά η χαρά λευτερώθηκα.

Και μαζί της κοίτα, κοίτα γέμισε η αυλή πεταλούδες!

Νάτη, νάτην, εκεί στο μεγάλο πράσινο παράθυρο, αυτό με το γιασεμί από τη μια και τη μηλιά από την άλλη, εκεί είναι η δασκάλα, η κυρία Αντιγόνη… Μιλάει. Οι λέξεις, οι πρώτες λέξεις του αναγνωστικού αποκτούν φτερά, πετούν παντού και μέσα σου. Μπορείς να δεις αυτά που λέει σαν μια ζωγραφιά από μακριά.

Φοράς τα καλά σου! Την είδες; Περικυκλωμένη από μπλε ποδιές. Είναι χαρούμενη. Η χαρά των παιδιών την κάνει πιο όμορφη. Την βλέπεις τώρα; Όχι εκεί που κοιτάζεις. Γύρνα το κεφάλι από την άλλη πλευρά, εκεί που γέρνουν οι ψυχές, εκεί που ακόμη είναι χτες, εκεί που φέγγει η αγάπη.

Νάτη ξανά, κινείται συνέχεια, έτσι κάνει, δεν στέκεται σε μια μεριά, τώρα πηγαίνει προς την έδρα… Άκου τι λέει: «το ανάστημά σας να το νιώθετε μέσα σας, εκεί κάποιοι ψηλώνουν περισσότερο!»

Τώρα την βλέπεις καθαρά. Ανοίγει την τσάντα της. Για να δούμε πόσα μήλα έχει κρυμμένα, σε πόσες φέτες θα τα κόψει και σε ποιόν θα δώσει τα πέντε κουκούτσια, τέσσερα για τα σημεία του ορίζοντα και ένα για το σημάδι της αγάπης!

«Μα γιατί δεν μπορείς να την δεις… Κρίμα!» Απορώ ξαφνιασμένη χωρίς να ξέρω σε ποιόν απευθύνομαι. Δεν πειράζει. Θα γυρίσω πίσω από το χρόνο μόνη μου.

Είναι η κυρία Αντιγόνη, αυτή η καταπληκτική γυναίκα που σού έχω πει χίλιες και οκτώ φορές, τώρα έχει γυρίσει και κοιτάζει με παράπονο τα άδεια θρανία. Είναι η δασκάλα μου!

Άδεια πράσινα θρανία; Δες, έχουν και μελανοδοχείο στη μέση και πέννα και τετράδιο καλλιγραφίας με διπλές γραμμές για τα μικρά και τα κεφαλαία γράμματα! Το σχολείο τόσο ίδιο, μα και τόσο διαφορετικό. Μόνο οι αναμνήσεις δεν έχουν αλλάξει.

Να εκεί, στο διπλανό παράθυρο στέκεται όρθιο ένα ψηλό, λυγερόκορμο αγόρι. Τα μαλλιά του είναι καστανά. Και τα μάτια του έχουν κάτι από μέλι. Δείχνει πολύ σοβαρό. Τα χείλη του κόκκινα σαν ρόδι. Τι όμορφο μέσα στο κοστούμι του! Δεν έχω ξαναδεί παιδί με κοστούμι, ποτέ. Μού κάνει εντύπωση. Κουμπώνει και ξεκουμπώνει τα χρυσά κουμπιά στο σακάκι του, ξανά και ξανά, ίσως από βαριεστιμάρα ή έτσι απλά για να περάσει η ώρα. Μα πότε μπήκε μέσα στην τάξη μας; Κάποιον περιμένει. Ποιόν άραγε; Τη μητέρα του! Α! Η μητέρα του, από ό,τι φαίνεται είναι φίλη της δασκάλας! Εκείνες κοιτάζονται μεταξύ τους και μιλάνε καθισμένες δίπλα -δίπλα στην έδρα, όπως οι καλές φιλενάδες. Και εμείς γράφουμε και μιλάμε μεταξύ μας. Όταν έχουμε καλλιγραφία επιτρέπεται να μιλάμε σιγανά. Το αγόρι πάλι δεν μιλάει με κανέναν. Κάθομαι στο πρώτο θρανίο. Με κοιτάζει με την άκρη τού ματιού του που γράφω, φυσικά πολύ αδέξια με την πέννα στα πρώτα μου μαθήματα. Γελάει, διακριτικά μεν αλλά γελάει. Ίσως γιατί τα χέρια μου έχουν γεμίσει μελάνι. Το γλωσσίδι της πέννας φταίει που πάει κι έρχεται τρέμοντας πάνω στο χαρτί. Συνεχίζει να γελάει. Ίσως γιατί δείχνω αστεία με τα γυαλιά μου; Ίσως γιατί κουνάω τα πόδια μου κάτω από το θρανίο αγγίζοντας τους αστραγάλους; Ίσως γιατί… Ω, δε βαριέσαι! Δεν με πειράζει πάντως που γελάει. Δεν είναι συνομήλικός μου, όχι. Είναι λίγο μεγαλύτερος. Εκείνος, θα κάνει πολύ ωραία γράμματα σκέφτομαι κρίνοντας από τα χαρακτηριστικά και το παράστημά του. Η περιέργεια φουντώνει. Τού ρίχνω και η ίδια κλεφτές ματιές. Κι ύστερα, μια σουσουράδα που κάθισε έξω από το τζάμι, μια κίνηση αφηρημάδας, ένας ήχος που δεν έχω ξανακούσει, μέσα μου, πάνω στο θρανίο; Δεν ξέρω. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Γέρνει το μελανοδοχείο πρώτα μέσα στο αυλάκι, στο λούκι που έχει πάνω – πάνω το θρανίο για να τοποθετούμε το μολύβι και τη γόμα, και μετά στάλα – στάλα στο τετράδιο. Τρέχει να βοηθήσει. Τώρα δεν γελάει. Κάνω στην άκρη. Μαζεύει το μελάνι με το μαντήλι του. Κάποιες πιτσιλιές έχουν πέσει και στα δικά του χέρια. «Όμως δεν λυπήθηκε το μαντήλι του», επισημαίνω τη γενναιοδωρία και τού κλέβω ένα αληθινό, γεμάτο καλοσύνη χαμόγελο. Την ίδια στιγμή χτυπά το κουδούνι για διάλειμμα. Κάνω να φύγω, μα κοντοστέκομαι. Η μητέρα του είναι με την κυρία Αντιγόνη στην πόρτα. Το κουδούνι χτυπά δεύτερη φορά. Αδειάζει η τάξη. «Ποιός είσαι;» Προλαβαίνω να ρωτήσω πριν ακολουθήσω τα παιδιά στην αυλή και λίγο πριν ανταποκριθεί στο κάλεσμα της μητέρας του και φύγει. Χαμογελάω και τώρα με την ενθύμηση εκείνης της απάντησης. «Είμαι ο σοφός Χουρδέσιος, αν με χρειαστείς…», έτσι είχε πει με μιαν επισημότητα, μ’ ένα ύφος μεγαλείου αλλά τόσο, τόσο σεμνά. Οι άκριες των χεριών αγγίχτηκαν για μια μόνο στιγμή ή για μιαν αιωνιότητα… «Ευχαριστώ», ίσα που το ψιθύρισα. Η σκέψη μου είχε κρεμαστεί σ’ εκείνο το άγγιγμα, στ’ ακροδάχτυλα. «Ο σοφός Χουρδέσιος από τη Νεάπολη!» Το σκεφτόμουν και το ξανασκεφτόμουν μέρες πολλές θαυμάζοντας τη σιγουριά του.

«Της σιγουριάς τα υλικά είναι λόγια γλυκά…», τραγουδά, σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη στο ραδιόφωνο και με επαναφέρει προσωρινά από την αναπόληση.

Η μνήμη δεν είναι άβατη πόλη, δεν έχει φρουρούς να με σταματήσουν στην πύλη, δεν έχει ακατάλληλες ώρες και κυρίως, δεν παρεμβάλλονται σκοτεινοί τοίχοι. Η σκέψη με εφοδιάζει με κάρτα ελευθέρας. Δεν φοβάμαι πως θα χαθώ και δεν θα ξέρω να επιστρέψω. Δεν με πιάνει απελπισία να βιαστώ. Όχι. Όλα συνεχίζουν να υπάρχουν ως καινούρια όμως εμπειρία στην ωριμότητά μου. Έχω κρατήσει φυσιογνωμίες, διατηρώ τις μορφές με μιαν αυθεντικότητα, τις συμμαθήτριες τις αναγνωρίζω από τις πλεξούδες και τα σοσόνια, τους συμμαθητές από τα πειράγματα και τα χοντρά πανωφόρια, τη δασκάλα ακόμα κι από τον ψίθυρο στο πέρασμα του απόσπερου ανέμου. Οι φωνές επιστρέφουν ύστερα από χρόνια σαν αντήχηση.

Στρέφω το βλέμμα αριστερά και δεξιά και μετά κατευθείαν στο βαθύ του χρόνου, εκεί με καλούν οι σάλπιγγες που ηχούν. Βρίσκομαι στους ίδιους δρόμους, κάτω από τα ίδια δέντρα, στις ίδιες γειτονιές και αυλές, με τους ίδιους ανθρώπους, θαρρείς κάποιοι δεν έφυγαν ποτέ. Μετρώ τις μέρες, όλες γεμάτες παρουσίες, μετρώ τις νύχτες όλες φορτωμένες φεγγάρια και όνειρα. Μετρώ τα γράμματα, μόνο εικοσιτέσσερα, τα κάνω προσευχή, τους αριθμούς δεν τους αγαπώ τόσο…

Τρέμουν οι βαριές κουρτίνες. Τις φυσά ο άνεμος από τη χαραμάδα της μνήμης. Τρέμει και η καρδιά, ψαράκι έξω απ’ το νερό. Τα μάτια κόκκινα από τη συγκίνηση κι ύστερα βροχή, ψιχάλες και δάκρυα. Πόση περιπλάνηση, πόση ομορφιά!

Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε κι ακόμα έρχεται στη σκέψη μου κι ας μην είμαι παιδί. Όταν σκύβει και ψιθυρίζει τ’ όνομά μου όλα τ’ άλλα σωπαίνουν. Τότε φτάνει και η νεράιδα η Ακριμάτιστη απ’ το πουθενά κι απ’ το σκοτάδι κι από τ’ ακύμαντα νερά και φέρνει τα γραμμένα και τ’ άγραφτα με τη βάρκα της. Και βιάζομαι τόσο να μάθω!

«Μα πώς θα μάθεις το γραμμένο σου, αν δεν μάθεις πρώτα να συλλαβίζεις και μετά να διαβάζεις;», Ρωτά η δασκάλα και πιάνει το αλφαβητάρι από την αρχή.

«Δεν θέλω το γραμμένο, μού αρέσει το άγραφτο», της λέω συνωμοτικά στο αυτί, «το άγραφτο θα το γράψω με το δικό μου χέρι» και ανοίγω το τετράδιο της καλλιγραφίας, όπως τότε, περιμένοντας να μού βάλει άριστα οκτώ, οκτώ όχι δέκα. Για εμένα, άριστα είναι μόνο το οκτώ. Αυτό μού ταιριάζει. Μού αρέσουν οι κύκλοι του, δυο κόσμοι αλλιώτικοι που κάπου συναντώνται, ο δικός μου και των άλλων.

Θυμάμαι το κλάμα που έκανα την πρώτη φορά όταν της παρέδωσα την ορθογραφία και έβαλε την υπογραφή της και δίπλα ένα δέκα με τόνο.

«Γιατί κλαις παιδάκι μου; Τι έπαθες; Δεν έχεις κάνει λάθος. Κανένα μάλιστα και τι ωραία γράμματα! Τι βαθμό σού έβαλα;» αναρωτήθηκε μετά και με φανερή αμφιβολία ξανακοίταξε πρώτα το τετράδιο κι έπειτα εμένα μέσα στα μάτια.

Είχα σηκώσει τους ώμους αμήχανα. Την κοίταζα και η ίδια ευθύβολα στα μάτια. «Είναι δέκα με τόνο», είπε και μού το έδειξε σαν να μην το είχα δει, σαν να μην το πίστευα, γραμμένο εκεί στη γωνία της σελίδας. Πλησίασα τότε πρώτη φορά θαρρετά και της ψιθύρισα στο αυτί πως εμένα το δικό μου άριστα είναι και θα είναι για πάντα το οκτώ και την παρακάλεσα να μην μού ξαναβάλει ποτέ, μα ποτέ δέκα. Άσε που το δέκα ήταν και άσχημο, ενώ το οκτώ, τόσο τέλειο, τόσο όμορφο!

Με πόσες ξενιτιές τελικά έχω μεγαλώσει κι αλήθεια η ψυχή μεγάλωσε; Μπορεί να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο όπως έλεγε η δασκάλα;

Η δασκάλα! Φορούσε γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας και μ’ εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησα. Ναι είχε μια μεγάλη γυάλινη πεταλούδα με ασημί περίγραμμα πάνω στη μύτη και μ’ έκανε αληθινά να ζηλεύω. Μπροστά η πεταλούδα και πίσω λαμπερά γεμάτα σπίθες τα μάτια της! Κι όταν λίγες μέρες αργότερα από τότε που γράφτηκα στην πρώτη τάξη του δημοτικού φόρεσα και η ίδια γυαλιά, ήθελα να είναι όπως τα δικά της.

Η κυρία Αντιγόνη ήταν η καλύτερη δασκάλα μου. Ο θαυμασμός απέραντος. Αυτός ο θαυμασμός με οδήγησε να την αγαπήσω, να την κρατήσω στο νου και στην καρδιά με τα πολύτιμα, ακριβό ορόσημο και πρότυπο ζωής. Ακτινοβολούσε, έφεγγε όπως ο φάρος. Στην ψυχή μου, τούτο το φως έφτανε για να πολεμήσει το μέσα μου σκοτάδι κι άνοιγε δρόμους εξοφλώντας τη Βαβέλ του κόσμου με λέξεις. Το λαχταρούσα κάθε φορά περισσότερο αυτό το δικό της φως. Θαρρώ πως μαζί της άρχισα να σκέφτομαι και να κρίνω, να κρίνω με επισημότητα ό,τι παρατηρούσα για πρώτη φορά βγαίνοντας από τον κόσμο της άγνοιας, χωρίς όμως να χάσουν ποτέ τη μαγεία τους οι στιγμές με τη γιαγιά Γαρυφαλλιά.

Το γέλιο της ανέμελο, γάργαρο νερό που τρέχει ν’ ανταμώσει τη θάλασσα. Ακόμη κάποιες φορές θαρρώ πως το ακούω, τρέχει για να φτάσει κι εμένα, να με παρασύρει στον ενθουσιασμό και στη χαρά της ζωής. Και τα λόγια της όμως, αισθανόμουν πως κάτι άλλο υπήρχε στα λόγια της, πως σ’ αυτά, μπορεί να κρυβότανε τελικά το νόημα όλου του κόσμου γιατί θα το είχε μάθει στα πολλά βιβλία. Είχε επομένως αυτά που ήθελα να μάθω.

Κοντά της, στο αντιφέγγισμα της ψυχής, το θέαμα του σύμπαντος γινόταν ακόμη πιο εντυπωσιακό. Τις πρώτες μέρες άκουγα ό,τι έλεγε, χωρίς να μιλάω. Αποξεχνιόμουν στα χείλη της. Έλεγε πιο ωραία από τη γιαγιά μου και τα γράμματα ένα – ένα ξεχωριστά και τις λέξεις. Άσε που μας είχε πει πως ήταν αλαφροΐσκιωτη και χάρηκα διπλά, όταν την ίδια εκείνη μέρα ρωτώντας τη γιαγιά τι σημαίνει αυτή η καινούρια λέξη μου είπε: «Έχει δηλαδή μάτια να βλέπει αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν και αυτιά να ακούει όσα δεν θέλουν ν’ ακούνε. Ξέρει πού σεργιανούν τη νύχτα οι Νεράιδες και σε ποιά φεγγισμένα νερά λούζονται οι Ξωτικές» και μετά από μια παύση και δυο γουλιές νερό, «ακόμη και την περπατησιά τού ανέμου μπορεί να ξέρει να διαβάζει η δασκάλα σου, τυχερή», συμπλήρωσε.

Της κυρίας Αντιγόνης δεν της πολυάρεσε να κάθεται στην έδρα, όχι. Προτιμούσε να χάνεται ανάμεσά μας και πολλές φορές έσκυβε πάνω από τα κεφάλια μας για να αγκαλιάσει τους ώμους μας, ή να μας ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Κι αν έβλεπε τα κορδόνια των παπουτσιών μας λυτά, έσκυβε να μας τα δέσει και μετά, αφιέρωνε χρόνο στο διάλειμμα για να μας μάθει να τα δένουμε μόνοι μας. Και μας πρόσεχε κι έπαιζε μαζί μας. Κι όταν κάποιος δεν έφτανε ν’ ανοίξει τη βρύση για να πιεί νερό, τον σήκωνε εκείνη στα χέρια της με τόση αγάπη.

Το χρώμα της φωνής της άλλοτε με ταξίδευε κι άλλοτε με νανούριζε, αυτό αγωνιζόμουν να κρατήσω, να γίνει δικό μου, να μπορώ να το ακούω στον ύπνο και στον ξύπνιο μου.

Στα πρώτα μου παιχνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς είχα πάντα τον ρόλο της δασκάλας. Φορούσα και τα γυαλιά, μού έδιναν άλλον αέρα, ένα κύρος, σίγουρα έκαναν τον ρόλο μου σπουδαιότερο. Καμάρωνα!

«Καλημέρα παιδάκια», έλεγα κι ας ήταν σούρουπο, εμένα η καλημέρα της δασκάλας μού άλλαζε τη διάθεση, μ’ έκανε χαρούμενη, έκλεινα για λίγο τα βλέφαρα κι ένιωθα τη δική της φωνή κοντά μου και την ανάσα της βεβαίως και βιαζόμουν να προσθέσω με ύφος «σήμερα αγαπημένα μου παιδάκια θα μάθουμε το άλφα!»

Μού άρεσε και το περίεργο είναι πως τόσο πολύ άρεσε και στα παιδιά και τόσο χειροκροτούσαν την παράσταση που μ’ έκαναν να αισθάνομαι μια μικρή κυρία Αντιγόνη. Τα παιδιά της γειτονιάς, ο Βασίλης, η Κατερίνα, η Αννούλα, ο Δημήτρης, ο Μπάμπης, ο Μανώλης, η Δέσποινα, η Μαρία, η Ρηνιώ, η Πόπη, ο Νίκος, η Σοφία, η Σωτηρία, ο Λεωνίδας, η Γεωργούλα, η Μαρία, η Μαριάννα, η Ελένη.

Απ’ αυτό το σύθαμπο τού νου ξεπετιούνται εικόνες. Λαχταρίζει ξανά και ξανά η ζωή και η Ζωή, και σκοντάφτει πάνω στα χαλίκια τού χρόνου, πότε στην πυράδα τού ήλιου που ανατέλλει στο ένα μάτι και πότε στην παγωνιά τού χειμώνα που βασιλεύει στο άλλο. Κομπιάζουν οι σκέψεις, οι λέξεις, από συγκίνηση, ναι από συγκίνηση κι όχι από τίποτα άλλο, ώρες που τα μικρά χορτάρια αχνίζουν ευγνωμοσύνη, στιγμές που μετρούν τα πουλιά με το κελάηδημα τους, κάτι μεσημέρια που οι ασβεστωμένες αυλές θαρρείς μαζώνουν όλες τις αχτίδες του ήλιου, κάτι βεγγέρες που η μυρωδιά τού γιασεμιού αναμερίζει τα παραπετάσματα τής λήθης και καρπίζει η μεγάλη ανάγκη τής ψυχής.

Με τα όνειρα μισεύω, ανοίγω πανιά γι’ αλλού. «Να ονειρεύεσαι» μού ’λεγε «να περιμένεις το καλό που δεν ήρθε ακόμη, μα υπάρχει στο δρόμο σου, υπάρχει. Κλείσε τα μάτια να το ακούσεις, βήματα ανάλαφρα βελούδινα ή όπως οι σταγόνες τής σιγανής βροχής στα κεραμίδια, τσιν, τσιν, τσιν, τσίνορα», δάκρυα στα τσίνορα, σταλαγματιές ασημένιες. Έκλεινα τα μάτια κι ένιωθα από όλα πιο πολύ τη βροχή, εκείνη που θα ερχόταν γιατί «κάτι που υπάρχει έρχεται, φτάνει να έχεις υπομονή», λόγια τής δασκάλας που κατέληγαν πάντα στο «να θυμάσαι, η ζωή ένα θέατρο είναι, ένα παιχνίδι για όλους, όλους μας χρειάζεται αυτή η παράσταση για να πετύχει».

Τα μάτια μπορεί να χάνονται στα βαθιά τής μνήμης μα ευτυχώς δεν βλέπουν τέρατα. Αντικρίζουν εκείνες τις μικρές παραστάσεις ζωής στην αυλή τού δημοτικού σχολείου Τζερμιάδων που κανείς δεν περίσσευε. Όλοι είχαμε έναν ρόλο και όλοι, τι μαγεία αλήθεια, είχαμε πιστέψει πως εμείς ήμασταν οι πρωταγωνιστές και τραγουδούσαμε. «Να τραγουδάτε, πάντα να τραγουδάτε κι ας μην υπάρχει κανείς να σας ακούσει, χαμηλώνει ο ουρανός κι ακούει, να τραγουδάτε, η ζωή είναι και τραγούδι», ωραία τα λόγια της.

Μια φορά, με είδε που καθόμουν σ’ ένα πεζούλι κάτω από τη μηλιά τού κήπου κι έκλαιγα. Ήρθε κοντά μου. «Τι ωραία που κλαις!» Θαύμασε και μού ζήτησε ένα μόνο δάκρυ να το κρατήσει στο μαντηλάκι της φυλακτό γιατί εκείνη είχε ξεχάσει πώς κλαίνε. «Μπράβο, τα δάκρυα καθαρίζουν τα μάτια κι αφήνουν το παράπονο της ψυχής να πετάξει ψηλά με τα πουλιά και τα σύννεφα, μετά γίνεται βροχή και ξεδιψά η γη κι εμείς πλατσουρίζουμε στο δρόμο και γελάμε δυνατά, έτσι λένε τα βιβλία πως συμβαίνει…» τόνισε τις τελευταίες λέξεις αργά – αργά. Και τάχα μου, δεν την ένοιαζε και πολύ να μάθει γιατί έκλαιγα, ήθελε όμως να της μάθω ξανά από την αρχή, αυτή την ακριβή τέχνη τού να δακρύζεις κι όσο της έλεγα πως τα δάκρυα υπάρχουν στην καρδιά και από εκεί ανοίγει ένα παραθυράκι και βγαίνουν – για να μη σπάσει η καρδιά μας εννοείται- , κι έτσι φτάνουν στα μάτια, φτάνει να υπάρχει μια αιτία και μια αφορμή, όπως έλεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά, εκείνη έκανε πως έκλαιγε και το έκανε τόσο μα τόσο αστεία που μ’ έπιασαν τα γέλια.

Με κράτησε αγκαλιά λες και με νανούριζε: «Μάτια που εύκολα γελούν κι ύστερα πάλι κλαίνε/αυτά μ’ αρέσει ν’ αγαπώ γιατί κακό δε θένε». Την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι γελούσα πια πολύ δυνατά, «μάτια μου ψιχαλιστά εσύ, εσύ είσαι η ακριβή μου μαθήτρια» ψιθύρισε μυστικά και τότε είδα βουρκωμένα τα δικά της. Νόμισα πως στενοχωρήθηκε επειδή δεν ήξερε γιατί έκλαιγα. Ένιωσα κάπως παράξενα, αμφιταλαντεύτηκα μα στο τέλος, ανέβηκα πάνω στο πεζούλι για να φτάσω το αριστερό της αυτί, – αυτό μόνο ξέρει ν’ ακούει τα μυστικά- και για να μην έχει τύψεις, «δεν φταίτε εσείς κυρία που τα γράμματα είναι μόνο εικοσιτέσσερα και οι λέξεις που φτιάχνουν έχουν μέτρημα, ενώ οι αριθμοί δεν τελειώνουν ποτέ, δεν φταίτε που υπάρχει αυτό, το αμέτρητο, το…» κόμπιασα, ούτε τι ήταν καταλάβαινα, ούτε ήθελα να το λέω.

«Ποιό είναι αυτό που υπάρχει και είναι τόσο κακό ώστε να χαλάει τη ζαχαρένια σου;» Με ρώτησε κι εκείνη το ίδιο μυστικά στο αριστερό αυτί; «Αυτό το, το…, που μας είπατε στην αριθμητική την προηγούμενη ώρα, που δεν πειράζει κι αν δεν θα το θυμόμαστε αύριο, που θα το μάθουμε καλά όταν μεγαλώσουμε, που το ξέρει ο ξάδελφος μου ο Ζαχαρίας γιατί πηγαίνει στο γυμνάσιο, που το λένε… ». Κόμπιαζα να το πω, δεν ήμουν και σίγουρη ότι το θυμόμουν σωστά. Ξανάφερα την εικόνα της στο νου όταν έλεγε τους αριθμούς «ένα, δύο, τρία… οκτώ, είκοσι, εκατό, χίλια, χίλιες χιλιάδες και πιο πολλές χιλιάδες, όσες και οι τρίχες στα κεφάλια μας κι ακόμη πιο πολλές, οι αριθμοί δεν τελειώνουν όπως οι λέξεις, τους αρέσει να μπερδεύονται πιο πολύ μεταξύ τους και φτιάχνουν κι άλλους αριθμούς, καινούριους μέχρι το άπειρο, οι αριθμοί είναι περισσότεροι από τις λέξεις», μετά είχε πει κι άλλα πολλά, ακόμη πιο ακαταλαβίστικα, έτσι μού είχαν φανεί κι εκείνο το «περισσότεροι από τις λέξεις», μαχαιριά στην καρδιά. Ήθελα πολύ να φωνάξω βοήθεια! Το άπειρο είχε γίνει σκοτεινό, όπως το λευκό διπλό παραβάν που χώριζε στη μέση τις αίθουσες κι εκεί μέσα έκλεινε ο διευθυντής του σχολείου τα παιδιά που ήθελε να τιμωρήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα, «το άπειρο κυρία…», αναστέναξα με παράπονο, «αυτό το άπειρο δεν το αγαπώ, το φοβάμαι, θέλω όλα να τελειώνουν κάπου… Όπως τελειώνει το βάζο με το γλυκό τού κουταλιού και το νερό στο ποτήρι, έτσι απλά να τελειώνουν και οι αριθμοί».

Χαμήλωσε και με κοίταξε. Γλυκό βλέμμα, γεμάτο καλοσύνη. Η ήρεμη ματιά της, είχε καταφέρει να νικήσει την αγωνία μου. Είχε καταλάβει η δασκάλα, όλα τα είχε καταλάβει. Έβγαλε τα γυαλιά και τα κράτησε στο χέρι της. Μηχανικά και μιμητικά έκανα το ίδιο με τα δικά μου γυαλιά. Κοιταχτήκαμε ξανά, μύτη με μύτη. Αστείες ήμασταν σίγουρα και οι δυο. Πήραμε μαζί ανάσα βαθιά και πιο βαθιά κι ακόμη πιο πολύ, όπως φουσκώνουν τα βατραχάκια την κοιλιά τους και μετά ξετρελαίνουν τον κόσμο με τις φωνές τους.

«Άκου τώρα, θα σού πω μια μικρή ιστορία και δεν θα σε απασχολήσει άλλο το άπειρο, μόνο όταν μεγαλώσεις και θα θυμάσαι αυτές τις στιγμές», τα λόγια της χάδι στο πρόσωπο. Ξαναφόρεσε τα γυαλιά, το ίδιο έκανα κι εγώ. Μετά από μια σύντομη παύση άρχισε να λέει: «Το άπειρο, μα το άπειρο είναι το μακρινό καταφύγιο της αγάπης. Εκεί την πηγαίνουν οι αριθμοί κι από εκεί την καλούν πίσω οι λέξεις, κάποιες λέξεις. Μη φοβάσαι κοριτσάκι. Το άπειρο, είναι ένα οκτώ που κάποτε γλίστρησε από τον ουρανό σ’ ένα περαστικό σύννεφο γεμάτο πανσέδες κι από τότε όλο ταξιδεύει, από ουρανό σε ουρανό για να μας φυλάει, γι’ αυτό και δεν θα κοιμηθεί ποτέ, ούτε στην αιωνιότητα. Κατάλαβες; Είναι μια άλλη αρχή Ζωή, στο άπειρο ξεκινούν όλα από την αρχή, εκεί γεννιέται και το φως. Όταν γίνεις μεγάλη, θα θέλεις κι εσύ να το ταξιδέψεις αυτό το άπειρο και θα το κάνεις με λέξεις, αύριο όμως, αύριο, όταν θα γίνεις μεγάλη γυναίκα είπαμε. Και τώρα γύρνα την πλάτη σου, να σού ζωγραφίσω στους ώμους δυο φτερά και να δεις που αύριο, αύριο θα φυτρώσουν γιατί υπάρχουν, να εδώ, εδώ…» Και μού ζωγράφισε στους ώμους ένα γερμένο οκτώ, σαν αυτό που είχε γλιστρήσει από τον ουρανό στο σύννεφο…

Γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό γυρνώντας την παλιά ανέμη της γιαγιάς όπως την άφησε, με τις άσπρες και τις κόκκινες κλωστές τού αργαλειού και το κουβάρι μισομαζεμένο. Η Ανατολή μού χαρίζει το ίδιο φιλί και η Όστρια διπλώνει τα όνειρα μέσα στα φύλλα τού αναγνωστικού, σελιδοδείκτες της μικρής Ζωής. Όταν η δασκάλα ρωτά γιατί είναι τόσο φουσκωμένη η σάκα μου, της απαντώ πάντα χαμογελώντας: «Έχει πολλά όνειρα κυρία, πολλά» και περιμένω να με κοιτάξει στα μάτια και να μού πει: «Τα όνειρα είναι βρόχινο νερό στις άνυδρες ψυχές». Δεν με νοιάζει που δεν καταλαβαίνω τη σημασία που έχουν τα λόγια της, μού φτάνει που την ακούω, που την αισθάνομαι, μού φτάνει που θα μού αφιερώσει λίγα λεπτά και θα με ρωτήσει με ενδιαφέρον: «Τι καινούριο λέει η γιαγιά Γαρυφαλλιά σήμερα;»

Και η ταπεινότητά μου, κορδώνεται από περηφάνια χωρίς να ξέρω αν είναι για τη γιαγιά και για όσα μού μαθαίνει, ή μήπως επειδή μού δίνει σημασία η δασκάλα. Ο νους πετάει σπίθες κι ύστερα οι σπίθες γίνονται λέξεις και οι λέξεις έρχονται στα χείλη, αναμνήσεις αψεγάδιαστες και ποταμίζουν τα μάτια πριν ψιθυρίσουν την ιστορία νοερά πια, αλλά με την ίδια αίσθηση και αγάπη.

«Κυρία Αντιγόνη, η γιαγιά Γαρυφαλλιά λέει, πως μια ρούσσα παντιγέρα είναι φορτωμένη στ’ αμπάρια της όνειρα. Τα ψαρεύει σε μακρινές άγνωστες θάλασσες με δίχτυα μεταξωτά, πλεγμένα από τα μαλλιά της Αλισάχνης. Τον καπετάνιο της, τής παντιγέρας εννοείται, τον βλέπεις και δεν τον βλέπεις, αυτός πάντως και σε βλέπει και σε γνωρίζει. Όταν περνά από τ’ ακρογιάλια της Κρήτης πουλά τα όνειρα στην Όστρια με αντάλλαγμα μια μαντινάδα. Όνειρο και μαντινάδα, έτσι πάει ο λογαριασμός. Και η Όστρια πάλι που είναι την ίδια στιγμή παντού και πουθενά, καταφέρνει κάθε φορά και φτάνει με καινούριες μαντινάδες στην αγορά της θάλασσας. Μετά επιστρέφει, εκεί που δεν την περιμένεις, ανοίγει κρυφά τις σάκες των παιδιών και διπλώνει τα όνειρα ανάμεσα στα φύλλα του αναγνωστικού!»

Και μετά χτυπάει το κουδούνι και… Και μετά γέλια και παιδικές φωνές και… Και μετά παύση, ν’ ακούσουμε την Όστρια όπως τότε, όπως παλιά και να της χαρίσουμε μαζί μια μαντινάδα:

«Μα εσύ κανέλλα δε βαστάς,
μόσκο δεν κοπανίζεις,
γαρύφαλλο δε(ν) γεύγεσαι,
ίντα ’χεις και μυρίζεις;»

[συνεχίζεται]

.

Ζωή Δικταίου

[Από το βιβλίο της «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», εκδόσεις «Φίλντισι», 2019, ISBN: 9786185101916]


[Η εικόνα που συνοδεύει το διήγημα είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα «Σχολική τάξη» του Βέλγου ζωγράφου Basile de Loose, 1809 – 1885]


Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:456