Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Εδώ αληθεύουν οι αισθήσεις, Δίκτη | της Ζωής Δικταίου

 

Ξεθωριασμένο τ’ όνειρο,
έτσι φοβέριζαν,
φωνές ξένες, απ’ αυτές που υφαίνουν σκοτάδια.
Σ’ εξώστη μυστικό, ανέλπιστα,
με αγνή θωριά
ικέτιδα για ένα φεγγάρι ολόγιομο.

Ο τόπος θέλει, να με έχει,
ο τόπος που δεν μού ’ταξε ολόχρυσους καρπούς,
μα, με μετάλαβε τιμή και περηφάνια.

Η πέτρα σου, θα σώσει την ψυχή, Δίκτη,
ο αέρας τής κορφής,
πνοή τής θεάς, αυτή,
από τη γνώμη την κακή με προστατεύει
και τον επίβουλο εραστή.

Δίκτυννα, εδώ,
η μητρική μου η μνήμη με οδήγησε, μόνη,
αλλά, όχι με βήματα αστόχαστα.
Μια πεταλούδα
αφήνει το κουκούλι με τ’ ασήμαντα,
τόσο χαμήλωσαν απόψε οι αιώνες.

Πανσέληνη η Μινωική διαδρομή,
στο φρύδι τής νύχτας,
με τη σιωπή τής αθωότητας,
ανάσα και λαχτάρα
κι ύστερα, η θάλασσα, εικόνα από ψηλά,
ρότες απόρρητες, λησμονημένα λόγια,
κι εσύ θεά, αγαπημένη Δίκτυννα,
εκεί στο Λιβυκό,
με το φεγγάρι στο πρόσωπο,
τη σκόνη απ’ το πέπλο σου ξεπλένεις.

Μάγια και θαύματα,
σ’ ένα κογχύλι όλα κλεισμένα.
Οι πρώτες ηλιαχτίδες στεγνώνουν τα χείλη.
Η δίψα, εχθρική σαϊτιά, παραμονεύει.

Ο Αύγουστος, εκεί που συναντιέται με τον ήλιο,
δίχως ένα σύννεφο να υπόσχεται,
εκεί, καταμεσήμερο, με κάλεσε:
«Εσύ δεν λάτρεψες σκιές, έχεις ασύλητο καιρό στα χέρια
και τα σημάδια τής αλμύρας στα μάτια… »

Μπροστά σου, όλα δεύτερα
ομολογεί η καρδιά, η σκέψη ανταριασμένη,
οι δείχτες τής ζωής σε άλλη ανατολή
κι εγώ, δεν είμαι ένα τίποτα,
όχι, όσο είμαι φλούδα από τον άγριο βράχο,
τον δικό σου Δίκτη.

Κι όσο στο χάος, απλώνει ρίζες ο αλούτσουνας
κι από τον ώριμο καρπό του
θα ξαναβάψει κόκκινα τα χείλη η ιέρεια,
για την αιώνια μύηση προορισμένη
τη φλόγα τούτη, θέλω κι ας με κάψει.

Το φως γράφει καινούριες νοητές γραμμές,
ο χρόνος άδικος στο βλέμμα, σβήνει την οργή
μα όχι και τη δίψα.

«Ανέβαινε, τα μουδιασμένα δάχτυλα,
θα βρουν τον τρόπο, η αρχαία λύρα να ηχήσει
και το φίδι το ασάλευτο, δαχτυλίδι στο χέρι
μόλις δικά σου γίνουν τ’ αγριόροδα».

Αλητεύουν οι κίβδηλες ώρες
πριν οι απείθαρχες επιθυμίες βαμμένες στο χρυσό
σε σπρώξουν στο χαμό.
Ξέστηθη μα όχι ξεδιάντροπη, έτσι με θέλεις, Δίκτυννα.

«Μας βρίσκουν και τα σύννεφα στην ώρα τους,
ελευθερώσου από φόβο και θάνατο»,
αντίλαλος στα διάσελα. Διψώ.

Τα γεράκια σε κύκλιους χορούς τ’ ουρανού
σημάδια μιας πανάρχαιας λατρείας,
στην κόψη του γκρεμού
οι πέρδικες ανοίγουν τα φτερά,
αχαλίνωτος ο νους ,
παραδέρνει στον μύθο,
αγαπάς το ρίσκο.

Ούτε ένα δέντρο από τα ιερά σου δάση,
Δίκτυννα,
κι ούτε δυο λόγια πια για εσένα,
κι όμως, τη μυρωδιά τού πεύκου και τού σκίνου
με κοινώνησες και πια δεν αμφιβάλλω.

Αθέριστα τα φτερουγίσματα του έρωτα,
εδώ αληθεύουν οι αισθήσεις, Δίκτη,
απατηλά δεν έχει,
μόνο το μέγεθος τού σύμπαντος
κι ο άνεμος κουρσάρος, διαλαλεί
τη μοίρα τών ανθρώπων και τού κόσμου.

Ας υψωθεί μονάχα η κραυγή
χωρίς το φωτοστέφανο τής δόξας
κι ας γίνει λάβαρο η ψυχή
σε τούτο τον ιερό σου εξώστη, Δίκτυννα,
λυτά μαλλιά, πόδια γυμνά,
και με τις χούφτες ματωμένες,
η ομορφιά επιστρέφει.

Ανάθεμα στις σκουριασμένες συνειδήσεις
και στην αδέσποτη
του φόβου την κατάρα
πόσα και πόσα καλοκαίρια έχασα.
Αύριο, να με καλέσεις με την ίδια λέξη…
Αγάπη…

.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου
Δίκτη 6 Αυγούστου 2017


[Η εικόνα που συνοδεύει το ποίημα είναι το έργο «Δίκτυννα», ακρυλικό 0,60 Χ 0,90, του κρητικού καλλιτέχνη Ρουσσέτου Παναγιωτάκη]


Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:323