28η Οκτώβρη 1940 (Το «ΟΧΙ» του λαού μας) | του Νίκου Καραντηνού
ΗΤΑΝ το ούρλιασμα των σειρήνων, που μας τίναζε από το κρεβάτι εκείνο το πρωί στις 28 Οκτώβρη του 1940. Μέρα φθινοπωρινή.
Η ΑΘΗΝΑ ζούσε το μικρό «καλοκαιράκι» που από αρκετό καιρό το βάραινε του πολέμου η απειλή, που όσο κι αν η φασιστική κυβέρνηση Μεταξά απόκρυβε τα επεισόδια, όπως έκανε με τον τορπιλισμό της «Έλλης», ο λαός έβλεπε να πλησιάζει ο πόλεμος.
ΠΟΙΕΣ ήταν οι πρώτες αντιδράσεις του ελληνικού λαού με την κήρυξη του πολέμου; Καμιά αποθάρρυνση, φόβος, ανησυχία, κανένας πανικός. Ο λαός, που μισούσε θανάσιμα τη διδακτορία της 4ης Αυγούστου, ένιωσε οργή και αγανάκτηση για την απρόκλητη απειλή.
Ο ΛΑΟΣ αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή τον πόλεμο δίκαιο, απελευθερωτικό, πατριωτικό. Κι ήταν κάτι το μοναδικό, το πρωτοφανέρωτο. Ο κατοπινός αρχηγός του ΕΛΑΣ Στ. Σαράφης γράφει: «… Τη στιγμή εκείνη έγινε ένας αιφνιδιασμός. Όχι η ξαφνική ιταλική εισβολή, αλλά κάτι που κανείς δεν το περίμενε, παρά μονάχα πίστευαν στην ψυχή και τη δύναμη του ελληνικού λαού. Αιφνιδιάστηκαν όλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, κυβέρνηση και σύμμαχοι ακόμη. Και τον αιφνιδιασμό αυτό τον έκανε ο ελληνικός λαός.
ΑΥΤΟ το μαχητικό πνεύμα της παλλαϊκής Αντίστασης, που συνέπαιρνε όλη τη χώρα, το εξέφρασαν κι οι κρατούμενοι κομμουνιστές, αντιφασίστες, που πρώτοι σήκωσαν τη σημαία του αγώνα ενάντια στους ξένους και ντόπιους φασίστες.
ΣΤΙΣ 29 Οκτώβρη 1940 οι πολιτικοί κρατούμενοι της Ακροναυπλίας υπέβαλαν υπόμνημα στην κυβέρνηση ζητώντας να σταλούν στην πρώτη γραμμή για να χτυπήσουν τους επιδρομείς. Παρόμοια υπομνήματα υπέβαλαν και οι κρατούμενοι σ’ άλλους χώρους εξορίας.
Η ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ κυβέρνηση όμως αρνήθηκε να δεχτεί το αίτημά τους και λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών παρέδωσε τους πολιτικούς κρατούμενους στους χιτλερικούς. Η αναφορά στο γεγονός αυτό θα θυμίζει πάντα το αποτρόπαιο έγκλημα της παράδοσης και της εκτέλεσής τους.
ΜΕ τις πρώτες μέρες του πολέμου συνδέεται άμεσα το γράμμα του ΓΓ του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη, με το οποίο καλούσε το λαό να πολεμήσει τους επιδρομείς.
«… Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ του Μουσολίνι, γράφει ο Ν. Ζαχαριάδης, χτύπησε πισώπλατα την Ελλάδα δολοφονικά, ξετσίπωτα, με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα, όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στα κύρια μέτωπα και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα».
«… Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι μια καινούρια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, με έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».
ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΗΤΕΣ της 4ης Αυγούστου και οι υμνωδοί του φοράνε στο δικτάτορα φωτοστέφανο και τον παρουσιάζουν σαν ένα αποφασιστικό πρωθυπουργό που είπε το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς φασίστες.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ και ερευνητής της νεότερης Ιστορίας μας Γιάννης Κορδάτος σχετικά γράφει: «… Ο Μεταξάς κανένα «ΟΧΙ» δεν είπε στον Ιταλό πρεσβευτή. Το «ΟΧΙ» ο ελληνικός λαός το είπε και στο αλβανικό μέτωπο και ύστερα στον καιρό της Κατοχής με την Εθνική Αντίσταση…».
ΧΑΡΑΜΑΤΑ 28 Οκτώβρη 1940. Αγρύπνια αναμονής στη μεθόριο με την Αλβανία, στα στενώματα της Πίνδου. Η Αθήνα στο στερνό ήσυχο ύπνο. Απ’ αύριο οι σειρήνες και η συσκότιση.
ΣΤΑ πιεστήρια των εφημερίδων όλα έτοιμα για να τυπωθεί και να κυκλοφορήσει η εφημερίδα που θα φέρνει την είδηση. Είμαστε σε πόλεμο με τη φασιστική Ιταλία.
Ο Νίκος Καραντηνός (1920 – 25.6.2008) γεννήθηκε στα Μιχαλιτσάτα Ληξουρίου της Κεφαλονιάς. Στην περίοδο της Κατοχής σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1941 οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και το ΕΑΜ Νέων Φιλοσοφικής. Υπήρξε υπεύθυνος της «Νίκης», της παράνομης εφημερίδας της Οργάνωσης Αθήνας και στη συνέχεια μέλος στη συντακτική επιτροπή της «Νέας Γενιάς», οργάνου του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ, ενώ συμμετείχε σε αντιστασιακές δραστηριότητες με το ψευδώνυμο «Διονύσης» στήνοντας παράνομα τυπογραφεία. Ήταν μαθητής της Ηλέκτρας Αποστόλου, που τον δίδαξε να γράφει απλά και κατανοητά, να μεταδίδει άμεσα και χωρίς ρητορείες την ουσία. Και η είδηση, η ουσία σε εκείνες τις — όχι και τόσο μακρινές — εποχές ήταν μία: κάλεσμα αγώνα. Πήρε το πτυχίο του από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μεταπολεμικά, εξορίστηκε (1948–1950) στην Ικαρία και στη Μακρόνησο. Εργάστηκε σε εφημερίδες, κυρίως στην Αθηναϊκή, της οποίας υπήρξε αρχισυντάκτης, και επίσης στις Δημοκρατική Αλλαγή, Ημέρα, Εξπρές, Άλφα Ρεπορτάζ. Μετά τη μεταπολίτευση εργάστηκε στο Ριζοσπάστη. Διετέλεσε γενικός γραμματέας στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ), στην ίδρυση της οποίας πρωτοστάτησε, καθώς και αντιπρόεδρος, γενικός γραμματέας και ταμίας της ΕΣΗΕΑ. Ακόμη, διετέλεσε πρόεδρος του «Συνδέσμου Δημοσιογράφων – Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941-1944». Πέθανε σε ηλικία 88 ετών.