Το ρόγδι… | του Αντώνη Κουκλινού
.
Άντρας παλιάς κοπής που λέμε.
Ότι θωρού’ ντα μάθια ντου το σέβεται και τ’ αγαπά.
Νοικοκύρης και καλός οικοδεσπότης για τσι φίλους του.
Η αλήθεια τσ’ αθρωπχιάς και του λόγου τση τιμής του, φαίνεται τη ν’ ώρα απου θα σε ξανοίξει στα μάθια.
Η πρώτη ντου κουβέντα απου θα σου πεί, απο το καλημέρισμά ντου, ζεσταίνει τη ψυχή και σου φτιάχνει τη διάθεση.
Λένε πως ο άθρωπος γεννιέται, δε γίνεται, μα ετσά ναι κιόλας.
Ότι και είχενε το κρασάμπελο τρυγημένο και το μούστο στα βαρέλια, να ζυμώνει το κρασί.
Κάθε ντίς και ντάϊ αγλακά στη ν’ αποθήκη, να βάνει τ’ αφτί ντου να γροικά το κρασί ανε βράζει.
Η χρονιά δε ν’ ήτονε και πολλά καλή οφέτος, μα όσο να ναι θα βγάλει και τη ρακή ντου να περάσει.
Δε νογάται να μη ν’ έχει το βαρέλι γεμάτο κρασί, τουλάϊστο ένα και ν’ ανημένει τ’ Άη Γιώργη του μεθυστή, να το δοκιμάσει.
Στρωμένο το τραπέζι μεσημέρι, βράδυ, η κανάτα το κρασί στη μέση, μαζί με τη ψωμνιέρα με το ψωμί.
Σ’ ετούτονέ το τραπέζι έχουνε μονιάσει, αμέτρητες φορές φίλοι, εδικοί και ξένοι, σε χαρές και λύπες, γιατί ούλα στη ζωή χρειάζουνται ένα κρασί κ’ ένα ποτήρι νερό για το καλωσόρισμα και για το ξεπροβόδισμα.
Ο Μπαντελής ο φίλος του, ήμαθε πως ο γείτονάς του, δε ν’ είναι τελευταία και πολλά καλά.
Εκουτελώσανε με τη κερά ντου τη ταχινή και τη νε ρώτηξενε πως πάει.
-Καλημέρα γειτόνισσα… ίντα γίνεται πως πάει ο φίλος μου.
-Άστα Παντελή, δε μιλεί αθρώπου, δε τρώει, μόνο κάθεται στη πολυθρόνα όξω στη ν’ αυλη ούλη τη ν’ ημέρα και δε βγάνει άχνα.
-Οι γιατροί ίντα σού πανε.
-Κατάθλιψη λέει έχει και θέλει ψυχίατρους και ψυχολόγους, μα πχιός θα το νε γλακά, απου δε κουνεί από κιά που κάθεται.
-Στάσου να ιδούμενε ίντα θα κάμωμε, ντα πώς του ‘ρθενε εδά ετουτονά το πράμα, μρέ Αντιγόνη.
-Ντα δε ν’ ήμαθες ίντα εγίνηκε; ήρθανε τ’ αδέρφχια ντου στο σπίτι και γενίκανε μπίλιες με τα πατρογονικά και τα μοιράσα….
-Μόνο που δε ν’ επαίξανε ξυλιές… κι ο κακομοίρης κατέχεις πως δε θέλει φασαρίες και μουζντέδες….
-Εδά ετσά που τα κάμανε, ξανοίγουνε να μα σε βγάλουνε όξω κ’ από το σπίτι, πως δε ντα μοίρασε λέει ο γέρος καλά και θα κάμουνε το σπίτι τρεις πάρτες να το μοιράσουνε.
-Ίντα λες εκειά!!! Πότες εγίνηκε ετούτο να και δε ν’ επήρα χαμπάρι!!!
-Νάναι θέλει εδα σκιας δυό μήνες, απου φαώνονται και θωρώ πως θα βγάλουνε καπάκι το ν’ άντρα μου οι γ’ εδικοί ντου, γ’ αυτό δε μιλεί εδά αθρώπου και ίντα θα γενώ δε γατέχω.
-Πέ μου μωρή Αντιγόνη, πχιός εντάκαρε να ξεσκαλίζει ετούτη να τη ν’ ιστορία με το σπίτι σας.
-Ντα θέλει και ρώτημα Μπαντελή; η σκύλα η αμπλά ντου, απου δε χορταίνει τ’ ασκί τζη με πράμα…
-Λέει πως τη ν’ αδικήσανε στη μοιρασά κ’ αφού δε ν’ εκάμαμε λέει χαρθιά ετότες σας απου τα μοίρασε ο αφέντης του, εδά έβαλε και το ν’ άλλο στο κόλπο, να μοιρστεί το σπίτι και το χωράφι με το πηγάιδι, στα τρία.
-Ίντα μου λες εκειάααα!!! ντροπή και άδικο για το φίλο μου, ετονέ το πράμα.
-Άδικο; δε λες πράμα και ίντα θα μου ξελαμίσει δε γατέχω.
-Στάσου να σου πω… Αντιγόνη… να κάμω μνιά να ‘ρθω στο σπίτι;, ήρθενε κιανείς άλλος σάμε δα να το νε ιδεί και το νε πόβγαλε;
-Όη Μπαντελή δε ν’ ήρθενε κιανείς σάμε δα, μα μη θαρρείς πω θα κάτσει να κουβεδιάσετε… μέσα θα παεί να τρυπώξει και θα σου κλείσει και τη μπόρτα.
-Εγώ θα νάρθω κι ας το κάμει, μα δε χάνω πράμα πως θα κάμω μνιά προσπάθεια για το φίλο μου.
Ο λόγος του συμβόλαιο και θα το κάμει ο Μπάντελής, όπως και να χει, μα εκειονά απου το ν’ απασχολεί είναι η κακόψυχη, αμπλά ντου, απού ’νεκάτωσε τρία σπίθια και θα τσι βάλει να φαωθούνε, στα δικαστήρια.
Σκέφτεται να πάει να τη βρει, να τση πει δυό κουβέντες, μα όη ακόμη… πρώτα θα πάει στο γείτονα ντου να το νε ταρακουνήσει, να ξυπνήσει από τη σκοτεινιά τση ψυχής του.
Κατέχει πως με το σιργούλιο, μπορεί να τα φέρει βόλτα.
Λένε πως το ρόγδι φέρνει τύχη και για να προσεγγίσει το Μιχαήλο στο χάλι απού ναι, θα τη νε χρειαστεί.
Έκοψε δυό ρόγδια μεγάλα από τη ρογδιά και γεμίζει ρακή, το παγούρι.
Βάνει στη τζέπη ντου δυό μικιά ποτηράκια και πάει κ’ ότι καταφέρει.
Ευλοημένος άθρωπος ο Μπαντελής, μπορεί με το βλέμμα ντου και με το «γειά σου φίλε» να μερώσει τη ν’ αγριεμένη ψυχή του αρρωστάρη.
Σέρνει το ζεμπερέ τση εξώπορτας και ξανοίγει να ιδει που κάθεται.
Δε ν’ επρόλαβε να ξανοίξει και το νε σκιάχνεται ο φίλος του και σηκώνεται να τρυπώξει μέσα στο σπίτι.
Με βροντερή φωνή του λέει ο Μπαντελής….
-Στάσου ένα λεφτό μόνο!
Εκοκάλωσε στη θέση ντου, λες και το νε φοβήθηκε.
Με τη πλάτη γυρισμένη κοντοστένεται και ανημένει να του σιμώσει.
-Γιάντα εσηκώθηκες να φύγεις, εγω σε μπεγέντισα γείτονα και είπα να ‘ρθω να πχιούμενε μνιά ρακη παρέα και συ μου χεις τσι κόλους σου γυρισμένους!!! ντροπή δε ν’ είναι;
Ήγγιξέ ντου η κουβέντα και γυρίζει ντελόγω.
-Συγνώμη Μπαντελή, δε ντό καμα να σε προσβάλω, μα δε ν’ είμαι στα τα καλά μου.
-Πέ μου να κάτσω πρώτα κι απός θα δεχτώ τη συγνώμη σου Μηχαήλο!
Εκειά το ν’ έπχιασε στο φιλότιμο και για να ξεφύγει εδά, να τρυπώξει μέσα, ούτε λόγος για ετσά σκέψη, μπροστά στο Μπαντελή, ετούτανά ούλα που σε πονούνε και σε σφάζουνε τα ξεχνάς.
-Έλα γείτονα κάτσε… προς Θεού αλίμονο!
-Φέρε και τη δική σου καρέκλα να κάτσεις και βαστώ έτοιμη τη ρακή.
Έβγαλε από τη τζέπη ντου ένα τζακάκι και καθαρίζει το ρόγδι.
Βγάνει και τα ποτηράκια και του δίδει το ένα.
-Πχιάσε το παγούρι και βάλε ρακή στα ποτήργια, σάμε να ξεκαρπουλίσω το ρόγδι να ‘χομε το μεζέ έτοιμο.
Ίντα θα κάμει εδά….. ο Μπαντελής έχει όσο σεβασμό θέλει, σε όπχια κατάσταση και να ναι ο άλλος, θα του πχιάσει λόγο.
Όση ν’ ώρα καθαρίζει το ρόγδι, το νε ξανοίγει, μα δε βγάνει άχνα, μόνο πως βάνει ρακή στα ποτήργια κ’ ανημένει.
-Έλα Μιχαήλο στη ν’ υγειά μας κι άσπρο πάτο.
-Στη ν’ υγειά μας Μπαντελή.
-Βάλε άλλη μνιά Μιχαήλο να τη γκούσωμε.
Πχιάνει το παγούρι να βάλει στα ποτήργια κ’ ετσά που τρέμει η χέρα ντου, τη νε χύνει όξω απου το ποτήρι.
-Δε σε θωρώ καλά, ίντα συμβαίνει και είσαι ετσά κατσουφχιασμένος; άστο κι εγώ θα κεράσω.
Βάνει τη ρακή και του δίδει το ποτήρι.
-Ετούτηνέ θα πχιούμενε κι άλλη δε ν’ έχει γείτονα, για δε θέλω να σε μεθύσω.
Δε ν’ επρόλαβε να πχιάσει το ποτήρι και ντακέρνουνε τα μάθια ντου να σιρώνουνε.
-Πχιέτηνε να ξεμπουργάρει το μνυαλό σου Μιχαήλο, γιατί σε θωρώ και στενοχωρούμαι μα το Θιό.
Το σαράκι το παντέρμο για να βγεί από μέσα σου, θέλει το ν’ άθρωπο απού θα ’γκίξει το φιλότιμό σου και φαίνεται πως η τύχη με το ρόγδι και η παρουσία του Μπαντελή, θα λύσουνε τη γλώσσα ντου να μιλήσει, να τα βγάλει από μέσα ντου.
Ετσά κιόλας… είπενε ούλη τη ν’ ιστορία με το νι και με το σίγμα και πως θα χάσει το σπίτι ντου στη ν’ υστεργιά.
-Στάσου Μιχαήλο μη ντρέχεις….
-Πράμα δε θα γενεί…πέ μου το σπίτι τση αμπλάς σου, μαζί με το ν’ αφέντη σου δε ντο χτίσετε; και το πήρε προίκα σα ν’ επαντρεύτηκε;
-Ναι μαζί το χτίσαμε εγώ κι ο αφέντης μου, ο αδερφός μου δε ν’ εδούλεψε γιατί ήτονε στρατιώτης εκειονά τον καιρό.
-Ωραία…πέ μου δα χαρθιά είχενε καωμένα ο κύρης σου, οντε τση το ’δωκε;
-Όη δε ν’ έχει χαρθιά, μα και του λόγου μου, ετσά το πήρα το πατρικό μου, τα μοίρασε ο αφέντης μου και με το λόγω τιμής εμπήκα μέσα.
-Νάτα δα τ’ αυγά και για τη ν’ αμπλά σου γείτονα… δε μπορεί να σου κάμει πράμα, γιατί θα τση πείς κι εσύ, να μοιράσετε και το δικό τζη στα τρία, μνιας και τση τό χτισες κι όλας.
-Δε γατέχω ίντα θα μου ξελαμίσει ετούτηνέ η κατάσταση και ντρέπομαι τον κόσμο να πορίσω όξω απου το σπίτι μου, απού γυρίζουνε και λένε ότι τω σε κατεβάσει η καυκάλα ντος και θα λεει ο κόσμος πως έφαγα τη περιουσία τ’ αφέντη μου.
-Στάσου…δε ν’ είναι ετσά τα πράματα…. Εγώ και οι χωργιανοί κατέχομε πχιός είσαι και να μη ντο ξαναπείς ετονά το πράμα, αβγιαργά θα να ρθει ο ανιψός μου, ο δικηγόρος να με βρεί για μνια υπόθεση και θα του τα κάμω χαρτί και καλαμάρι ούλα και θα ιδείς πως θα τη νε δέσομε τη δουλειά.
-Εδά Μπαντελή θα βάλω τη ρακή να τη πχιούμενε και δε θα τρέμουνε τα χέργια μου.
-Ήδωκές μου κουράγιο και δύναμη, ο Θεός να σε βλέπει.
-Βάλε Μιχαήλο να πχιούμε, κι ανε ’δειάσει το παγούρι, θα φέρω άλλη.
Είπχιανε τσι ρακές, σάμε που ήρθενε η κερά ντου στο σπίτι και σα ν’ είδενε να ρακοπίνουνε άνοιξε το ζουμπούλι τζη.
-Καλώς τη νε τη γειτόνισσα έλα να μα σε καθαρίσεις εκειονέ το ρόγδι απου επόμεινε να πχιούμε δυό ρακες ακόμη με το Μιχαήλο.
-Εγω θα σα σε φέρω και μεζέ μονο δυό λεφτά να το ν’ ετοιμάσω Μπαντελή, ο Θεός να σου το ξεπλερώσει ετονέ το καλό γείτονα.
-Να μη ν’ ετοιμάσεις πράμα Αντιγόνη, εμείς εδειάσαμε το παγούρι και δε ν’ εχει άλλη φτάνει… μονο τα λέγαμε επαέ με το γείτονα και πότες άδειασε, ούτε που το καταλάβαμε.
Έπχιασε το ρόγδι να το καθαρίσει και καθίζει στο γύρο.
Η χαρά τζη δε περιγράφεται…κατέχει πως όπως τά πανε, ετσά θαναι κιόλας και δε δε ρωτά πράμα για να μη ξύσει πληγές.
Σα ν’ επεράσανε δυο τρεις μέρες, ο δικηγόρος ήπεψε το μπιλιετάκι τση αμπλάς του και κόντεψε να τη νε πχιάσει αποσκέπαση.
Ετσά νε αυτά…. εγύρευγές τα κι έπαθές τα….
Ανέλαβε ο Μπαντελής και εξετέλεψε τη δουλειά κι εδά ο καθένας κάνει το κολάι ντου, με χαρθιά και συμβόλαια.
Η δουλειά έσασε όπως έπρεπε και ο Μιχαήλος δε ν’ εξανάκατσε μέσα….
Με το γείτονα, πίνουνε τα ρακάκια ντος πότε, πότε και δε ν’ εξαναμιλήσανε μπλιό για αδερφομοίργια.
Η καρδιά του αθρώπου απου γαπά και σέβεται, είναι το σπίτι του Θεού.
Λενε πως το ρόγδι φέρνει γούρι και την ευτυχία.
Κι ο Μπαντελής εξεκίνησε «οπλισμένος. να κάμει το σαζμό, και τα κατάφερε…
.
10/10/22
Αντώνης Κουκλινός