Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Καρυωτάκης – Λειβαδίτης. Δυο διαφορετικές ποιητικές εκδοχές | της Σοφία Αδαμίδου


Διπλή επέτειος των ανθρώπων της ποίησης σήμερα, της γέννησης του Κώστα Καρυωτάκη και του θανάτου του Τάσου Λειβαδίτη. Η αξέχαστη δημοσιογράφος Σοφία Αδαμίδου έγραψε για τους δυο μεγάλους μας ποιητές:


Δύο ποιητές, διαφορετικής γενιάς και διαφορετικών συνθηκών, ο ένας της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής, ο άλλος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, διαφορετικής ποιητικής φιλοσοφίας, αλλά ποιητές και οι δύο, οραματιστές της ζωής, «χτυπούν την πόρτα» του Οκτώβρη. Ο Κώστας Καρυωτάκης με τη γέννησή του (30 Οκτώβρη 1896) και ο Τάσος Λειβαδίτης με το θάνατό του (30 Οκτώβρη 1988). Ο πρώτος, με το στίχο του, το σαρκασμό του, προσεγγίζει την πραγματικότητα και τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία της αδικίας χωρίς να μπορεί να δει διέξοδο. Ο δεύτερος, στην εποχή της κατοχής και των μεταπολεμικών χρόνων, μάχεται με την ποίησή του στο πλευρό του λαού.

Ποιητικά σύμβολα κοινωνικής «ανταρσίας»

Η ανταρσία της ποίησης έχει την ανάγκη και τη δύναμη να χτυπάει την πόρτα του παρόντος κυοφορώντας πάντα τα σημάδια μελλοντικών εικόνων. Ποιητικά σύμβολα γεννημένα στο παρελθόν αναγνωρίζουν καινούρια πάντα μηνύματα. Αδέσμευτα και οικουμενικά τα ποιητικά μηνύματα εξελίσσονται με κάθε ανάγνωση, σε κάθε εποχή, μέσα σε νέες ή διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που ενέπνευσαν, που επηρέασαν τους φορείς, τους οραματιστές της ζωής, τους ποιητές. Δύο τέτοιοι ποιητές, διαφορετικής γενιάς και διαφορετικών συνθηκών, ο ένας της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής, ο άλλος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, διαφορετικής ποιητικής φιλοσοφίας, αλλά ποιητές και οι δύο, «χτυπούν την πόρτα» του Οκτώβρη, ο Κώστας Καρυωτάκης με τη γέννησή του (30 Οκτώβρη 1896) και ο Τάσος Λειβαδίτης με το θάνατό του (30 Οκτώβρη 1988) και μας παρηγορούν με την πρόσκληση ενός άλλου ποιητή:

«Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!» (CHARLES BAUDELAIRE, μετάφραση Κ.Γ. Καρυωτάκη).

Κώστας Καρυωτάκης. Παρεξηγημένος από τους συγχρόνους του

Ο Κώστας Γ. Καρυωτάκης, βιωματικός και αντιπροσωπευτικός της εποχής του, μπορεί να χαρακτηρίστηκε ποιητής του μηδενισμού και της απαισιοδοξίας, και να έχει περισσότερο ίσως από κάθε άλλον τις ρίζες του στην ιστορική στιγμή και τα περιστατικά που δημιουργούσαν την ασφυκτική ατμόσφαιρα, όμως ταυτόχρονα προεκτείνει ως την εποχή μας. Μπορεί οι σύγχρονοί του εντυπωσιασμένοι από την αυτοκτονία του και βιώνοντας και οι ίδιοι το καταθλιπτικό περιβάλλον, αλλά χωρίς τη δική του ένταση και αδιαλλαξία, στάθηκαν στην απαισιοδοξία του, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν ότι ο Καρυωτάκης κατάφερε να φτάσει ως τη σάτιρα, για να εξευτελίσει, να ελεεινολογήσει, να ξεσπάσει, να καθορίσει την ιδεολογική του στάση. Γιατί ο Καρυωτάκης δεν ταίριαζε μόνο ευχάριστες ομοιοκαταληξίες, έκανε μάχη, με τον τρόπο του, με το στίχο του, το σαρκασμό του, χωρίς ποτέ να παραμερίζει την πραγματικότητα και τον αμετακίνητο στόχο του, τον άνθρωπο μέσα στις αμείλικτες κοινωνίες και κάτω από τη Μοίρα.

«Σε κάποιο κείμενο είδα πάλι επαναλαμβανόμενο τον όρο “καρυωτακισμός”» – γράφει ο Μίλτος Σαχτούρης (1988). «”Καρυωτακισμός” σήμερα το 1988, δε σημαίνει τίποτα. Και τότε γύρω στα 1930 ήταν μια άτυχη λέξη προερχόμενη από την παρεξήγηση ότι ο Καρυωτάκης ήταν τάχα μισάνθρωπος, πεισιθανάτιος κλπ. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ηταν απλώς επαναστατημένος ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες. Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του. Και ήταν ακόμα παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο, οι άλλοτε αρνητές του, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε τελευταίο ποίημά του, έτσι τον αποκαλεί, “μεγάλο”: “Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης”. Όσο για τον Σεφέρη, δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή του».

Γιατί όπως έγραφε, το 1938, ο Γιάννης Ρίτσος: «Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα Ελεγεία και Σάτιρες, μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα και ο Καρυωτάκης».

Τάσος Λειβαδίτης. «Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν(…)»

Από την άλλη ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει στη γενιά εκείνη που διαμορφώνεται πνευματικά στα χρόνια της κατοχής, τα οποία δρουν στο έργο του ως τραυματικές εμπειρίες. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές που στον εμφύλιο εξορίστηκε, ενώ μετά τον εμφύλιο δικάστηκε αλλά τελικά αθωώθηκε γιατί ένα ποιητικό του έργο θεωρήθηκε επικίνδυνο. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές που αμφισβήτησαν και εναντιώθηκαν στην αστική ιδεολογία, εκφραζόμενοι σε νεωτερική γραφή.

Και οι δύο, ο καθένας από το δικό του χωροχρόνο, μας «επισκέπτονται», συνυφασμένος ο καθένας με τον κοινωνικό χαρακτήρα του έργου του, που βγαίνει μεν από το βίωμα και την προσωπική τους τοποθέτηση, αλλά προσανατολίζονται στο παρόν και το μέλλον των εραστών της ποίησης, γιατί:

«Κάποτε, καθώς φεύγεις
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη
θα σου ‘τυχε ν’ ακούσεις ξαφνικά από ‘να παράθυρο
ένα πιάνο να παίζει.
Ισως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια
να παίζουν αυτόν τον λυπημένο σκοπό
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν.
Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο/
ακούγοντας κάτω απ’ τη βροχή-
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου.
Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα
τα παιδικά σου χρόνια
οι χαμένοι έρωτες
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου –
να πολεμήσουν
μαζί σου.»
(Τάσος Λειβαδίτης)

Κώστας Καρυωτάκης. Ένας επαναστατημένος αυτόχειρας

Στις 21 Ιουλίου του 1928, με τον ίδιο πυροβολισμό που η Αικατερίνη Καρυωτάκη έχανε τον γιο της, αναγγελλόταν στην Ελλάδα το πέρασμα ενός ποιητή.

Ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη, αλλά ποτέ δεν έζησε εκεί. Το επάγγελμα του πατέρα του ήταν η αιτία που πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, για να καταλήξει στα Χανιά, όπου φοίτησε στις τελευταίες γυμνασιακές τάξεις. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής της Αθήνας, αρχικά, επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, ελλείψει, όμως, πελατείας, ζήτησε δημόσιο διορισμό. Αρχικά υπουργικός γραμματέας στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια στις Νομαρχίες Σύρου, Αρτας και Αττικής. Στην Αθήνα γνωρίζεται με την Μαρία Πολυδούρη, με την οποία δημιουργεί το δεύτερο άτυχο ερωτικό του δεσμό. Ακολουθούν διάφορες αποσπάσεις και μεταθέσεις, με προτελευταίο την Πάτρα. Στο μεταξύ, έχει ταξιδέψει στη Γερμανία, στη Ρώμη, στη Ρουμανία, στη Βενετία. Επιστρέφοντας το Μάη του 1928 από το τελευταίο του ταξίδι στο Παρίσι, πήρε νέα μετάθεση για την Πρέβεζα, όπου αυτοκτόνησε στις 21 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.

Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση και τις ποιητικές μεταφράσεις, αλλά έγραψε και κάποια πεζά, σημαντικό συμπλήρωμα του έργου του. Στα Γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1913 από τα λαϊκά περιοδικά «Ελλάς» και «Εικονογραφημένος Παρνασσός», ενώ λίγους μήνες νωρίτερα είχε δημοσιευτεί συνεργασία του στον «Παιδικό Αστέρα» και είχε βραβευτεί στο διαγωνισμό διηγήματος με το πεζό «Ο Αζώρ και ο λωποδύτης». Την επίσημη, όμως, εμφάνισή του την έκανε με την πρώτη ποιητική του συλλογή το 1919 «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Ακολούθησαν «Νηπενθή» (1921) και «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927).

Η απαισιοδοξία ως διέξοδος

Η καλλιτεχνική δημιουργία, όπως και η απαισιοδοξία, είναι η διέξοδος από την εσωτερική σύγκρουση του ατόμου με τον κόσμο ή με το άμεσο περιβάλλον του. Η δημιουργία του είναι η πρόσκαιρη κατάργηση ενός κλίματος και η μετάβαση σ’ ένα άλλο, που κατασκευάζει ο δημιουργός, όπου και καταφεύγει για να ανασαίνει άνετα μέσα του. Οσο κι αν με τις Σάτιρες και κυρίως με τα πεζά του προβάλει οξύτατα τη διαμαρτυρία και την αγανάκτησή του για τις τερατώδεις δυνατότητες του κοινωνικού μηχανισμού, την τελευταία στιγμή στρέφει την πλάτη στη ζωή και την κοινωνία, εξουθενωμένος από ένα βαθύ αίσθημα ματαιότητας. Με την αυτοχειρία του, επισφραγίζει τη γνησιότητα και την ειλικρίνεια του έργου του.

ΠΡΕΒΕΖΑ

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται,
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Τάσος Λειβαδίτης. Τραγούδησε γι’ αυτούς που κουβαλούν «την ισότητα του κόσμου»

«H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Μαρξ», έγραφε στον «Αιώνα εμπορίου» ο Τάσος Λειβαδίτης. «Ένα μικρό, ανήθικο εμπόριο κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα, μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους λαχειοπώλες διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις, τα αισθήματα στο Χρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση, ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές, χρεόγραφα κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τι σημασία έχει; “ζούμε σε μια μεγάλη εποχή”, οι παπαγάλοι δεν κάνουν ποτέ απεργία μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές περηφάνιες, γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου, βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα μαζέψουν, νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Βαβυλώνας, δολάρια ασημένια, η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται, πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα – θα χρειαστούν μεθαύριο σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της “μεγάλης μας εποχής”, κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα…».

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Μεγάλωσε στην καρδιά της πρωτεύουσας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας, στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε. Μετά την Κατοχή εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1940 γνωρίζει τον Γιάννη Ρίτσο και του δίνει να διαβάσει ποίησή του. Ο Τάσος Λειβαδίτης έγινε και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του ο πιο αγαπημένος, ο αδελφικός φίλος του Γ. Ρίτσου.

Η πρώτη εμφάνιση του Τ. Λειβαδίτη στα Γράμματα έγινε το 1946, από τα «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη (τεύχος 55, 15/11/1946). Μεταπολεμικά, εκτός από τα «Ελεύθερα Γράμματα», συνεργαζόταν και με τη «Νέα Εστία». Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Θεμέλιο», το οποίο όμως εξέδωσε μόνο δύο τεύχη. Το 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, όπου, όπως όλοι οι συνεξόριστοι δημιουργοί, μαθητεύει στην ποίηση του αγώνα ενάντια στα κολαστήρια. Το 1952 εκδίδει τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας», την πρώτη από τις 21 μεγάλες ποιητικές συλλογές που κατέλειπε, εκτός από διηγήματα. Το 1953 του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Ποίησης του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» – το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, το οποίο το 1955 θα απαγορευτεί και ο δημιουργός του θα δικαστεί αλλά τελικά θα αθωωθεί. Το 1954 ήταν μέλος της ιδρυτικής ομάδας του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Από το 1954 έως το 1967 έγραφε κριτική ποίησης στην «Αυγή». Το 1957 του απονέμεται το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Δήμου Αθηναίων. Το 1977 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για το «Βιολί για έναν μονόχειρα». Το 1979 ξανακερδίζει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Εγραψε επίσης μέγιστα, αθάνατα τραγούδια: «Σαββατόβραδο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Δραπετσώνα», «Μάνα μου και Παναγιά», «Έχω μια αγάπη», «Λυρικά», με προορισμό πάντα:

«…Τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή
κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».

Σοφία Αδαμίδου

.

.

.

.

.

.

.

.


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:167