Η μοσκοκούζουλη | της Άννας Τακάκη
Δυο μήνες όλους κι όλους είχε κάτσει στην Αθήνα η Αθανασία. Την είχανε προσκαλέσει οι αξαδέρφες με τη θεια τζη, να πάει να γνωρίσει την πρωτεύουσα. Σαν ήρθε η ώρα να γυρίσει οπίσω, εγυάηρε άλλος άθρωπος. Ήρθε στο χωριό με τον αέρα τση πρωτευουσιάνας. Την Κυργιακή που μπήκε στην εκκλησά, όλα τα μάτια επέσανε απάνω τζη. Νοέμβρης μήνας, δεν σου τρυπούσε ακόμη η κρυγιάδα τα κόκαλα, κι εκείνη μπήκε μ’ ένα άσπρο γούνινο πανωφόρι – σαν πολική αρκούδα – κοντή φούστα, ψηλές μπότες ίσαμε τα γόνατα, και μοντέρνο καπελίνο. Τα βούρλα μαλλιά τζη τα’χε κάνει περμανάντ, είχε βαμμένα μάτια και βλεφαρίδες, χείλια βαμμένα κατακόκκινα, γάντια ασορτί με το τσαντικό, και σκολαρίκια κρεμαστά. Σαν εφίλησε τσι εικόνες ήφησε το μισό κοκκινάδι απάνω στο τζάμι. Εγέμισε κι όλη η εκκλησά με πατσουλί, μια κολόνια που ’φερνε αλλεργία κι όλοι οι εκκλησιαζούμενοι εκινήσανε τα αμψού!
Όταν ετέλεψε η λειτουργιά τηνε καλοσωρίζανε οι χωριανοί, κι οι συνομίληκές τση τηνε θωρούσανε αφ’ υψηλού.
– Ελόγου σου είσαι Αθανασία, γή κιαμιά άλλη; Μωρέ εσύ εγίνηκες Αθηναία, μοντέρνα! πώς τα πέρασες στας Αθήνας;
– Μας ήφερες κι εμάς κιανένα γουνικό, κιανένα φουλάρι, σκιας;
– Αχ, τι σαν σας πω κορίτσια, πολύ ωραία η Αθήνα! Μαγαζιά, ψώνια, βόλτες, κέντρα διασκέδασης!…Οι άνθρωποι περιποιημένοι, ευγενικοί. Αχ, καλέ, φιλενάδα τί είναι αυτό το ζακετί που φοράς, Κυριακάτικα;
– Ας εγάτεχα ελόγου σου δε σκας στην κάψα με τη γούνα; Ο ήλιος επρόβαλε. Δε ρίχνει δα και κουκκοσάλιi.
– Καλέ, Μαρίτσα, πώς μιλάς έτσι βαριά;
– Αθανασούλα, εξέχασες τα κρητικά σε δυο μήνες; Δε θα μασε καταδέχεσαι δηλαδή από δα και πέρα;
– Μπα, ετούτη είναι μοσκοκούζουληii! Λένε από πίσω τζη άλλοι χωριανοί. Πώς επήγε στην πρωτεύουσα εφυσίξανε τα μυαλά τζη. Ο ήλιος είναι όξω κι ήβαλε γούνα, για να μασε κάνει επίδειξη. Και μασε μιλεί και πολιτικά.
– Καλέ, ήμουνα με καλό κόσμο. Όλοι μιλούσαν αθηναίικα, με ευγένεια και τρόπους. Είναι μορφωμένος κόσμος εκεί. Εδώ είσαστε άξεστοι. Μιλάτε βαριά και μεγάλα σαν να μαλώνετε.
-Του λόγου σου δηλαδή, δεν είσαι γέννημα του χωριού μας; δε θα μασε μιλείς μπλιο στη γλώσσα μας;
– Εκεί οι ξαδέρφες μου είπαν να μη μιλάω κρητικά με το βαρύ κ γιατί δε θα με καταλαβαίνουν, κι έτσι άλλαξα τη γλώσσα μου. Άλλαξα και το στυλ μου… και που να δείτε τι έφερα!
Είχανε να λένε, το λοιπόν, οι χωριανοί για την Αθανασία που ήτανε ολίγον αλλοπαρμένη κι εδά με το που εξέσυρε από το χωριό εφυσίξανε ολότελα τα μυαλά τζη. Εφόργιε μοντελάκια, φουλάρια κι ένα σωρό χαρμπαλάδεςiii κι εκατέβαινε στην πλατέα. Ο νους τση ήτανε στα μεγαλεία, και στη ζωή τση πόλης.
-Θα ξαναφύγω γρήγορα. Δεν με σηκώνει πια το χωριό. Ήλεγε στους γονέους τση.
-Ο νους σου κάνει σούφερα, θυγατέρα μου. Δε φταίνε μόνο οι αξαδέρφες σου που σε ξεσηκώσανε. Επήρανέ σε να γνωρίσεις την Αθήνα, να δεις και πως είναι αλλού ο κόσμος. Μα να μην τως συνορίζεσαι ελόγου σου, γιατί εκείνες έχουνε πολύ παρά, και ζούνε σ’ένα τόπο, απού ο ένας δε γνωρίζει τον άλλο. Μα επαδά, όποιος αλλαξοφέρνει μιαολιά τονε λένε κουζουλό. Κι εγώ δε θέλω να σου βγάνουνε τέτοια αβανιάiv οι αθρώποι. Άσε, τα μυαλά στον τόπο ντως, και βάλε ένα ρούχο σέργος θεούv. Είντα μου τα φορείς τα κοντά, να φαίνονται τα μπούτια σου; Είντα μου τηνε πουσούνισες τη γούνα; Επαδά δε πιάνουνε κρυγιάδες. Ίδια πως είσαι μεγάλη κυρία. Κοπελοπούλα είσαι ακόμη. Μην ξανοίγεις τη θεια σου τη μοντέρνα και τσι θυγατέρες τση. Αυτές έχουνε άλλους τρόπους, έχουνε και το χρήμα και κάνουνε τα λούσα. Εδώκαμέ σου τσ’ οικονομίες μας να πας το ταξίδι και συ τα’καμες σκούψι νάψι, να μου φορείς και τούτουσες τσι χαρμπαλάδες να σε περγιελούνε οι αθρώποι.
Μετά από λίγες μέρες τση λέει ο κύρης τση.
– Αθανασούλα, ήκαμες το ταξιδάκι σου, ήφαες κι όλα λεφτουδάκια χωρίς να γυαήρεις πενταράκι, δηλαδή τα λεφτουδάκια μας. Να ρθεις, λοιπόν, ταϋτέρου να πάμε στο μετόχι να ραβδίσομε το λιόφυτο. Να βοηθάς τη μάνα σου να στρώνετε τσ’ ανάπλεςvi και να παίζεις και κιαμιά κατσουνιά.
Είντα να κάμει η κοπελιά, εσηκώθηκε με τα χίλια ζόργια τσ’ αυγές και κλούθηξε τω γονέω τζη, μα εσήκωσε μπαντιέρα του κυρού τζη. Όρεξη δεν είχε για δουλειά. Ήπαιζε που και ραβδιά κι απόι εγλοπάτειεvii τσ’ ελιές απάνω στην ανάπλα.
– Ξάνοιγε παιδί μου πού πατείς, τση λέει η μάνα τζη. Παίξε και μια κατσουνιάviii με δύναμη απού μπορείς, μόνο μου ξανοίγεις ορθά τον ουρανό, και τραγουδολογάς… Είντα σκοπό βαστάς ατά;
– Δεν ξαναπάω εγώ στ’ ελιές, δεν θέλω μπλιο κατσούνια.
Να τρώγω μια μπουκιά ψωμί, να βγαίνει από τα ρθούνια. Εγώ θα πάρω το βαπόρι να ξαναγιαήρω οπίσω και κάνετε κολάι με τσι περιουσίες σας, τσ’ ελιές σας, τ’αμπέλια σας, τα περβόλια σας. Κι άμα φύγω δεν ξαναγυρίζω.
– Είντα λογάται, μια κι αμοναχή σ’ εχομε και θα σε βάλομε τσ’ Αθήνες; Είντα δουλειά έχεις ελόγου σου εκειά; Επαδά σου χτίσαμε σπίτι, επαδά είναι οι περιουσίες μας. Να βρεθεί κι ένας καταστάμενοςix άθρωπος και χαερλήςx, να τονε πάρεις να’χομε κι εμείς μιαν ασπενταντίβαxi. Είντα θα γενούμε άμα γεράσομε; πού θ’ακουμπήσομε;
– Να κουμπάτε στις κατσούνες σας. Εμένα τούτη η δουλειά δε μ’ αρέσει. Εγώ θα πάω με τσ’ αξαδέρφες μου πού θα με βάλουνε σε θέση. Μου την έχουνε βρει κιόλας τη δουλειά, και θα φύγω. Να πάω εκειά που ζει ο κόσμος κι όι να με τρώει η κρυγιάδα κι η ογρασά, να μ’ ανεμοδέρνει ο αέρας και να με καψαλιάζει ο ήλιος.
– Άμα δεν ήθελες να σ’ ανεμοδέρνουνε οι καιροί ήπρεπε να σπουδάξεις. Μα δεν ήστρωσες τον κώλο σου, να διαβάζεις, να γενείς μια δασκάλα σκιας, να παίρνεις το μηνιατικάκι σου, να βρεις κι ένα γαμπρό, να παίρνει κι αυτός το μηνιάτικό του, να μην τυραννάστε σαν κι εμάς.
– Δηλαδή μάνα, οι σπουδασμένοι μόνο κι οι μηνιατόροιxii περνούνε καλά; Εγώ είδα πράματα και θάματα όσο ήμουνε στην Αθήνα. Μπορεί να δουλεύουνε σ’ εργοστάσια ή σε μαγαζιά, και τα περνούνε μια χαρά. Καλοντυμένοι, περιποιημένοι, με τσ’ αμαξάρες τως, με τσι βολητές τως, με τα θέατρα, τα κέντρα διασκέδασης, τσι ταβέρνες και τσι καφετερίες τως. Εμένα το χωριό δε με σηκώνει άλλο! Μπορεί να γενώ θεατρίνα, μπορεί και τραγουδίστρια, πού κατέχεις;
«Αθήνα, Αθήνα, χαρά της γης και της αυγής,
μικρό γαλάζιο κρίνο»…
Κι εκίνησε το τραγούδι η Αθανασία, κι εσείστηκε ο κάμπος.
– Μπρε τούτη η θυγατέρα μας, γυναίκα, είναι μοσκοκούζουλη.
Δε θωρεί το ζόρε απού ’χομε να μαζώξομε τσ’ ελιές εδά που ’ναι καιρός, μόνο μου ονειρεύγεται Αθήνες;
– Μα είδες φωνή την έχει; Απαντά η μάνα στον κύρη. Πού τα ’μαθε αυτά τα πράματα μέσα σε δυο μήνες;
– Ήρεσε σας, γονέοι μου; να σασε πω δα κι ένα άλλο;
– Ο νους σου στο τραγούδι και στο λούσο! την αποπαίρνει η μάνα. Δε φταίω μόνο εγώ απού σ’ έπεψα στσ’ ανεράιδες τσ’ ανιψές μου κι από τότε σάς επήρανε τα μυαλά σου αέρα…
Δεν την εκάνανε καλά την κοπελιά μέχρι απού ’φυγε πάλι για την πρωτεύουσα. Τα ’χανε, μαθές, κλωσμένα με τσ’ αξαδέρφες και τη θεια τζη, πως θα τση βρίσκανε δουλειά, και θ’ άρχιζε σιγά σιγά να στέκει στα πόδια τζη.
Άνοιξη καιρού η Αθανασία ήτανε πάλι Αθηναία. Έπιασε δουλειά σ’ ένα κατάστημα με υφάσματα. Περιποιημένη, εντυπωσιακή, και μ’ έναν αέρα κρητικό ακόμη, δεν ήργησε να μάθει τη δουλειά και να την εκτιμούνε πελάτες και αφεντικά. Άρχισε να μπαίνει σε μεγάλο κύκλο με τσι πλούσες αξαδέρφες τση, απού ’χανε του κόσμου τσι γνωριμίες. Μετά τη δουλειά αλωνίζανε την Αθήνα, από αξιοθέατα μέχρι κέντρα διασκέδασης. Η Αθανασία που τση ’ρεσε το τραγούδι, τραγουδούσε στην παρέα, ώσαμε που ήπιασε και το μικρόφωνο. Η φωνή τζη είχε ένα σπάνιο μέταλλο που ξεχώριζε. Και να τα συμβόλαια με τα μαγαζιά και τα κέντρα διασκέδασης. Και οι παραγωγοί να τηνε γυρεύγουνε και να τση κάνουνε προτάσεις. Εδώκανέ τζη και το ψευδώνυμο Σία Λατρεία. Ποιος τηνε πιάνει πια τη Σία στο χρήμα και στα λούσα;
Όταν τύχαινε να πηγαίνει διακοπές στο χωριό, κανείς δεν την είπε μοσκοκούζουλη. Ήτανε πια η Σία η Λατρεία ντως.
Γλωσσάρι:
i Κουκκοσάλι: χαλάζι με λίγο αέρα
ii Μοσκοκούζουλη, θεότρελη
iii Χαρμπαλάδες: φορέματα με σούρα, πολλές πτυχώσεις
iv Αβανιά: συκοφαντία, δυσφήμιση
v Σέργος θεού: κανονικά, σεμνά
vi Ανάπλες: Λινάτσες για το στρώσιμο των λιόδεντρων
vii Εγλοπάτιε: πατούσε κι έλιωνε τις ελιές
viii Κατσουνιά: χτύπημα με το κατσούνι ( βέργα ραβδίσματος)
ix Καταστάμενος: αποκαταστημένος
x Χαερλής: άνθρωπος του χαϊριού
xi Ασπεταντίβα: υποστήριξη
xii Μηνιατόροι: μισθωτοί
Άννα Τακάκη
[«Κρητικά Νάκλια» 2021-2022]