Η Ελλάδα της 4ης Αυγούστου και ο λαός που πίστεψε στη νίκη | του Θεματοφύλακα ιστορικής μνήμης
Αναμφίβολα η άρνηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο, όπως και η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, δεν είναι δυνατό να εξηγηθούν με ιδεολογικούς όρους ή τουλάχιστον όχι αποκλειστικά με τέτοιους όρους. Στην πραγματικότητα όσο και αν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν συγγενικό ή ομοειδές – τηρουμένων των αναλογιών – με τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης, δεν ήταν η ιδεολογική του φύση που καθόριζε τις διεθνείς συμμαχίες του, αλλά, κυρίως, η οικονομική βάση πάνω στην οποία στηριζόταν. Αν έτσι δούμε τα πράγματα, βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο της αναζήτησης των αιτιών που εξηγούν γιατί ο Μεταξάς αρνήθηκε να υποκύψει στην ιταλική πρόκληση. Το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο που στήριξε τη μεταξική δικτατορία – και κυρίως το ναυτιλιακό – είχε ισχυρούς δεσμούς με τον Αγγλικό ιμπεριαλισμό. Επίσης από τα ξένα κεφάλαια που υπήρχαν στη χώρα πιο ισχυρή θέση κατείχε το βρετανικό, στη συνέχεια ακολουθούσε το γαλλικό και μετά το αμερικανικό. Όσο κι αν βελτιώθηκαν οι οικονομικές σχέσεις με τη Γερμανία στη διάρκεια της δικτατορίας, σε καμιά περίπτωση δεν υπονομεύτηκε η βρετανική κυριαρχία στην Ελλάδα. Η μεταξική δικτατορία ουδέποτε αμφισβήτησε την πρόσδεση της χώρας στο άρμα του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Μεταξάς στο «Τετράδιο των σκέψεων», που κρατούσε παράλληλα με το ημερολόγιό του, στις 6/5/1940 έγραφε: «Είναι φυσικό, κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Άγγλους και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία, με τους Γερμανούς. Η διαφορά των πολιτευμάτων δεν παίζει ρόλο, γιατί και το Αγγλικό το δρόμο μας θα ακολουθήση. Γι’ αυτό είναι τραγική η θέσις της Ιταλίας… Και η Ιταλία στο βάθος, τη φιλία προς την Αγγλία ζητά. Μόνο που αυτή ακολουθεί το δρόμο του μεγάλου, ενώ εμείς είμαστε μικροί» (Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του ημερολόγιο», τόμος Δ’, σελ. 467). Ακόμη πιο σαφής ήταν ο Μεταξάς όταν εξηγούσε τη θέση της Ελλάδας απέναντι στην Αγγλία – και σ’ ότι αφορούσε την περιβόητη ουδετερότητα – μιλώντας στις αρχές Μάη του ’40 με το Βρετανό δημοσιογράφο Άρθουρ Μάρτον: «είμεθα ουδέτεροι – εκμυστηρευόταν ο Έλληνας δικτάτορας στο συνομιλητή του – εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης». («Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», εκδόσεις «Πάπυρος», σελ. 76).
Ι. Μεταξάς: Δεν είχαμε άλλη επιλογή
Από όσα αναφέραμε μέχρι στιγμής είναι φανερό πως η Ελλάδα της 4ης Αυγούστου δε θα μπορούσε να αποδεχτεί τις ιταλικές απαιτήσεις ερχόμενη σε σύγκρουση με τη Μεγάλη Βρετανία. Κι αυτή την πραγματικότητα την εξήγησε με απολύτως σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ο δικτάτορας, μιλώντας στους διευθυντές και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου (σε μια συζήτηση με απόρρητο χαρακτήρα), στις 30/10/1940, στο Γενικό Στρατηγείο. Συγκεκριμένα, αφού αναφέρθηκε επί μακρόν στο τι προηγήθηκε του πολέμου, στις επαφές που είχε με τον Χίτλερ και στην απαίτηση του τελευταίου να προσχωρήσει η Ελλάδα στον «άξονα» παραχωρώντας εδάφη σε Ιταλία και Βουλγαρία, ο Μεταξάς πρόσθεσε: «Δηλαδή θα έπρεπε διά ν’ αποφύγωμεν τον πόλεμο να γίνομεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού από τη Βουλγαρίαν.
Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μιαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγλλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δε θα παρέλειπαν υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος στους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον…».
Συνεχίζοντας ο Μεταξάς σημείωσε ότι η χώρα θα οδηγούνταν σε νέο διχασμό ή για την ακρίβεια σε τριχοτόμηση. «Θα εδημιουργούντο έτσι – είπε – όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες. Πρώτη θα ήτο η «επίσημος των Αθηνών»… Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του έθνους, το οποίον ποτέ δε θα απεδέχετο την εκουσίαν υποδούλωσίν του, πληρωμένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον… Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δε θα παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού στόλου εις τας νήσους Κρήτην και τας άλλας. Η τρίτη Ελλάς, η «δημοκρατική», θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας, εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις τη Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετε η τρίτη αυτή Ελλάς την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της «Δευτέρας Ελλάδος» της εθνικής δημοσίας γνώμης εν την παμψηφία της» (Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του ημερολόγιο», σελ. 520 – 526).
Η απογοήτευση του δικτάτορα
Η απόφαση του Μεταξά να απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο, όπως είδαμε, οφειλόταν σε ψυχρούς πολιτικοστρατιωτικούς υπολογισμούς. Ο ίδιος πάντως – όπως αποδεικνύουν τα γραπτά του – θα ήθελε να είχαν διαφορετική τροπή τα πράγματα, να μην είχε αναγκαστεί να συγκρουστεί με τους ομοϊδεάτες του. Απ’ όσα γράφει στο «τετράδιο των σκέψεών» του, στις 2/1/1941, προκύπτει ότι ένιωθε τρομερή απογοήτευση και πικρία για την τροπή των πραγμάτων, για τη στάση των ομοϊδεατών του Χίτλερ και Μουσολίνι. Να τι λέει σχετικά:
«Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό… Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη… επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε τη συγγένεια του ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήτανε εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήση και να την υποδουλώση.
Για τον Χίτλερ το πράγμα δεν είναι και τόσο φανερό. Βέβαια δεν περίμενε κανείς να μεταχειριζότανε βία απάνω στην Ιταλία για να τη σταματήση. Αλλά περίμενα, εγώ τουλάχιστον, ότι δε θα είχε ευθύς εξ αρχής ξεπουλήσει την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήτανε άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν οδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή» (Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του ημερολόγιο», σελ. 553).
Ποιος πίστευε στη νίκη;
Υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις το καθεστώς της 4ης Αυγούστου οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο με την Ιταλία. Κι όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό η δικτατορία ούτε ήθελε ούτε φανταζόταν αυτό που επακολούθησε, δηλαδή τη νίκη στα βουνά της Αλβανίας. Η αστική ιστορική φιλολογία κατά ένα μέρος της τουλάχιστον, παραποιώντας την ιστορική αλήθεια ισχυρίζεται ότι ο Δικτάτορας Μεταξάς πίστευε σε ελληνική νίκη. Ουδέν αναληθέστερον τούτου. Ο Μεταξάς απλώς αναλύοντας τη διεθνή πραγματικότητα υπολόγιζε ότι από τον παγκόσμιο πόλεμο που ήδη είχε αρχίσει νικητής θα έβγαινε η Αγγλία και οι σύμμαχοί της, πράγμα που σήμαινε ότι στο στρατόπεδο των νικητών θα βρισκόταν και η Ελλάδα αποκομίζοντας κάποια οφέλη. Σε ό,τι αφορά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο θεωρούσε ότι η Ελλάδα αγωνιζόταν για την τιμή των όπλων. Για του λόγου δε το αληθές να τι είχε πει στη συνάντηση – που προαναφέραμε – με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου: «Η Ελλάς δεν πολεμά διά τη νίκην. Πολεμά διά τη δόξαν. Και διά την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνει αξία της ιστορίας της…. υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει» (Ι. Μεταξά: στο ίδιο, σελ. 525).
Τα αισθήματα ηττοπάθειας δε χαρακτήριζαν βεβαίως μόνο την πολιτική ηγεσία αλλά και τη στρατιωτική. Κι είναι φανερό αυτό από το γεγονός ότι ενώ ο ιταλικός κίνδυνος είχε αποκαλυφθεί σ’ όλο του το μεγαλείο, τουλάχιστον από τον Απρίλη του 1939, δεν υπήρξαν οι αναγκαίες στρατιωτικές προετοιμασίες για επιτυχή αντιμετώπισή του. Σύμφωνα με τον Α. Παπάγο, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού τότε, «την απρόκλητον ιταλικήν επίθεσιν της 28ης Οκτωβρίου υπέστη η Ελλάς ούσα σχεδόν ανεπιστράτευτος» (Α. Παπάγος: «Ο πόλεμος της Ελλάδος 1940 – 1941», Αθήναι 1945, σελ. 317).
«Μέχρι τον Απρίλιο του 1939 οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ήταν προσανατολισμένες για την αντιμετώπιση πιθανής επίθεσης από τη Βουλγαρία. Αλλά και μετά απ’ αυτή την ημερομηνία – όταν η Ιταλία είχε καταλάβει την Αλβανία και έβαζε στο στόχαστρο την Ελλάδα – η κατάσταση δεν άλλαξε σημαντικά. Το αμυντικό σχέδιο ΙΒ (Ιταλία – Βουλγαρία) που υιοθετήθηκε, προέβλεπε κατανομή δυνάμεων που ενίσχυε μεν την άμυνα της χώρας προς την πλευρά της Αλβανίας αλλά και πάλι ευνοούσε τον τομέα επιχειρήσεων προς τη Βουλγαρία. Είναι δε ιστορικώς εξακριβωμένο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση πως στις εκτιμήσεις της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας εκείνο που κυριαρχεί “από τον Απρίλιο του 1939 και ως τις πρώτες νίκες του ελληνικού στρατού στην Ηπειρο, είναι η απαισιοδοξία για τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιστάσεως κατά των Ιταλών στη γραμμή των συνόρων» («Ιστορία του Ελληνικού έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, σελ. 412).
Στο ενδεχόμενο νίκης της Ελλάδας επί των Ιταλών δεν πίστευε ούτε η Αγγλία, η οποία από την πρώτη στιγμή του ελληνοϊταλικού πολέμου προετοιμάστηκε να καταλάβει την Κρήτη για να την αξιοποιήσει ως ναυτική και αεροπορική βάση. Έτσι στη σύσκεψη του Γενικού της Επιτελείου που έγινε παρουσία του πρωθυπουργού Ου. Τσώρτσιλ, στις 28/10/1940, διατυπώθηκε η εξής εκτίμηση – απόφαση για την κατάσταση: «Η ναυτική μας θέση στην ανατολική μεσόγειο θα εξασθένιζε από την κατάληψη της Ελλάδος από την Ιταλία, αλλά η ιταλική εισβολή θα μας παρείχε την ευκαιρία να εξασφαλίσουμε μια αξιόλογη ναυτική και αεροπορική βάση, την Κρήτη». Ακόμη δόθηκαν οδηγίες στον αγγλικό Τύπο να μην καλλιεργεί μεγάλες προσδοκίες για την άμυνα της Ελλάδας (στο ίδιο, σελ. 417).
Μόνο ο λαός πίστευε στη νίκη
Μόνο ο ελληνικός λαός ήταν αισιόδοξος, πίστευε στο δίκιο του αγώνα του και στην ικανότητα των στρατευμένων παιδιών του να φέρουν τη νίκη. Ο ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος, που έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας το λαϊκό ξεσηκωμό τη μέρα της έναρξης του πολέμου, στις 28/10/1940, γράφει σχετικά: «Υπολογίζετο ότι από αρκετών ήδη ωρών εκτυπούσε το κανόνι εις το Μέτωπον και σύμφωνα όχι μόνο προς τους υπολογισμούς των Ιταλών αλλά και προς πάσαν λογικήν στηριζομένην επί των αριθμών των μεγάλων ιταλικών δυνάμεων, των ετοίμων από ικανού χρόνου διά την εισβολήν, και των μικρών ελληνικών τμημάτων που είχαν ευρεθεί εις τη μεθόριον, τα ιταλικά στρατεύματα εφοδιασμένα με ισχυρά μηχανοκίνητα μέσα και βοηθούμενα από τα αεροπορικάς των δυνάμεις, θα είχαν εισβάλει ήδη εις την Ελλάδα εις ικανό βάθος. Και όμως ο συναγερθείς λαός των Αθηνών, αντί να αναμένει με σιωπηλήν αγωνίαν τας πρώτας ειδήσεις εκ του Μετώπου, εξεδήλωσεν τον ενθουσιασμόν του διά τον σκληρόν αγώνα εις τον οποίον απεδύετο… Πολλοί εις την πρώτην ορμή του μένους μη έχοντες τι άλλο να κάνουν εκείνην την ώραν, ετοποθετούσαν εις τους εξώστας τη Σημαίαν των, ωσάν να επρόκειτο περί πανηγυρικής εορτασμού ημέρας» (Δ. Κόκκινου: «Οι δύο πόλεμοι 1940 – 1941», Αθήνα 1946, τόμος Β, σελ. 179). Ήταν τέτοιος ο λαϊκός ενθουσιασμός που ο δικτάτορας Μεταξάς, σε πλήρη διάσταση με τη λαϊκή διάθεση, διαπνεόμενος, όπως έχουμε προαναφέρει από αισθήματα ηττοπάθειας, έγραφε στο ημερολόγιό του στις 29/10/1940: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» (Ι. Μεταξά: στο ίδιο, σελ. 520).
Ο ελληνικός λαός φυσικά δεν έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του. Πήρε τον πόλεμο στην πλάτη του και μετέτρεψε το τυπικό «ΟΧΙ» του Μεταξά σε ουσιαστικό, πραγματικό, νικηφόρο «ΟΧΙ». Αυτό το «ΟΧΙ» ενέπνευσε στη συνέχεια το έπος της Εθνικής ΕΑΜικής Αντίστασης, αυτό το «ΟΧΙ» είναι που αποτελεί πηγή φρονηματισμού και διαπαιδαγώγησης για μια Ελλάδα ελεύθερη και εθνικά ανεξάρτητη, αυτό το «ΟΧΙ» είναι που καθοδηγεί και εμπνέει τους σημερινούς αντιιμπεριαλιστικούς – δημοκρατικούς αγώνες του λαϊκού κινήματος δείχνοντας πως ο λαός στην ηττοπάθεια και στη δουλοπρέπεια των ιθυνόντων αντιτάσσει την ανυπότακτη πάλη του και τη βεβαιότητα της πίστης ότι τελικά αυτός θα είναι ο νικητής.
.
Θεματοφύλακας ιστορικής μνήμης