Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Ατζί μερί το πάτησε | της Άννας Τακάκη


Η γνώση και τα γράμματα ήτονε το πρώτο έγνεμα τσ’ Αρτεμούλας. Μαθήτρια άριστη από την πρώτη του δημοτικού.

Μόλις ήμαθε να διαβάζει, αντί για παιγνίδι επροτίμα να βρει κιανένα ξωσκολικό βιβλίο, γιατί τα σκολικά τα διάβαζε εν τω άμα και το θάμα. Και πού να το βρει; Στο σκολειό υπήρχανε τρία τέσσερα και τα ξεσκόνισε. Στην πολιτεία δεν ήτανε εύκολο να πάει, οι συγκοινωνίες δύσκολες τα παλιά χρόνια. Πέρα από τα όρια του χωριού τα κοπέλια δεν είχανε ιδέα για κόσμο, για άλλους τόπους, άλλες χώρες, μόνο ό,τι διαβάζανε από τα σκολικά βιβλία κι ό,τι θωρούσανε μέσα από τσι χάρτες. Κι ετσιδά η Αρτεμούλα επεριορίστηκε στα βιβλία τζη κι ό,τι άλλο βιβλίο ή περιοδικό ήθελα να τση παντήξει. Πολλές φορές εζήτα από τη δασκάλα να τη δανίσει ό,τι βιβλίο είχε κι από τον παππά, ας ήτονε και θρησκευτικό. Ύστερα ήπιανε ό,τι περιοδικό τση πάντηχνε. Το Ρομάντζο, το Φαντάζιο, τον Θησαυρό επήγαινε και τα ’βρισκε σε σπίτια που είχε κοπελιές και διάβαζε μέχρι και τσι γελιογραφίες, μέχι και την τελευταία λέξη. Κι η μάνα τζη ως ήκουσε ότι διάβαζε τέτοια περιοδικά τηνε μάλωνε. Δεν ντρέπεσαι; Αυτά είναι για τσι μεγάλες. Θαρρώ πως μου ξετζάνωσες Αρτεμούλι!

Μια μέρα εζήτηξε του κυρού τζη να τση παραγγείλη ένα βιβλίο του Παπαδιαμάντη, να τση φέρουνε από την πολιτεία. Κι εκείνος την αποπήρε.

-Ήντα τα θες τα βιβλία; Για να σε ξεβατζίσουνε και να σου παίρνουνε το νου; Να μη μου πούνε ό,τι πήγες πάλι και γύρευες ρομάντζα από τσι κοπελιές γιατί θα σε μπλαβίσω. Ξάνοιγε τα χαρτιά που σου δίνουνε στο σκολειό, και βοήθα τη μάνα σου στο νοικοκυργιό, κι άσε στο δαίμονα τα βιβλία.

Μα εκείνη θελε να γενεί δασκάλα, σαν τη δασκάλα τζη την κυρία Πολυξένη. Ήθελε να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά. Μα πλια πολύ ελαχτάρα να σπουδάσει και να μάθει ένα κόσμο πράματα, να πλατύνει ο νους τση. Το ’χε όνειρο να φύγει από τα στενοσόκακα και τη δύσκολη ζωή του χωριού.

-Εγώ θα γενώ δασκάλα, ήλεγε ολοένα τω γονέω τζη, μα εκείνοι την αποπαίρνανε.

-Είντα μου τα θες τα δασκαλίκια; Να μου γυρίζεις από παέ κι από κειε, και να μην κάτσεις επαδά, να κατέχομε πού ’σαι, και να’χομε ήσυχη την κεφαλή μας; Κατέχω πού θα σε ξεβαρκάρει το βαπόρι, να πα σε ξεκουζουλάνουνε οι νεαροί; Δε σου χρειάζονται γράμματα, και φτάνει σε το Δημοτικό, τση ’λεγε η μάνα. Κι ο πατέρας τηνε καλοπιάνει:

– Σα βγεις από το σκολειό, Αρτεμούλι, θα σε πάρω στο μιτάτο να μου τυροκομάς, θα σε μάθω να κουρεύγεις τα οζά, και να τ’ αρμέγεις. Και κοντό ν’ αργίσει θες να τα μάθεις; Σπίθα είσαι!

Θα τρως και τα κατσοχειράκια σου, θα πίνεις το φρέσικο γαλατάκι σου.

– Ελόγου μου θα σε μάθω να ξένεις, να κλώθεις και να φαίνεις. αποσώνει κι η μάνα. Το πολύ να σε πάω στση Καλλιοπίτσας να μάθεις μοδίστρα. Τα γράμματα δεν είναι για τσι θηλυκές. Το θηλυκό δεν πρέπει να ξελαργαίνει από το σπίτι του.

-Το θηλυκό πρέπει να ’ναι με τη μάνα ντου, να μαθαίνει τη νοικοκεροσύνη, να μάθει να στένει το τσικάλι και ο προορισμός του είναι να βρει ένα καλό γαμπρό να παντρευτεί, και να γεννά κοπέλια συνεχίζει ο πατέρας.

-Δηλαδή κύρη μου, θα πέψεις τ’ ασερνικά μας να σπουάξουνε;

-Κιανένα δεν πέμπω. Επαδέ θέλομε χέρια, πολλά χέρια! το νόησες;

Σαν ετέλειωσε η Αρτεμούλα το Δημοτικό, ήκλαιγε κι εσκοτώνουντανε, γιατί δεν εθέλανε επουδενί και λόγο οι γονέοι τζη να τηνε πέψουνε στο Γυμνάσιο. Μα πλια πολύ την ήπιασε το σύζυλο σαν ήμαθε ότι θα πήγαινε η συνομίλική τζη η Αριστέα, απού δεν ήτονε καλή μαθήτρια. Η δασκάλα πιάνει με το καλό τον κύρη τζη, πιάνει τονε κι ο δάσκαλος, μα κείνος ήτονε ανένδοτος.

-Τέτοιο μυαλό, είναι αμαρτία να θαυτεί, κυρ- Πελοπίδα. Η Αρτεμισία από δα κατέχει πλια πολλά από μας.

-Ελόγου σας τη δουλειά σας, διδασκάλοι! δε σασε πέφτει λόγος.

Με ρωτάτε αν έχω φράγκα να τηνε πέψω στην πολιτεία;

Η Αρτεμούλα ήτονε κλιτή και μαραμένη σα δεν τηνε πέψανε στο Γυμνάσιο. Δεν ήθελε να φάει, δεν ήθελε να πιει, δεν ήθελε να κάμει δουλειά στο σπίτι, δεν ήθελε να βγει όξω. Κι ολοένα η μάνα τζη τηνε μάλωνε, κι ολοένα τση φώνιαζε.

-Φάε, πιε Αρτεμούλι και θα σε πέψω στη μοδιστρική, σα δε θες τα μιτάτα και τα χωράφια. Να γενείς μια καλή μοδίστρα να βγάνεις το μεροκαματάκι σου.

-Δε θελω μοδιστριλίκια, δε θέλω πλια να γροικώ τ’ αχερένια μυαλά σας. Κι ανέ λυπάστε τα φράγκα, γή φοβάστε να μη με κλέψει κιανείς και δεν κάνω τη γνώμη σας, εγώ είντα φταίω; Γιάντα, γονέοι μου, με γεννήσετε;

-Γιάε είντα λέει τούτο το θυληκό. Απού να πάρουνε, να λάχουνε τα χαρτιά που διαβάζεις! Εκειανά σ’ αλλάξανε τα μυαλά.

Το κοπελιδάκι, είχε μεγάλο καημό. Μούδε μπάρμπας, μούδε γείτονας, μουδέ παππούς εκαταλάβαινε τ’ αποθημένο τζη. Ένα πρωί πιάνει τα βουνά και τα λαγκάδια μαζί με τα πουλιά και με τα ζούμπερα, που τως εσυνομίλειε και τωσε τραγούδειε:

Πουλάκια που ’χετε φτερά και πάτε αλάργο αλάργο,

πείτε μου πού να βρω χαρά και ποιαν ελπίδα να’βρω;

Απού δεν έχω τα φτερά να φύγω να πετάξω

να πάω όπου λαχταρώ, σ’ άλλη μεριά ν’αράξω.

Ας ήμουνε κι εγώ πουλί μ’ ένα φτερό σπασμένο

παρά να χώνομαι στη γη μερμίγκι κουρασμένο…

Επήγαινε να βραδιάσει και το κοπέλι δεν εγυάιρε ακόμη. Ποξεχάστηκε στα ψηλά, να ξανοίγει μια τον ουρανό, μια τη γη, μια τα πουλιά, μια τα ζούμπερα και μια να σκύφτει να προσκυνά το μυρωμένο χώμα με τσα λογής βοτάνια. Κι οι γονέοι τζη εμπήκανε στην έγνοια. Γυρεύγουνε από δω, γειρεύγουνε από κει, φωνάζουνε Αρτεμούλα! Πάνε στο μιτάτο, πάνε στα χωράφια, στα μετόχια, πιάνουνε τα σπίτια, άφαντη. Κατά τα μοχριάσματα φανερώνει στο σπίτι.

-Διαστρεμένο θηλυκό, πού εγύριζες όλη μέρα; Δεν κατέχεις ότι μας ήβαλες στην έγνοια; Λέει ο κύρης τση και πιάνει ένα βιτσάλι και τηνε κάνει εφτά παραδώ!

-Σώνει δα! λέει η μάνα. Μην τηνε κατασκοτώσεις! Φαίνεται πως μασε κάνει πεισματικά, που δεν τηνε πέψαμε στο Γυμνάσιο.

Το κοπέλι μούδε ήφαε μούδε ήπιε κι ελουχτούκιαζε το κακομοίτισκο στο κλάημα όλη νύχτα.

Επεράσανε δυο τρεις εβδομάδες. Όλα καλά εδείχνανε, σα να μην εσυνέβηκε πράμα. Κι η κοπελοπούλα επήγαινε δα στα ίσα και δεν εξεστράτιζε. Εσυβάστηκε, λένε οι γονέοι τζη. Οι βιτσές και οι φωνές, εκάμανε το θαύμα ντως. Είδες τηνε εδά πως πάει τσουρί σε όλα; απού να μην αβασκαθεί το προκομμένο μας,

Από δα και πέρα και δουλειές ήκανε η Αρτεμούλα στο νοικοκεριό και η όρεξη τση’νοιξε να τρώεει, και στο μιτάτο εκλούθειε του κυρού τζη και τυροκομούσανε.

Ώσαμε που μια μέρα των ημερώ εβρήκε τρόπο και πήγε πολιτεία. Αλλά πήγε κατσιρμά, δίχως να πάρουνε χαμπάρι οι γονέοι τζη. Ρωτά να μάθει πού είναι το Γυμνάσιο, και μπαίνει μέσα. Λέει τ’ αποθημένο τζη στσι καθηγητάδες, που δεν εκατέχανε πώς να φερθούνε και είντα λύση να δώσουνε σ’ ένα κοπέλι που είχε τέτοια δίψα και στους γονέους που δε τση δίδανε νερό να πιει. Ώσαμε που ’δανε κι απόειδανε οι γονέοι που ελαχταρίσανε πάλι να τηνε γυρεύγουνε και τση λένε:

– Αφού το πάτησες ατζί μερί να γενείς δασκάλα, ορισμός σου. Εμείς πάμε στσι δουλειές μας και κάνε κι ελόγου σου, ό,τι σου καρφώθηκε στον ομυαλό. Μπέλιτα, πως θα να ’ναι για καλό σου.

Και τη βάλανε να συγκατοικήσει με τη συνομίλική τζη την Αριστέα για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο. Η Αρτεμούλα γίνηκε συν καιρώ μια φωτισμένη δασκάλα. Γύρισε τόπους και χωριά, κι ύστερα ήρθε στο χωριό τζη να διδάξει, και να δώσει γνώσεις και χαρά στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

.

Ατζι μερί το πάτησε: το ’βαλε πείσμα
Ατζί: κνήμη
Μερί: ο μηρός

Άννα Τακάκη

[Από το «Διηγήματα από παροιμίες», ανέκδοτο]

 

 

 

 

 

 

 

 


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:117