Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Το ξημέρωμα τσ’ αμοναξάς… | του Αντώνη Κουκλινού

Δε ντου κόλανε ύπνος και σηκώθηκενε αξημέρωτα…

Έχει μνιά ολιά γίατσο και βγήκενε όξω στη ν’ αυλή και φέρνει μνιά ν’ αμπασκάλη ξύλα κι άφτει φωθιά.

Έβαλε στο τζιζβεδάκι καφέ και σαν έβρασε το καϊμάκι, γεμίζει το φλιτζάνι.

Έσυρε μνιά ρουφηξά και βγάνει το νταμπάκο να στρίψει ένα τζίγαρο.

Ολομόναχος επόμεινε σαν τη καλαμιά στο κάμπο που λένε…

Σέρνει τη καθέκλα να κάτσει κοντά στο τραπέζι και ψηλώνει το φτύλι τση λάμπας, να φέξει μνιά ολιά πλιά καλά.

Απάνω στο μεσοδόκι, σαν εψήλωσε τη λάμπα, γλακούνε φοβισμένοι δυό μ-ποντικοί να τρυπώξουνε.

Κάθε ρουφηξιά καφέ, σέρνει και μνιά καπνό…

Ετσά που ξάνοιγε το ντοίχο, θωρεί ένα σαμνιάμιδι ν’ αγλακά κι αρπά μνιά μύγια απου σαλεύγει κι απός τρέχει και ραφώνει πίσω στο κάδρο.

Ο κύκλος τση ζωής σκέφτηκε…

Ο κύκλος τση ζωής και στη φωτογραφία του κάδρου…

Καθισμένος με το μ-πόδα απάνω σ’ άλλο ο καπετάνιος με τα σαλβάργια, δίπλα η κερά ντου με τα χέργια στη μ-ποδιά τζη σταυρωμένα και εφτά κοπέλια να στέκουνται από πίσω στη σειρά.

Ούλοι φευγάτοι, εκτός από δυό μπαρμπάδες του, που ποκρατούνε ακόμη.

Δύσκολη ζωή, πείνες, κακουχίες, πολέμοι, μα εκάμανε οικογένεια έστω και με τα χίλια βάσανα.

Αυτοί που σκοτωθήκανε, αφήκανε οπίσω πόνο, χήρες και ορφανά κοπέλια…

Ένα από αυτά είναι κι αυτός…

Άτυχος από γεννησιμνού…

Δε ν’ επρόλαβε να χαρεί… να κάμει οικογένεια κι έχασε στη γέννα γυναίκα και κοπέλι.

Επέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβει και έτσά απου εταξίδευγε η σκέψη ντου, ήνοιξε αέρας το μπατζούρι και ήφεξε το σπίτι.

Το φως τση ταχινής ετρύπωξε στσι χαραμάδες του μνιαλού ντου και ντελόγω αφήνει το συλλογισμό ντου οπίσω.

Ώρα να αφήσει πίσω και τα σκοτάδια τση θύμησης.

Σβήνει τη λάμπα, σέρνει το κουρτινάκι και μπώθει τα παραθυρόφυλλα ν’ ανοίξουνε.

Η μυρωδιά του πρωινού μεθεί, σα ντο καλό κρασί.

Η νύχτα φεύγει και το φως τσ’ ελπίδας μπελονιάζει τη κάθε στιγμή απού ‘ρχεται, με τη κλωστή τση χαράς, για να πάει καλά η μέρα.

Τα ξινόδεντρα τσ’ αυλής, οι γλάστρες με τσι βγιόλες, είναι το καθημερνό καλημέρισμα τω ν’ αμαθιώ ντου, με το κόσμο..

Καθισμένος μπροστά στο παραθύρι εκέντησε κι άλλο τσιγάρο…

Ίντα όμορφα ξεκινά η μέρα, μα πως θα βραδιάσει κιανείς δε γατέχει.

Παρατηρεί τσι σπουργίτες στη κρεβατίνα να ξετινάσουνε τσι φτερούγες και το (γ)κάτη σκαλωμένος έτοιμος να ορμήξει.

Ετσά ναι η ζωή…

Από τη μνιά στιγμή στη ν’ άλλη δε γατέχεις ίντα θα σου ξελαμίσει.

Αγναντεύοντας τη θέα του κάμπου, οι πρώτες αχτίνες του ήλιου αγκαλιάσανε τη ψυχή και τη ν’ αυλή ντου.

Ένα παράθυρο γίνεται το κάδρο τσ’ ελπίδας του κάθα ταχινή.

Καλά μας είναι εδά σκέφτηκε…

Έκλεισε το τεφτέρι τση σκέψης του με αισιοδοξία και ξεκινά τη μέρα ντου δυνατός.

Η ζωή θέλει απάλε και με τη δύναμη του μεγαλοδύναμου τα καταφέρνει να ζει…

Έστω κι αν ένα δικό ντου κάδρο, να κάθεται σταυροπόδι με τη δικιά ντου φαμίλια, δε ντ’ αξώθηκε, να ιδεί να κρέμεται στο (ν)τοίχο του σπιθιού ντου…

16/09/2022

Αντώνης Κουκλινός


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:110