Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Tραχύς ο βίος κι η θάλασσα τραχιά! | Της Άννας Τακάκη

Ιδού πως συνεπάγεται η έμπνευση…

Διαβάζοντας στίχους από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, έφταναν μόνο αυτοί οι δυο στίχοι: «Δεν είναι τούτος που λαχτάριζα χρόνια και χρόνια, Θε μου! Δράκο αναντιάζω σαραντάπηχο ν’ αντροπατάει το σπίτι». Και πάραυτας ήρθε ο συνειρμός στο νου και στην καρδιά μου χτύπησε ένας βαρύγδουπος χτύπος. Δυο εικόνες άρχισαν να ζωγραφίζονται μέσα μου κι όξω μου. Μια του πολυταξιδεμένου Οδυσσέα που επέστρεφε, αγνώριστος κι ασούσουμος, με το αψύ του βλέμμα να καρφώνεται στα λάγνα μάτια της Πηνελόπης και μια του δικού μου ταξιδευτή που επέστρεφε από τις κυματισμένες θάλασσες του κόσμου, ένας σύγχρονος Οδυσσέας! Με τη διαφορά πως το καράβι του δεν άραξε στο «νόστιμον ήμαρ» αλλά θα συνέχιζε το ταξίδι του για πολλά χρόνια ακόμη. Νεαρός Ανθυποπλοίαρχος τότε ο αρραβωνιάρης μου, ίσα που είχε πάρει το δίπλωμά του.

Ήταν το πρώτο μπάρκο του ως αξιωματικός Εμπορικού Ναυτικού και δώσαμε την υπόσχεση πως θα είχα τη δύναμη να μένω πίσω μόνη, να τον περιμένω και θα είχα το κουράγιο ν’ αντέξω τις θάλασσες, όταν θα ταξίδευα μαζί του και το θάρρος να στηρίξω ένα σπίτι και μια οικογένεια που χρειάζεται και τους δυο.

Δε γνώριζα για θάλασσες και θαλασσινά ταξίδια, μήτε της μονιάς το τίμημα, και της πεθυμιάς το βάσανο, όταν ο έρωτας και η νοσταλγία γίνονται βαρίδια που σε χτυπούν χαδιάρικα για να μην σε πονέσουν…μα ο ζωντανός ο χωρισμός, που λέει και το τραγούδι, παρηγοριά δεν έχει .

Ένας χρόνος είχε περάσει κι εγώ έμενα πίσω στον τόπο μου, στο χωριό μου, να τον περιμένω να έρθει για τον γάμο και σαν υπομονετική Πηνελόπη έφτιαχνα τα προικιά μου. Δεν είχα στήσει αργαλειό, γιατί την τέχνη αυτή δεν την έμαθα. Για τα περίτεχνα υφαντά μου είχαν φροντίσει η γιαγιά, η μάνα μου και η θεία μου. Μονάχα έπλεκα, κεντούσα κι ονειρευόμουνα.

Γνώρισα τη ναυτοσύνη μέσα από τα γράμματα, που μου έστελνε ο ταξιδευτής μου, αλλά όχι τόσο συχνά, γιατί το πλοίο αργούσε

να πιάσει λιμάνι. Μα όποτε ερχόταν και τα άνοιγα, ο κόσμος όλος ήταν δίπλα μου. Μου έγραφε για τόπους μακρινούς, που μόνο γεωγραφικά τους ήξερα, μου έστελνε και κάρτες με εξωτικά τοπία κι ονειρευόμουν μια μέρα να επισκεφτώ αυτόν τον μαγικό κόσμο, που μου έδειχνε, μέσα από τα ρομαντικά του γράμματα και τις κάρτες με αφιέρωση.

Μετά από ένα χρόνο αλληλογραφίας, κι αφού ούτε τηλέφωνα υπήρχαν τότε στο χωριό, μόνο το κεντρικό τηλεφωνείο, που μου τηλεφωνούσε σπάνια, μέσω ασυρμάτου φυσικά, μού ήρθε ένα τηλεγράφημα ότι το καράβι του θα άραζε για λίγο στο λιμάνι της Πύλου για ανεφοδιασμό, ερχόμενο από Βόσπορο και θα συνέχιζε για το κανάλι του Σουέζ. Με καλούσε να πάω να τον δω! «20 Οκτώβρη 1978. Αράζουμε Πύλο για λίγες ώρες…σε περιμένω… Επικοινώνησε με γραφείο». Η έκπληξη και η χαρά μου απερίγραπτη. Όμως για λίγες ώρες. Γιατί τόσο λίγο; Ένα χρόνο είχα να τον δω. Κι όμως κι αυτές οι λίγες ώρες θα ήταν βάσαλμο και για τους δυο μας….

Ζούσα με το όνειρο της συνάντησής μας. Έκανα ένα ολόκληρο ταξίδι από το χωριό μου, από την άκρη της Ανατολικής Κρήτης για να πάω Πειραιά κι από κει στην Πύλο. Σε όλη τη διαδρομή έκανα όνειρα.. .πώς θα με έβλεπε, πώς θα τον έβλεπα, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Θα είχε αλλάξει; Θα τον αντάμωνα στο χώρο της δουλειάς του, μέσα στο πλοίο, που είχα πλάσει με τη φαντασία μου, πώς μπορεί να ήταν αυτό το πλοίο που μου περιέγραφε, ένα πετρελαιοφόρο αρκετών χιλιάδων τόνων, πώς θα ήταν η καμπίνα του και η γέφυρα που έκανε βάρδια. Όλα αυτά θα τα έβλεπα ζωντανά και δεν θα είχα πια φανταστικές εικόνες στο νου μου. Θα ήταν για μένα μια πραγματικότητα.

Ή Ναυτική εταιρεία μου έδωσε ακριβώς τη μέρα και την ώρα που θα έφθανε το πλοίο στην Πύλο. Ήμουν εκεί πολύ πριν φθάσει. Περίμενα στην προβλήτα μαζί με άλλους συγγενείς των ναυτικών που ήρθαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας για να συναντήσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Εκεί που περιμέναμε πιάσαμε τη συζήτηση. Βλέπετε, όλοι είχαμε κάτι κοινό μεταξύ μας: τη νοσταλγία.

Μετά από κάποια ώρα άρχισε να φαίνεται το πλοίο στον ορίζοντα. Ένα μακρύ γκριζόμαυρο πλοίο. Να το, φάνηκε! Φώναξε κάποιος όλο χαρά.

Αυτό το πλοίο, που σε λίγο θα πατούσα στη λαμαρίνα του, ήταν κάτι εντελώς άγνωστο για μένα. Ως τότε γνώριζα μόνο τα επιβατικά πλοία, αυτά που με έφερναν από την Κρήτη στον Πειραιά και αντίθετα. Ετούτο ήταν ένα γκαζάδιακο κατά πως λένε στη ναυτική ορολογία, προορισμένο να μεταφέρνει πετρελαιοειδή, φορτία επικίνδυνα κατά πως καταλαβαίνετε. Όσο πλησίαζε προς το λιμάνι το πλοίο, γινόταν θεόρατο, με ένα κομοδέσιο ψηλό και μια τεράστια μακριά κουβέρτα με βίντσια, μπίγες και σωλήνες μεγάλες, γερό σκαρί, μακρύ και πανύψηλο. Η χαρά άρχισε να ζωγραφίζει ωραίες εικόνες στα πρόσωπα όλων, όπως και στο δικό μου, καθώς έριχνε άγκυρα κι έδενε τους κάβους. Λίγα λεπτά ακόμη απέμεναν και θα πατούσα την πολυπόθητη λαμαρίνα! Άρχισαν να καταφθάνουν οι αρχές, οι υπεύθυνοι του γραφείου, ο ατζέντης, ο τροφοδότης για ανεφοδιασμό τροφίμων, αλλά και πολλοί ντόπιοι από περιέργεια. Κόσμος πολύς στο λιμάνι. Έπεσε η σκάλα και τα μάτια μου καρφωμένα εκεί πάνω, να δω πότε θα μας δώσουν το σύνθημα να μπούμε μέσα.

Με το που έδεσε το πλοίο, βλέπω να βγαίνει πρώτος ένας νεαρός με κοντό παντελόνι, με γένια και μακριά σγουρά μαλλιά, με πρόσωπο λιοκαμένο, με βλέμμα τραχύ και εκστασιασμένο και να τρέχει προς την προβλήτα κρατώντας στα χέρια του ένα σώμα ανθρώπου που έσταζε αίματα. Φοβήθηκα! Άρχισαν τα όνειρά μου να εκτρέπονται. Ο ρομαντισμός των ταξιδιών να παίρνει άλλη όψη. Λίγο πιο πέρα είχε έρθει ένα ασθενοφόρο. Όλοι σοκαρίστηκαν κι αναρωτιώντουσαν τι μπορεί να έγινε. Απ’ ότι μάθαμε μετά δεν ήταν κάτι σοβαρό. Ένα ατύχημα στο μηχανοστάσιο, συμβαίνουν κι αυτά. Ευτυχώς που ήταν κοντά στη στεριά.

Πέρασαν λίγα λεπτά. Ακόμη δεν πήραμε το σύνθημα να μπούμε μέσα. Μα γιατί αργούν; Φτάνει που θα ήταν λίγες οι ώρες. Κι εκεί πάνω στις σκέψεις μου και στην οχλαγωγία, ένιωσα πίσω μου δυο χέρια να μου σφαλούν τα μάτια. Τα έχασα! Τι γινόταν; Ποιος να ήρθε να με εκπλήξει σ’ ένα άγνωστο μέρος; Εγώ περίμενα εναγωνίως, να μπω στο πλοίο και να συναντήσω τον καλό μου. Ποιος μπορεί να μου έκλεινε τα μάτια, και γιατί; Ώσπου ήρθε μπροστά μου ένας νεαρός, ό ίδιος νεαρός αυτός με το κοντό παντελόνι τα γένια και τα μαλλιά και το λιοκαμένο πρόσωπο, που κρατούσε στα μπράτσα του τον άνδρα. Με πήρε μια αγκαλιά και με οδήγησε στο πλοίο…

Δεν το πίστευα! Αυτός ήταν ο αρραβωνιαστικός μου, που δεν τον αναγνώρισα. Πως είναι δυνατόν; Πόσο είχε αλλάξει… Πόσο η θάλασσα τον είχε τραχύνει και πόσο ο ήλιος του Ισημερινού του είχε κάψει το πρόσωπο!

Θεέ μου! Πολύ απέχει η φαντασία από την πραγματικότητα. Αδυνατισμένος και λιοψημένος, δυνατός και μεστομένος. Τον μέστωσαν τα κύματα, ο ήλιος κι η αρμύρα! Μέσα μου μια κρυφή χαρά με ανακούφιζε. Ήταν νέος, ωραίος και τόσο δυνατός! Σήκωνε τον χτυπημένο άνδρα στα χέρια του και δε λύγησε και δεν πτοήθηκε, δεν κουράστηκε! Δεν μπορώ να μην κάμω τον συνειρμό μου!

Μπήκαμε στο πλοίο. Ο χρόνος του χωρισμού έδειχνε ν’ αναπληρώνεται μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Σε λίγο έφευγα φορτωμένη με όλα τα καλά, που μου είχε ψωνίσει από τις χώρες που είχε πάει. Κι ακόμη φορτωμένη με πολλά αποθέματα για ν’ αντέξω το μακρύ του ταξίδι.

Το πλοίο έλυσε κάβους κι έφυγε μετά από λίγες ώρες. Κι έτσι πάντα έφευγε κι εκείνος για τις θάλασσες του κόσμου με κάποια ανάπαυλα λίγων μηνών στη στεριά. Άντεξε τα κύματα και τη μοναξιά! Δυνατός, επιβλητικός και περιπετειώδης σαν Οδυσσέας! Η Οδύσσεια του, Οδύσσειά μας όλα αυτά τα τριάντα θαλασσινά χρόνια!

Ο ανθός και ο καρπός της ζωής μας!..

[Από τη συλλογή «Ταξιδιωτικά διηγήματα»]

Άννα Τακάκη

 

 

 

 

 

 

 

.


[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι το έργο «Neptune’s Horses» 1892, του καλλιτέχνη Walter Crane (1845-1915)]


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:140