Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Oι τρεις παραμιές | της Άννας Τακάκη

Μικρό κοπέλι ήτανε το Αννιό τότε, που με πολλή προσήλωση καθότανε στο καρεκλάκι του, να γροικά τις παλαιϊνές ιστορίες της γιαγιάς του Αννίκας. Εκείνη είχε το χάρισμα να διγάται, λες και γέμιζε ο τόπος όλος με πρόσωπα και πράματα μιας άλλης εποχής. Εικόνες ολοζώντανες γεμάτες μυστήριο. Για το μικρό κοράσι οι ιστορίες εκείνες ήτανε τα παραμύθια που του ’ρεσε να τ’αφουγκράζεται γεμάτο λαχτάρα και να ρουφά την κάθε λέξη, όπως ρουφά το μωροκόπελο το γάλα από το βυζί της μάνας του. Ιστορίες για νεράιδες που φαίνανε στο φως του φεγγαριού, για φαντάσματα που φαντάζανε τους αθρώπους που νυχτοπορπατούσανε για να πάνε στις δουλειές τους, για τη Μοίρα που εμοίραζε τα κοπέλια όταν γεννιότανε και χίλια δυο άλλα περίεργα. Μα πλιότερο από κάθε άλλη ιστορία ήθελε να γροικά και να ξαναγροικά εκείνη με τις τρεις παραμιές. Κι η γιαγιά Αννίκα άρχιζε πάλι το τροπάρι με το δικό της μαγικό τρόπο:

Ήτανε, λέει, τα παλιά χρόνια ένας φτωχός άθρωπος που ξενιτεύτηκε για να βρει δουλειά σ’ενός άρχοντα τη δούλεψη. Χρόνια και χρόνια ξόδεψε στην ξενιτιά, ώσαμε που ήρθε η ώρα να γιαγύρει οπίσω. Λέει, το λοιπός, μια μέρα στο μεγάλο άρχοντα κι αφέντη του:

– Άρχοντά μου, δεν μπορώ άλλο να μείνω στη δούλεψη σου. Έχω κι εγώ οικογένεια που τη λαχταρίζω. Δώσε μου τσι λίρες απού μου ’ταξες, να πάω ο έρμος στο γιατάκιi μου το φτωχό, να μοιραστώ με τη γυναίκα μου και το παιδί μου ετούτα τα καλά.
Του δίδει ο γερο -άρχοντας ένα πουγκάκι με χρυσές λίρες και του λέει: Πάρε, παιδί μου, την πλερωμή σου, μα να μην ανοίξεις το πουγκί μόνο άμα φτάξεις στο σπίτι σου. Έχω όμως ακόμη να σου δώσω ένα πλια ακριβό πεσκέσι, γιατί επόμεινα ευχαριστημένος τα χρόνια που ήκαμες στ’ αρχοντικάτα μου. Ήσουνε καλός, εργατικός και τίμιος άθρωπος με γερή υπομονή, γιαυτό θα σε προυκίσω παραπάνω.

Ο άθρωπος περιμένει με αγωνία να δει τι ήτανε εκείνο που θα τον αντάμειβε περίσσα και ήτανε όλος χαρά.

-Εκειόνα που δα σου δώσω, παιδί μου, δε φαίνεται, μούδε πιάνεται, μόνο να το στέσεις καλά στο νου σου. Τ’ αυτιά σου να ’χεις ανοιχτά σε ό,τι θα σου πω. Γροικάς;

-Γροικώ αφεντικέ μου, του λέει ο άθρωπος. Ειντά ’ναι, μαθές, αυτό που βούλεσαι να μου πεις;
-Είναι τρεις παραμιές, τρεις σοφές κουβέντες. Γροίκησε τσι και πράξε αναλόγως στην πορεία σου…

Η πρώτη λέει: «για τον καινούριο δρόμο τον παλιό να μην τονε ανεγυρίζεις».

Η δεύτερη, « το δε σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην έχεις».

Και η τρίτη «τον αποσπερνό θυμό να τον αφήνεις για το πρωί».

Φεύγει ο άθρωπος, αφού αποχαιρέτησε κι ευχαρίστησε το καλό αφεντικό του. Μισεύγει για τον τόπο του πορπατάρηςii, και ξελαφρωμένος, αφού δε θα ’τανε πλια δούλος στον ξένο τόπο. Βαστούσε σφιχτά δεμένο στο ζωνάρι της μέσης του το παραγεμοσμένο με χρυσές λίρες πουγκί του. Από τώρα κι ύστερα θα ’τανε εκείνος στο κονάκι του κύρης κι αφέντης, ελόγιαζε σ’ όλη τη μακρά στράτα ο φτωχός άθρωπος.

Όλα καλά και άγια, για τον διαβατάρη. Όπου κουραζόντανε καθόντανε, έπινε μια γουλιά νερό από το παγουράκι του, έτρωε μια μπουκιά ψωμί που βαστούσε στο ταγάρι του κι εσυνέχιζε τη μακρά στράτα του. Επήγαινε, επήγαινε το στρατί, ώσαμε που φτάνει σε μια διχάλα με δυο δρόμους. Ο ένας φαρδύς και καθαρός, ο άλλος ένα στενό μονοπάτι μ’αγκάθες, πέτρες και πρινάρια. Στένεται και σκέφτεται ποιο δρόμο να πάρει. Λέει, μα θέλει και καλό ρώτημα; Από τον φαρδύ και καθαρό θα πηγαίνω πλια ογλήγορα και πλια ακούραστα στο διάβα μου.

Κάνει κάμποσα ζάλα μπροστά κι ύστερα του ’ρχεται στο μυαλό η πρώτη παραμιά του γερο – άρχοντα. «Για τον καινούριο δρόμο, τον παλιό να μην τον ανεγυρίζεις». Κάνει πάλι τα μπρος οπίσω και παίρνει την παλιά στράτα κι ας ήτανε στενή και κακοτράχαλη. Ζάλο το ζάλο πάει… άμα κουραστεί κάθεται… άμα νυστάξει κοιμάται. Μετά από λίγη ώρα απαντά στο διάβα του αθρώπους κουρελιασμένους και μισόγδυμνους, τσαμπογδαρμένουςiii κι ελεεινούς να κουτσουκλίζουνεiv τα πόδια τους και να μην έχουνε αντίφαξηv να πάρουνε ζάλο.
-Είντα πάθετε, μαθές, κι είσαστε σ’αυτάνα τα χάλια; Πού ’ναι τα ρούχα σας, τα παπούτσια σας;
-Πού να σου τα λέμε, κουμπάρε!… Επήραμε την άλλη στράτα τη καθαρή για να πάμενε πλια ογλήγορα στον τόπο μας, ω, μα τη γρουσουζά μας! Επαραμονεύγανέ μας σε μια μπάντα διαόλοι ληστές και μασε ληστέψανε. Οι κλέφτες, οι ελεεινοί! Επήρανέ μας ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Και τα ρούχα μας ακόμη και τα παπούτσια μασε βγάλανε! Και θωρείς ελόγου σου; Πώς θα ξεπεράσομε στον τόπο μας με τέτοιο χάλι; Δε φτάνει δα που μασε γδύσανε μόνο μας εκάμανε και εφτά παραδώ και δεν έχομε αντίφαξη*. Για κειόνα εξαναγιαγύραμε οπίσω, να πάμε από κεια που κατέχομε κι ας έχει και κακοτοπιές.

Ο φτωχός άθρωπος τα που γροίκησε και τα που είδε δεν ήθελε να τα πιστέψει. Μα πίστεψε στην καλή του μοίρα, που τον εγλίτωσε από το μεγάλο κακό, χάρις στη παραμιά, τη σοφή κουβέντα που του ’πε ο γερο- αφεντικός του. Με σαφίvi δύναμη και μεγάλη ευγνωμοσύνη συνεχίζει το μακρύ δρόμο του και πηγαίνει, ώσαμε που θωρεί απ’ αλαργού δυο αθρώπους να πουργεύγουνεvii σε μιαν άκρα και να σάζουνε ένα τείχος αψηλό και μεγάλο. Ειντά ’ναι τουτονά παλι το περίεργο καστρί; Αναρωτάται. Σα να μην ήτανε χτισμένο με πέτρες και χώμα. Σιμώνει πλια καλά κι είντα να δεί; Το τείχος χτιζότανε με αθρώπινες κεφαλές! Επήγε να φωνιάξει, ο αγαθός άθρωπος, «είντα κάνετε ωρέ επαέ των αθρώπω; Γιάντα τσι σφάζετε»; Κι ύστερα του ’ρχεται στο νου η δεύτερη παραμιά, η σοφή κουβέντα του γερο- αρχοντάρη του, «το δε σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην έχεις». Περνά και φεύγει δίπλα από το καστρί, χωρίς να ξανοίξει, και χωρίς να βγάλει μια κουβέντα. Κι ως έφευγε γροικά ένα πουργάρηviii από πίσω του να του λέει:

– Ε, σύντεκνε, δε θα μασε ρωτήξεις ετουλόγου σου είντα κάνομε επαδά;

– Είντα με γνοιάζει εμένα; Το δε σε μέλει μη ρωτάς που λένε…

– Καλά που δεν ερώτηξες, ειδαλλιώς ήθελα να ’χεις κι εσύ τη μοίρα όλων ετούνοδέ των περίεργων αθρώπω.

Ο άθρωπος για άλλη μια φορά ευχαριστήθηκε και μακάριζε το σοφό αρχοντάρη του, που τον εγλίτωσε από τα φονικά χέρια.

Επήρε πάλι το μακρύ δρόμο ο διαβατάρης, άυπνος και κουρασμένος και μετά από κάμποσα μερόνυχτα έφτασε εν τέλει στο χωριό του. Ήτανε βράδυ, μοχριάσματα και μέρα Σαββάτο. Μόλις που είχανε ανάψει οι λύχνοι στα σπίτια των αθρώπων. Δεν εβαστούντανε ο ταλαίπωρος να πάει να χτυπήσει το χαρκοκέρκελοix της κεράς του και να μπει μέσα. Εκείνη δεν τονε περίμενε πλια. Τον είχε ξεγραμμένο. Χρόνοι πολλοί είχανε περάσει. Ποιος να κάτεχε το χαμό του;

Σιμώνει ο νιοφερμένος στο κονάκι του και θωρεί από τ’ ανοιχτό καγκελωτό παραθυράκι τη κερά του να λούνει μέσα στη σκάφη ένα νεαρό άντρα. Δεν επίστευε στα μάτια του!

-Α, την κουζουλή, την άπιστη γυναίκα!… δεν επερίμενε να ’ρθω κι επήε και πήρε άλλο άντρα κι ήβαλε στο σπίτι μου. Θα τονε σφάξω, εσκέφτηκε. Θα του τονε κόψω τον ακουπάx εκειά που του γέρνει το νερό. Και βγάνει από το ζωνάρι του το μαχαίρι έτοιμος να μπουκάρει μέσα και να ν’ αρχίσει το σφαγομαχαίρωμα. Πάραυτα όμως του ’ρθε στο νου η τρίτη σοφή κουβέντα του γέρο- αρχοντάρη του. « Τον αποψινό θυμό να τον αφήνεις για το πρωί». Βάνει πάλι το μαχαίρι στο φουκάριxi κι επήγε κι εβρήκε ένα απάνεμο γωνιδάκι κι εκάτσε κι εξημερώθηκε.

Πρωί κι αποδιαφώτισταxii παίζει η καμπάνα της εκκλησιάς. Όλοι οι χωριανοί με τα καθαροπλυμένα τους ρούχα επηγαίνανε να εκκλησιαστούνε και να πάρουνε τη μεταλάβωση. Εκείνος στέκει σε μιαν άκρα του μικρού τοίχου. Κανείς δεν τον ανεγνώρισε. Μετά από λίγη ώρα επέρασε και η κερά του με το νεαρό άντρα που έλουνε αποβραδίς και δε χάνει καιρό. Ρωτά ένα χωριανό του.

-Δε μου λες, μπρε σύντεκνε, να σε ρωτήξω… ποιος είναι ο νεαρός που σύρνει ετούτη η κερά;
-Είντα να σου λέω…Ο γιος τση είναι τση κακομοίρας! Εκείνη είχε ένα άντρα αχαΐρευτο απού ήφυγε στα ξένα και τηνε παρέτησε μ’ ένα μωρό στσι φασκιές. Χρόνους πολλούς εδά λείπει, δίχως να κατέχει το χαμό του, ανέ ζει, γή είναι ποθαμένος κι η έρμη γυναίκα τ’ ανέθρεψε μόνια μοναχή και το ’καμε ολόκληρο παλικάρι.

-Ο γιος τση; Απηλογάται πάλι ο άθρωπος. Κι ύστερα στέκει αποσβολωμένος στη μια μπάντα του τοίχου και βαθυσυλλογάται. Ω, διάλε παρέ μεxiii! Πόσο ήτανε να σφάξω το ίδιο μου το κοπέλι. Ας είναι καλά η σοφή κουβέντα του αρχοντάρη μου, που μ’ έκανε να μη μπήξω το μαχαίρι.

Μακαρίζει πάλι την καλή του τύχη και τον αφεντάρη του, που του’πε αυτή τη γνωστική κουβέντα. Δεν εμπορούσε να βαστάξει τη χαρά του και τρέχει και τους προλαβαίνει, πριχού να μπούνε στην εκκλησιά. Αγκαλιάζει μάνα και γιο και τους φιλεί.

-Υγιέ μου, κερά μου! Σχωράτε με που ήργησα!

Εκείνοι εποσταθήκανε και τονε ξανοίγανε με περιέργεια. Άχνα δεν εβγάλανε από το σαστιμό τους. Ωρέ, μπας κι είναι ψόματα; Εγιάγυρε ο κύρης τους;

Αγκαλιασμένοι κι ολοπεσίχαροι δα ύστερα εμπήκανε όλοι μαζί στο μοναστήρι. Μεταλαβαίνουνε, παίρνουνε το αντίδωρο και σαν εγιαγύρανε στο κονάκι τους, λύνει ο αθρωπάκος τη ζώνη να βγάλει από μέσα το πουγκί με τις χρυσές λίρες.

-Τόσανα χρόνια στην ξενιτιά, σας ήφερα ένα καλό κομπόδεμα. Α… να δείτε, από δα και πέρα θα ζήσομε πλουσιοπάροχα. Έπαδέ μέσα έχω τρυπώσει το πουγκί με τσι χρυσές λίρες, που μου’ δωκε ο αφεντάρης μου. Ψαχουλεύγειxiv με τα ταλαιπωρημένα χέρια του, μα πουγκί δεν έβρισκε ο φτωχός άθρωπος. Λει, ξελεί την πάνινη και στραπατσαρισμένη του ζώνη, τινάσσει, ξετινάσσει τα ρούχα του μα πράμα! Πουγκί δεν εφαινότανε ποθές.

-Το πουγκί μου, πού ’ναι το πουγκί μου; Ώφου, και θαρρώ πως, το ’χασα! Ήχασα το χρυσάφι μας, κερά. Την πλερωμή μου τόσανα χρόνια. Ω, και κοντό πού να το ράντησαxv, σε ποια κακοβολιάxvi, σε πια κουντούραxvii στράτα ;

Η κερά του εκειδά που ήτανε ωσά την ολάνοιχτη βιόλα, μεμιάς εκλιτομαράθηκεxviii. Μόλις που της εβγαίνανε από το στόμα σαν μοιρολόγια οι κουβέντες.

-Ωφου, την έρμη μοίρα μου, το μαύρο ριζικό μου! Τόσουσάς χρόνους η κακομοίρα αμοναχή, για το πράμα!

-Όι και για το πράμα, γυναίκα, δεν εξενιτεύτηκα άδικα!

Εκεινού φαίνεται σα να μην το ’δρωνε και πολύ τ’αυτί του, γιατί εκάτεχε πως μπορεί να μην είχε φέρει λίρες, αλλά είχε φερμένο όλο το χρυσάφι του κόσμου, αφού παραλίγο να ’χε χάσει το κοπέλι του από τα ίδια του τα χέρια άμα δεν εγνώριζε τα σοφά λόγια του γερο-αφεντικού του. Άμα χάσει κανείς το κοπέλι του είντα τα θέλει τα πλούτη και τα χρυσάφια;

Με τούτο τον τρόπο επαρηγόρησε τη γυναίκα και το γιο του κι από κει και πέρα επορευτήκανε με φρόνεψη και αγάπη σ’ όλο το βίο τους.

Γλωσσάρι:

i   Γιατάκι: μικρό σπίτι

ii   Πορπατάρης: πεζός

iii   Τσαμπογδαρμένους: ξεδαρμένος

iv   Κουτσουκλίζουνε: πάνε κουτσά κουτσά

v   Αντίφαξη: δύναμη

vi   Σαφί: εξ ολοκλήρου

vii   Πουργεύγουνε: βοηθούνε το χτίστη

viii   Πουργάρης: βοηθός

ix   Χαρκοκέρκελο: χάλκινος κρίκος εξώπορτας

x   Ακουπάς: σβέρκος

xi   Φουκάρι: θήκη

xii   Αποδιαφώτιστα: το πρωί, πριν να φέξει

xiii   Διάλε παρέ με: οι διαόλοι να με πάρουνε

xiv   Ψαχουλεύγει: ψάχνει επιτακτικά με τα χέρια

xv   Ράντησα: άφησα να πέσει

xvi   Κακοβολιά: κακό πέρασμα

xvii   Κουντούρα: κομμένη

xviii   Εκλιτομαράθικε: έγειρε μαραμένη

.

Άννα Τακάκη

[Από την ανέκδοστη συλλογή διηγημάτων «Αροδαμοί κι Αγκαραθιές»]


[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι από το έργο του Γερμανού ζωγράφου Max Rentel (1850 – 1911) «Η γιαγιά είναι η καλύτερη», 1911.]


 

 

 

 

 

 

 

 


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:231