Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Όλα τ’ αλλάζουν οι καιροί κι όλα οι καιροί τα φέρνουν | της Άννας Τακάκη

Και ξαφνικά, έπεσε βροχή. Μήνα Αύγουστο. Αλλού να κάνει καλό, κι αλλού κακό. Τα σταφύλια μας αυτά που απόμειναν στα καλλιεργημένα αμπέλια ατρύγητα. Εμπρός λοιπόν για το τρύγος, πριν να σαπίσουν.

Και τι θυμήθηκα τώρα; Τις μέρες των αμπελιών, τις μέρες του τρύγου, τα κοφίνια, κι ένα σωρό συμπράγαλα, για το το κόψιμο και το άπλωμα των σταφυλιών για τη σταφίδα. Τρίσποδο, κουτσουνάρα, μπάνιο, γράδο, ποτάσα, χαρτιά και δίχτυα για το άπλωμα και νάιλον πανιά για το σκέπασμα της απλώστρας. Μαχαίρια, ψαλίδες, καστάνιες, πιάτα και ποτήρια πλαστικά, κολατσιό και μαγειρεμένο φαγητό, νάιλον τραπεζομάντηλο για το γήινο τραπέζι μας, νερό στα παγούρια, κρασί στην μποτίλια…ναι απαραίτητο κι αυτό, καφέ στο θερμό, ναι κι αυτός απαραίτητος. Ξέχασα τίποτα; κι η γιορτή άρχιζε πρωί πρωί πριν να φέξει. Τι γλυκός απού ’ναι ο πρωινιάτικος ύπνος! Και να ’σαι παιδί να σε ξυπνούν από τα χαράματα. Η μάνα μου να πακιολαντίζει και να φωνάζει: Συναγωνάστε! Γιατί πρέπει να προλάβομε τη μέρα, λέει. Ο καιρός, καιρό δεν περιμένει. Να ζοριστούμε πρέπει, έλεγε ο πατέρας για να τελειώσαμε τα γλήγορα. Μη μπας και μασε προλάβει καμιά μπόρα. Μα Αύγουστο μήνα τότε οι μπόρες ήταν ασυνήθιστες. Εκεί προς τις αρχές του Σεπτέμβρη, όπου ήτανε και το φόρτος του τρύγου στη δική μας ορεινή περιοχή, μπορεί να ’κανε τα τσαλιμάκια του ο καιρός. Να’ριχνε καμιά ψιχάλα, μόνο για να μασε φοβερίσει να ρεμεντιαριστούμε τα πλια ογλήγορα. Μπορεί να ’ριχνε και την μποροπούλα του, να μας κάνει να τρέχομε όλη η οικογένεια. Τι μικρός τι μεγάλος; Όλοι στον ίδιο αγώνα.

Αφήναμε το κόψιμο των σταφυλιών κι ετρέχαμε στις λιάστρες να σκεπάσομε τη σταφίδα, μην τηνε πάρει το νερό, όταν τα σύννεφα ολοένα και πυκνώνανε. Τραβούσαμε τα νάυλον που ήταν σε ειδικές εγκαταστάσεις και την προφυλάσσαμε. Μα αλίμονο και συνέχιζε η βροχή ή ο καιρός ήταν νεφελώδης. Εκείνο το κεχριμπαρένιο χρώμα που θα είχε η σταφίδα μας, γινόταν σκούρο καφέ ή μαύρο. Από τον άσο ή το δυάρι που ήταν η εκτίμηση για το εκλεκτό προϊόν, πήγαινε πεντάρι, δηλ. η αξία του πήγαινε στα τάρταρα. Αν σάπιζε ολότελα ήταν ο καραμπουτζάς, δηλ. δεκαροκοσαράκια τη αξία του.

Μετά τις 29 Αυγούστου, πανηγύρι στο χωριό μου, του Αγίου Ιωάννη του Ρηγολόγου, κι αφού από βραδίς πηγαίναμε στο μεγάλο γλέντι, δεν τολμούσαμε να ξενυχτίσομε, γιατί την άλλη μέρα άρχιζε το άλλο μεγάλο γλέντι στους κάμπους. Να καίει ο ήλιος, ή να φυσά δαιμονισμένα ο βοράς κι εμείς εκεί. Κι όλος ο κόσμος εκεί. Στη γιορτή των σταφυλιών, στη γιορτή παντός καιρού.

Μια που τα φέρνουν, λοιπόν, πάλι οι καιροί, ένας Αύγουστος σαν τελειώνει κι ένας Σεπτέμβρης που αρχίζει χωρίς πια πανηγύρια και γιορτές του τρύγου- πάνε χρόνια τώρα- μα κάπου κάπου γίνονται κάποια πανηγυρίσματα του μυαλού.

Μικρή κόφτρα, στο δημοτικό ακόμη, κι ήμουν περήφανη για τις επιδόσεις μου. Να βαστώ μαχαίρι να κόβω τα σταφύλια να γεμίζω τα κοφίνια.

-Μπράβο θυγατέρι μου, να λέει η μάνα.

-Μπράβο προκομμένο μου, να λέει ο πατέρας.

-Να χαρώ γω το χαερλίδικό μας να λέει η γιαγιά.

-Μην τηνε ματιάσετε! Από μικρή φαίνεται, πως θα να’ναι τση ζωής, να συμπληρώνει κι η θεια μου η Ελένη, που ερχότανε και μας έκανε καερέτι. Κι εγώ να παίρνω θάρρος, να γεμίζω τα κοφίνια. Να τσιμπώ που και ρόγα, ω, τι ευτυχία. Ύστερα να κάνω τη νερουλού. Να πηγαίνω το παγούρι και το κύπελλο να πίνουν οι διψοκεντημένοι και να μου εύχονται «στη χαρά μου»!. Ευχή που δεν ξεχνώ…όπως δεν ξεχνώ πόσες χαρές έχω πάρει από τότε και μετά.

Κι αφού, που λέτε, είχα ξεθαρρέψει στο κόψιμο, μια από τις πολλές έκοψα και το δαχτύλι μου. Να πονώ, να σκούζω, να κλαίω, ως έβλεπα το αίμα να τρέχει.

-Μέχρι να παντρευτείς θα γιάνεις να μου λέει η θεια.

– Για να δω…πώς δεν το’κοψες ολότενα! να απορεί ο κύρης μου.

-Φύγε και πήγαινε στο σπίτι, να μου λέει η μάνα.

Μου τυλίξανε το δαχτύλι μ’ ένα πανάκι κι έφυγα για το σπίτι. Με πονούσε ακόμη. Τι να κάνω να λιγάνω τον πόνο; Ψυχή στο σπίτι καμιά. Μήδε γειτόνοι, μήδε κοπέλια, μήδε μου, μήδε ξου. Όλοι ήτανε στους κάμπους. Μήδε και το παρδαλό μου το κατσούλι. Κείνη τη στιγμή κι εκείνο το’χε σκάσει. Πού να βρω παρηγοριά. Πήγα κι άνοιξα το ντουλάπι όπου είχε μέσα η μάνα μου ένα βάζο με γλυκό κυδώνι μπελτέ. Βάζω σ’ένα πιατελάκι ένα κομμάτι, κι εγλυκάνανε ντελόγο τα μέσα μου και μου’φυγε κι ο πόνος και όλα. Και λέω πως αντίδοτο στον πόνο θα είναι το γλυκό. Μα έτσι είναι κιόλας. Τι αν είναι γλυκό, τι αν είναι ένας γλυκός λόγος, ή ένα γλυκό βλέμμα…

Καλό σας βράδυ, και στις χαρές σας!

27 Αυγούστου 2022

Άννα Τακάκη


[Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι από το αρχείο της Ελένης Αλλαγιάννη-Σουλιώτη]

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:55