Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Το προσκύνημα της αυγής | της Ναταλίας Αποστολοπούλου

Βουνά και κάμποι ήτανε χιονισμένα. Ο τόπος κάτω έχασκε ξεκοιλιασμένος από τις βόμβες που πέφτανε βροχή! Κι η «ενάτη» χλεύαζε την επαρχία Ηλείας με τις εκκαθαριστικές της. Να χαλάσει τ’ αντάρτικο.

Εκείνες τις πικρές ώρες οι δύο αγωνιστές: ο γιατρός Παπαϊωάννου από τη Νεμούτα Ηλείας και η κόρη του Μαίρη – σύντροφοι κι οι δυο, μαχητές του ΔΣΕ – αποκομμένοι από τις μονάδες τους, τρέχανε να ξεφύγουν τον κλοιό!

«Ένας ελιγμός είναι» έδινε κουράγιο στον πατέρα της η Μαίρη. «Αυτοδιαλυθήκαμε, για να μπορούμε ελισσόμαστε και ν’ ανασυνταχτούμε αργότερα, όσο γίνεται με λιγότερες απώλειες. Δεν είναι ήττα! Τ’ αντάρτικο δε νικιέται!».

Ακόμα και σε κείνην την πατουλιά που λούφαξαν κυνηγημένοι και νηστικοί, καρτέραγε το σύνδεσμο… Σε κάθε ντουφεκιά, σε κάθε αλύχτισμα σκύλου, σε κάθε θρόισμα φύλλου, αλαφιαζόταν. Έτρεμε μην ξεστρατίσει ο σύνδεσμος και χάσουν την επαφή με τα ένοπλα τμήματά τους…

Πέρα στο στρατόπεδο της Ολυμπίας το πολυβόλο ρέκαζε, προσφέροντας εκατόμβες στον αχόρταγο Μολώχ. «Ένας ελιγμός μας είναι, πατέρα… Μ’ ακούς;» ενθάρρυνε τον πατέρα της. Το ‘λεγε και το ξανάλεγε. Ίσαμε που πέσαν στα χέρια του καταδιωκτικού αποσπάσματος…

Οι φυλακισμένες σφιχταγκαλιάζουν την πολυαγαπημένη τους συντρόφισσα Μαίρη. Φιλιά, δάκρυα, συγκινήσεις. Όλες όρθιες τριγύρω της λαχταρούν ν’ ακούσουν τη φωνή της, να την αγγίξουν. Να πιστέψουν πως βρίσκεται ζωντανή ανάμεσά τους. Να την περιποιηθούν. Εκεί κάτω στη γωνία ετοιμάστηκε κιόλας το στρωσίδι της… Για πότε εξουδετερώθηκε το αδιαχώρητο; Μυστήριο που μόνο η αγάπη τους κατέχει το κλειδί του.

Τη βοήθησαν να πλυθεί, να φρεσκαριστεί, να πάρει μιαν ανάσα. Να ησυχάσει πια, ύστερα από το πολύμηνο μαρτύριο. Να βάλει και κάτι στο στόμα της. Το τραπέζι είναι έτοιμο: Ενα πιάτο ντολμαδάκια, κασέρι, πεντέξι ελιές και ψωμάκι, βέβαια. Ήρθε και το φρούτο… Ένα μήλο ολόκληρο! «Οινοπνευματώδη απαγορεύονται στο κατάστημα» δηλώνει η Βάσω, «θα μας συγχωρέσει η φιλοξενούμενή μας που δεν την καλωσορίζουμε με μια μπίρα;..».

«Τι λουκούλλεια γεύματα είν’ αυτά;» θαυμάζει η αντάρτισσα Μαίρη, «θα με κακομάθετε…».

«Όταν έχουμε επισκεπτήριο, γινόμαστε κι εμείς γενναιόδωρες, Μαίρη μου» δηλώνει η Αλέκα, «ας είναι καλά ο λαός μας που δε μας ξεχνάει…».

Κρύβοντας μ’ επιμέλεια την αγωνία τους για το βέβαιο κίνδυνο που την απειλεί, προσπαθούν όλες τους να κρατήσουν την κουβέντα μακριά από το πικρό θέμα: «στρατοδικείο» και την επικείμενη δίκη της. Τ’ αφήνουν γι’ αργότερα. Έχουν ακόμα ένα μήνα καιρό…

Ξέρουν πως η δικογραφία της ετοιμάστηκε στα πεταχτά με χαλκευμένες κατηγορίες τα γνωστά! Είναι ολοφάνερο πως βιάζονται να ξεμπερδεύουν με τη μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού. Τίποτα το συγκεκριμένο δεν τη βαραίνει. Μα αυτό δεν τους εμποδίζει να την καταδικάσουν και να την εκτελέσουν! Πάνω από το κεφάλι κάθε αγωνιστή κρέμεται πάντα το σπαθί του Δαμοκλή: η αποκήρυξη! Όποιος τη δέχεται, ζει! Όποιος την αρνείται, πεθαίνει! Κι η Μαίρη ανήκει στους δεύτερους. Το ξέρουν.

Γι’ αυτό «χαίρονται» τούτες τις πολύτιμες λιγοστές στιγμές που τη βλέπουν ακόμα ζωντανή κοντά τους. Κι όλο τη φροντίζουν και την περιποιούνται, τιτιβίζοντας ολόγυρά της σα χελιδόνια…

Το ποτάμι της τρυφερότητάς τους ταξιδεύει τη Μαίρη στον κόσμο της ανθρωπιάς και της αγάπης. Κι εκείνη αφήνεται μ’ εμπιστοσύνη στο ρεύμα του. Τι όμορφο ταξίδι… Αραξε κιόλας στο μέλλον του κόσμου; στο Σοσιαλισμό! Που θα καλυτερέψει τη ζωή και θα την ομορφύνει! Για τούτο το ιδανικό δώσανε τη ζωή τους χιλιάδες αγωνιστές. Κι εκείνη αύριο. Για το σοσιαλισμό που θα ζήσει κι όταν αυτή δε θα υπάρχει. Μα οι άλλοι, ο λαός μας, θα χαίρονται. Κι αυτό μετράει!

Ως και το σύννεφο των ματιών της σκόρπισε στον άνεμο. Τώρα μπορεί να χαϊδεύει τις αγαπημένες της συντρόφισσες μ’ όλο το φως και την ομορφιά τους: «Δε θα προδώσω το ιδανικό μου, αγαπημένες μου» βεβαιώνει σιωπηλά. Και ταξιδεύει… ταξιδεύει… Κι αν δεν ήταν ο πατέρας που κινδύνευε μαζί της, θα ‘νιωθε λύτρωση κοντά τους.

«Ο πατέρας; Πώς είναι ο πατέρας σου;» διακόπτουν το ταξίδι της οι φυλακισμένες συντρόφισσες.

«Η φτωχολογιά του τόπου μας τον τιμά όπως του αξίζει. Τον σέβεται και τον ευγνωμονεί, λέει η θεία Κατερίνα. Είναι ο σωτήρας της. Οχι μόνον τη θεράπευε δωρεάν στις αρρώστιες της, μα έβρισκε τρόπο ν’ αφήνει κάτω από το μαξιλάρι του αρρώστου και χρήματα για τα φάρμακα».

«Ναι», πικροχαμογέλασε η Μαίρη, κι εγώ του εναντιωνόμουν στην τακτική του και τον στενοχωρούσα: «Όχι ελεημοσύνη, πατέρα, όχι. Είναι απαράδεχτη για λεύτερους ανθρώπους. Μόνο σε δούλους ταιριάζει. Σπάσε το φράγμα της ανθρωπιστικής λύσης. Η διέξοδος δε βρίσκεται εκεί. Μόνο με το δικό τους συνεπή κι ασίγαστο αγώνα, θα λύσουν τα προβλήματά τους οι αγρότες μας».

«Τι να κάμω, παιδί μου, τους λυπάμαι. Είναι αδέκαροι, ανήμποροι ν’ αγοράσουν ένα σωληνάρι κινίνη για τα παιδιά τους που τα θερίζει η ελονοσία, η αβιταμίνωση, τα σπυριά… Ντόπιοι και ξενοχωρίτες, όλοι πνιγμένοι στα χρέη της αγροτικής – ληστρικής – τράπεζας, αποζητούν αποκούμπι. Ποιος θα τους συμπονέσει σε τούτον τον κόσμο της αδικίας και της ψευτιάς;». Με ρωτούσε και τα μάτια του στάζανε θλίψη. Και συμπλήρωνε: «Υστερα να μην ξεχνάς πως είμαι γιατρός, δεν είμαι έμπορος!».

«Θυμάμαι», μίλησε η Μάγδα, «κείνην την ημέρα που επέστρεψε σώος από τα χέρια του Βρεττάκου… Το σπίτι σας μεταβλήθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Πρώτος έσπευσε ο Μητροπολίτης Ηλείας, Αντώνιος. Και πίσω του λαός… Να τον συγχαρούν για τη διάσωσή του. Κι η μητέρα σου, συγκινημένη, να μας περιποιείται όλους με τα καλούδια της…».

«Τότε, μες στις καρδιές μας γλυκοτραγουδούσαν τ’ αηδόνια της άνοιξης» συγκινήθηκε η Βάσω. «Θυμάσαι, Μαίρη, πώς πέταγες από πόλη σε πόλη, χωριό σε χωριό, σπίτι σε σπίτι ν’ ανάψεις τη φωτιά του αγώνα; Ο Άλκης σ’ έλεγε μπουρλοτιέρισσα των ψυχών και ήσουνα αληθινά».

«Υπερβολές» απάντησε η Μαίρη. «Ήτανε που μ’ αγαπούσε πολύ εκείνος και συ… και όλοι σας. Εκείνος που τόσο λαχταρούσε τη ζωή, τον αγώνα, το καλύτερο και δικαιότερο αύριο του λαού, δεν υπάρχει πια. Καλότυχος! Πέθανε στη μάχη, όπως τ’ ονειρευόταν, λεύτερος! Ενώ εμείς καταντήσαμε σκλάβοι να μας κλέψει ο φασισμός».

«Το ξέρω, μου ‘λεγε, θα πέσω σε κάποια μάχη. Μα συ πρέπει να ζήσεις, να χαρείς και για μένα τη λευτεριά και τη Νίκη».

«Θυμάσαι τις γυναίκες μας, Μαίρη; Τις αγρότισσές μας; «Συναγωνίστρια» σε καλωσορίζανε και κρέμονταν από τα χείλη σου. Έτοιμες να πέσουν και στη φωτιά για την πατρίδα και τη λευτεριά! Και συ δεμένη μαζί τους μέρα και νύχτα με το ακαταμάχητο έμβλημα του αγώνα: «Θάνατος στο φασισμό – λευτεριά στο λαό!»» πρόσθεσε η Τασία.

«Πώς να τις ξεχάσει κανείς; Πώς να προδώσει τις λαχτάρες και τις θυσίες τους; Με δύο με τρεις νεκρούς η καθεμιά και να στέκουν στήλες κι ολόρθες στις άδειες σκοπιές των νεκρών παλικαριών τους. Ηρωίδες!» συγκινήθηκε η Μαίρη.

Οι στρατοδίκες κεραυνοβολούν τους δύο αγωνιστές πατέρα και κόρη, με βαριές κατηγορίες: «Προδότες της πατρίδος! Μίσθαρνα όργανα! Εγκληματίες».

Μα τα πυρά ολωνών διασταυρώνονται πάνω στη Μαίρη! Να την κάψουν με τις αστραπές τους.

Η Μαίρη, όμορφη σαν την Άνοιξη, με τους είκοσι τέσσερες Απρίληδες – ρόδα στα μάγουλά της, με τα πελώρια μαύρα μάτια της – μετόπη στη λυγερή κορμοστασιά της απολογείται λεβέντικα: «Εμείς οι αγωνιστές δεν έχουμε τίποτε πολυτιμότερο από την πατρίδα μας και γι’ αυτήν θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Μας σκοτώνετε σήμερα, γιατί εμείς είμαστε οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και σεις οι απόντες της. Όμως να ξέρετε πως αύριο τα παιδιά σας θα ‘ρχονται στους τάφους μας να μας ραίνουν με λουλούδια».

Της πρότειναν ν’ αποκηρύξει. Αρνήθηκε. Στράφηκαν τότε στον πατέρα:

«Η ζωή μου λάμπει σαν καθρέφτης. Τίμησα το λειτούργημά μου, την ανθρώπινη και την εθνική μου υπόσταση», απολογήθηκε ο πατέρας.

«Ν’ αποκηρύξεις την προδότρα κόρη σου, για να ζήσεις», προτείνει ο στρατοδίκης.

«Το παιδί μου είναι η τιμή κι η περηφάνια μου και το καμαρώνω» δήλωσε ο πατέρας.

«Θάνατος!» (τέσσερα κατά ένα) ήταν η απόφαση του στρατοδικείου.

Τους απομόνωσαν από βραδίς. Πλάι-πλάι οι νεκροθάλαμοί τους. «Πατέρα μου, σ’ έσυρα στο θάνατο κι έχω τύψεις» εκμυστηρεύεται η Μαίρη.

«Όχι, παιδί μου, μόνος μου πορεύομαι προς τα κει. Θεληματικά! Μια λαχτάρα είχα: Να σ’ αφήσω πίσω μου. Τώρα πια… προχωρούμε…».

Πήρε ν’ αποχαιρετήσει τη μητέρα της.

«Μανούλα μου,

Εσύ ξέρεις πόσο λαχταρούσα τον ήλιο, τη ζωή, την αγάπη, το καλύτερο αύριο του λαού μας. Μα πριν χαρώ τίποτα απ’ όλα τούτα, πρέπει να πεθάνω. Μας καρτερεί το εκτελεστικό και μένα και τον πατέρα… Ο πατέρας μου! Του προτείνουν να μ’ αποκηρύξει για να ζήσει, μα προτίμησε να μ’ ακολουθήσει στον τάφο. Να τον τιμάς σαν ήρωα! Να ‘σαι περήφανη και για τους δυο μας. Με τη σκέψη μας τρυπάμε τους τοίχους της φυλακής, και σε σφίγγουμε στην αγκαλιά μας. Οι τελευταίες μας ώρες σου ανήκουν. Ύστερα… Αχ, πώς θα τον αντέξεις τούτον τον κεραυνό; Κι όμως πρέπει! Πρέπει να γίνεις ατσάλινη, όπως οι χιλιάδες μανάδες των εκτελεσμένων συντρόφων μας. Πρέπει! Για να δεις – τουλάχιστον εσύ – δικαιωμένο το αίμα και τις θυσίες του αγώνα. Μανούλα μου, έχε γεια…

Σε φιλώ

Μαίρη».

Το χάραμα, εκεί στη μάντρα του Γηροκομείου, τους γαζώσανε πατέρα και παιδί με την ίδια ριπή… Ο πατέρας, λένε, απόμεινε με τα χέρια μισαπλωμένα να καρτερεί το παιδί του. Η Μαίρη διπλώθηκε στα δύο και κύλησε λίγο μακρύτερα. Μα τη ζητωκραυγή της για το ΚΚΕ δεν την πετύχανε τα βόλια κι ο τόπος την αντιβούιζε…

Η κρινοδάχτυλη αυγή γονάτισε μπροστά στο γενναίο κορίτσι και τυλίγοντάς το στα πέπλα της, ορκίσθηκε να το παραδώσει στην Ιστορία!

Η Ναταλία Αποστολοπούλου γεννήθηκε το 1914 στο Αβραμιού Μεσσήνης Μεσσηνίας από γονείς αγρότες. Έτσι, τα βιώματά της σφραγίστηκαν από την άμεση επαφή με τους ανθρώπους του μόχθου. Σπούδασε δασκάλα και στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση, κράτος και παρακράτος την καταδίωξαν. Η ζωή της απειλήθηκε, την απέλυσαν από τη θέση της σαν δασκάλας στο Δημόσιο, ενώ ήταν ήδη μητέρα δύο παιδιών και την εξόρισαν μαζί μ’ αυτά για πέντε χρόνια στα στρατόπεδα της αμερικανοκρατίας: Χίο, Τρίκκερι, Μακρόνησο και πάλι Τρίκκερι (1948-1952). Η αγωνίστρια, φορτισμένη από τις εμπειρίες της πικρής εκείνης εποχής, απαθανάτισε πρόσωπα και κατέγραψε καταστάσεις σε βιβλία, που είναι πολύτιμα, τόσο σαν μαρτυρίες, όσο και σαν λογοτεχνήματα: Πρώτο της βιβλίο το «Δε δουλώνω… δεν απογράφω!», 1979. Ακολουθούν «Στις μυλόπετρες της βίας» 1980, «Γροθιά στο σκοτάδι» 1984, «Μη νομιμόφρων» 1985, «Περήφανες κι αδούλωτες» 1997, η «Λεβεντογενιά» 1999, «Μετά τη Βάρκιζα η τραγωδία…» 2000, «Μύρα και χοές» 2001, «Για έναν κόσμο καλύτερο και δικαιότερο» 2002. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε την 1η Ιούνη 2008.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:89