Το πατητήρι και οι αναμνήσεις | της Ιφιγένειας Μανουρά
Το σπίτι του παππού στο χωριό έγινε κληροδότημα σε εμένα και την αδελφή μου. Μετά από κλήρωση -για να μην μείνει καμία παραπονεμένη- μού έτυχε εμένα το ισόγειο που ήτανε οι αποθήκες, το τυροκέλι και ο αχυρώνας. Μπήκα σε μεγάλο δίλημμα εάν θα κρατήσω ή θα χαλάσω το πατητήρι που βρισκόταν στον χώρο που θα έκανα ένα μικρό σαλονάκι. Όμως μια που ο χώρος ήτανε πολύ περιορισμένος, με μεγάλη μου λύπη το χάλασα.
Ένα από αυτά τα βράδια που βρέθηκα στο χωριό και καθόμουν μόνη μου σε απόλυτη χαλάρωση, ήρθαν στο μυαλό μου θύμησες πολλών χρόνων πίσω. Πόσοι άνθρωποι μπήκαν σε αυτόν τον χώρο για να πατήσουν τα σταφύλια τους -αφού το πατητήρι του παππού ήτανε το μοναδικό στο χωριό- να κάνουν το κρασί τους και αργότερα να βγάλουν και τη ρακή. Τι φωνές, τι τραγούδια, τι γέλια και τι πειράγματα ακούστηκαν σε αυτόν εδώ τον χώρο! Τι αγώνες και τι αγωνίες περνούσαν οι άνθρωποι μέχρι να φτάσει ο ευλογημένος καρπός στην ώρα της συγκομιδής!
Εκείνα τα χρόνια το κρασί εθεωρείτο τόσο απαραίτητο σε ένα σπιτικό όπως και το ψωμί, για δύο βασικούς λόγους. Ο κάθε νοικοκύρης πριν πάει για τη δουλειά του, έτρωγε μόλις ξυπνούσε κανονικό φαγητό, έπινε και ένα κρασί, έπαιρνε μαζί του και μια βούργια με ψωμί, ελιές, τυρί και ένα μπουκάλι κρασί και έφευγε για το χωράφι μέχρι αργά το βράδυ που γυρνούσε στο σπίτι.
Τον Απρίλη του ΄82 που «έφυγε» ο μπαμπάς μου, αναλάβαμε ο αδελφός μου και εγώ τις γεωργικές εργασίες. Πηγαίνοντας στης «Νύφης το Χαράκι» πάνω στην απιδιά που ήτανε στη μέση του αμπελιού, βρήκαμε κρεμασμένο ένα βουργιάλι- που ματαίως περίμενε τον ιδιοκτήτη του- με λίγες ελιές, ένα κομμάτι ξερό πια ψωμί, ένα μισοκαδιάρικο μπουκάλι με κρασί, ένα πακέτο «Τέλειον» με λίγα ακόμα τσιγάρα και έναν παλιό Ριζοσπάστη. Σήκωσα πάνω το μπουκάλι με το κρασί, το έχυσα στο χώμα και έκανα σπονδή στον άρχοντα του κάτω κόσμου μήπως τον εξευμενίσω και μου επιστρέψει πίσω τον μπαμπά μου, εις μάτην όμως.
Ανακατεμένες αναμνήσεις και το μυαλό τρέχει. Επίσης ήταν απαραίτητο για να φιλεύουμε τους μουσαφίριδες που τα χρόνια εκείνα αφού τα αυτοκίνητα ήτανε σπάνιο είδος, περνούσαν από τα χωριό μας και έκαναν διαμονές μιας ή και περισσοτέρων ημερών. Στα μέρη τα δικά μας επειδή τα σταφύλια είναι όψιμα, κάπως αργά δηλαδή ωρίμαζαν, τα κόβαμε μετά του Σταυρού μέχρι και αρχές Οκτώβρη. Κόβαμε τα κρασοστάφυλα για να πάρουμε τον μούστο να κάνουμε το κρασί-νάμα και από τα στράφυλα, δηλαδή ότι έμενε από τα σταφύλια αφού αφαιρούσαμε τον μούστο, κάναμε τη ρακή. Σταφύλια μάζευε ο καθένας νοικοκύρης ό,τι είχε. Αν ήθελε να κάνει λευκό κρασί χρησιμοποιούσε λιάτικα, ραζακιά, σουλτανιά, ταχτά, και βιλάνες. Αν ήθελε να κάνει κόκκινο, έβαζε κοτσιφάλια. Για ροζέ έβαζε ανάμικτα λευκά και κόκκινα. Ο μπαμπάς μου που ήτανε πολύ μερακλής, έβαζε εμάς τα παιδιά και καθαρίζαμε ένα-ένα τα σταφύλια από σάπιες, κουφές και γενικά χαλασμένες ρώγες. Μια κουραστική δουλειά που βαριόμασταν πολύ, αλλά εκείνα τα χρόνια και συντρέμαμε στις εργασίες και υπακούαμε χωρίς αντιρρήσεις. Βάζαμε τα σταφύλια στο πατητήρι, τα αφήναμε μια δυο ημέρες για να μαραθούν και να μπορούμε να τα πατήσουμε ευκολότερα. Να εξηγήσω τι ήταν το πατητήρι. Μια δεξαμενή τετράγωνη ή παραλληλόγραμμη χωρίς οροφή, με μια τρύπα στο πλάι για να βγαίνει ο μούστος, και επικλινής για να μην στερνιάζει αλλά να ρέει ανεμπόδιστα προς το μέρος που τον μαζεύαμε.
Συνήθως το πάτημα το πρώτο το κάναμε εμείς τα παιδιά, το οποίο μας άρεσε γιατί ήταν ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι. Στο τέλος που έπρεπε να πατηθούν πολύ καλά τα σταφύλια για να φύγει όλο το χρώμα, και οι ουσίες, πατούσαν οι μεγάλοι. Ο μούστος μαζευότανε σε ένα σκεύος σιδερένιο ή πήλινο που πάνω σε ένα σουρωτήρι υπήρχε μια μπολίδα καθαρή ώστε να μην περνά καθόλου ψίχα από το σταφύλια και έμπαινε κατευθείαν στο βαρέλι αν δεν είχε παλιό κρασί. Αλλιώς έμπαινε σε πιθάρι ή βαρέλι για δυο με τρεις μήνες για να γίνει ο βρασμός, να κατασταλάξει και μετά να μεταδειαστεί στο βαρέλι με το παλιό κρασί. Τα στράφυλα μαζεύονταν σε μια άκρη του πατητηριού και πάνω τους βάζαμε βαριά αντικείμενα όπως πέτρες, για να στραγγίξει καλά ο μούστος. Του Άι Γιώργη του Μεθυστή στις τρεις του Νοέμβρη γινόταν η πρώτη δοκιμή, για να δούμε εάν πέτυχε το κρασί ή όχι. Αν καμιά φορά ξίνιζε το κάναμε ξύδι.
Ιφιγένεια Μανουρά
.
[Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του καλλιτέχνη Ρουσσσέτου Παναγιωτάκη «Το πατητήρι του Βαθύπετρου στη Μινωϊκή Κρήτη», 1997].