Στης μνήμης τα γυρίσματα | της Ζωής Δικταίου
Άνοιξη ήτανε θυμάμαι, ζεστή και γλυκιά, έτσι όπως είναι κάθε κρητική άνοιξη, με ευωδιές πολλές και ζωηρά χρώματα της χαράς. Μέρες ηλιόλουστες και μεγάλες σαν τις Κυριακές των παιδιών. Πού και πού, ένα παιχνιδιάρικο αεράκι περνούσε στα στενά σοκάκια ανακατεύοντας ότι έκλεβε απ’ την ανθισμένη φύση, με την κανέλλα από τις μελωμένες τηγανίτες και το λάδι από τα σαρακοστιανά σουσαμένια κουλούρια κι άλλοτε κάνοντας πονηριές φούσκωνε εκείνες τις μπλε φουστίτσες τις πλισέ της παρέλασης και αφού τις σήκωνε ψηλά – ψηλά, έτρεχε σαν κυνηγημένο να κάμει τα ίδια και στην παρακάτω γειτονιά. Πώς ρόδιζε η αθωότητα στα μάγουλα των κοριτσιών κι έδινε την ευκαιρία στ’ αγόρια να καμώνονται τ’ αντράκια χαχανίζοντας κοροϊδευτικά για όσα η περίσταση τύχαινε να τους αποκαλύπτει. Ημέρες τρυφερές και αξέχαστες.
Έρχονται στο νου εικόνες πολλές, αμέτρητες. Η μια διαδέχεται την άλλη κι η άλλη ξυπνάει άλλη κι όλο κάτι ξεχωριστό με τρόπο μαγικό προστίθεται παλιό και νέο την ίδια στιγμή και παίζω στης μνήμης τα γυρίσματα με τα κρόσσια της νοσταλγίας και τα θαύματα και πάει λέγοντας το ταξίδι πίσω απ’ τον καιρό.
Τρέχει ο νους σε χωράφια πράσινα με ψηλά σπαρτά κι ανθισμένες μηλιές και χάνεται ανάμεσα στις παπαρούνες και τα παράξενα αγριολούλουδα. Δεν υπάρχει άλλο πιο συναρπαστικό και πιο όμορφο ξύπνημα από τούτο της φύσης που ντύνεται αλλού ροζ κι αλλού κίτρινο , αλλού λευκό κι αλλού μωβ κι έρχεται να διεκδικήσει μια θέση στην καρδιά μας. Τώρα μεγάλη πια, σέβομαι κι αγαπώ περισσότερο τη γη, σαν μια άλλη γυναίκα που ερωτεύεται και λατρεύει το φως και για χάρη του γεννάει χρώματα κι αρώματα μέσα στη σιωπή μαγικά, χωρίς να το καταλαβαίνουμε και ξυπνάμε μια μέρα διαφορετικοί και τότε μόνο νιώθουμε πώς η σιωπή έχει γίνει μυστική ανάσταση και επανάσταση.
Μέσα σε όλα αυτά, τα παλιά σπίτια ξαναγεμίζουν ζωή, οι αυλές λουλούδια, τα μπαλκόνια χελιδονοφωλιές και τα όνειρα φως. Μέσα σε όλα αυτά η γειτονιά και το σπίτι που μεγάλωσα, οι μεγάλες κληματαριές που ανέβαιναν και δυο πατώματα ψηλά με χοντρά όλο κόμπους κλήματα κι ένας θεόρατος βράχος τυλιγμένος στον κισσό και στ’ αγριόροδα.
Μου άρεσαν οι μεσόκοπες γυναίκες με τα πλατιά βαμβακερά μαντήλια σαν ανασήκωναν στα πλάγια τη μαύρη φούστα κι ασβέστωναν σκάλες, αυλόγυρους και πεζούλια περιμένοντας τη Μεγάλη Παρασκευή να περάσει ο επιτάφιος και ο κόσμος. Εκείνα τα πέτρινα σκαλοπάτια με τη λευκή κορνίζα ολόγυρα, σ’ εκείνα τα σκαλοπάτια να γυρνούσα πίσω, να ήταν δυνατόν να τ’ ανέβαινα ξανά και ξανά όπως τότε να νιώσω τη μυρωδιά του φρεσκοσβησμένου ασβέστη να καίει τη μύτη μου, να κλείσω τα μάτια θαμπωμένη από την αστραφτερή ομορφιά, να σκορπίσω και να μαζέψω τις γυάλινες μπίλιες μου, να ξαναπαίξω πεντόβολα ή αλλιώς «κισκιδάκι» , όπως λένε τούτο το παιχνίδι στο χωριό μου.
Τρέχει ο νους, όλο τρέχει, ότι θέλει κάνει και δεν βολεύεται στο παρόν, δεν διαφεντεύεται απ’ τα τωρινά, όχι, πίσω γυρίζει, πίσω απ’ τον καιρό, το παρελθόν τον κυβερνάει κι όλο ξεθάβει απ’ τον ασβέστη ότι ξεχάστηκε στον παλιό καιρό για να γλιτώσει από τη μάνητα του καινούργιου. Δεν ησυχάζει, ακολουθεί στις ίδιες διαδρομές με όχημα τη νοσταλγία μια καρδιά που θα γεράσει μετρώντας το αχ και το παράπονο, μα δεν θα ξεχάσει, θα κοιτάζει πάντα μέσα από τις χαραμάδες του χρόνου.
Είχαμε στο μπαλκόνι μας ένα γιασεμί κι όλο έσκυβα και το μύριζα και πάντα πίστευα πως από όλα τα άλλα, εκείνο το δικό μας που δεν ήταν φουντωμένος θάμνος αλλά αγκάλιαζε με διάκριση την κληματαριά από τη ρίζα της ίσαμε τις πρώτες διακλαδώσεις ψηλά, εκείνο λοιπόν, μύριζε όχι σαν άλλα, μα ωραιότερα από όλα ιδιαίτερα στο φεγγαρόφωτο. Είχαν σκάσει λίγα ανθάκια θυμάμαι εκείνες τις μέρες και τα φύλαγα να τα πάμε στην εκκλησία σύμφωνα με τις οδηγίες της γιαγιάς Γαρυφαλλίτσας, που δεν είχε να πει ποτέ κακό λόγο για κανέναν, γιατί σκοπός της ήταν να γίνει περιβολάρισσα στον παράδεισο κι όταν το ’λεγε αυτό έμοιαζε σαν να απαντούσε στο ερώτημα «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» Δεν ανησυχούσα για τον παράδεισο, δεν με ενδιέφερε να τον προσδιορίσω γεωγραφικά και ο άλλος κόσμος στη σκέψη μου ήταν μια άλλη γειτονιά.
Θα πηγαίναμε όλα τα παιδιά της πρώτης, δευτέρας και της τρίτης τάξης το απόγευμα στην αγία Τριάδα, με συνοδό τον κύριο Αλκιβιάδη, τον πιο αυστηρό και δύστροπο δάσκαλο. «Για να αποκτήσετε συνείδηση», είχε τονίσει τον λόγο της επίσκεψης στην εκκλησία και μου είχε φανεί πολύ επιστημονικό και ακαταλαβίστικο, όπως κι όταν μιλούσε ο γιατρός που δεν καταλάβαινα τι έλεγε.
«Κάθε παιδάκι κι ένα λουλουδάκι για τον σταυρωμένο Χριστό», είχε πει η κυρία Κατίνα με χαμόγελο πριν σχολάσουμε κι όλοι καταλάβαμε πολύ φυσικά, πως είμαστε εμείς τα λουλούδια του Χριστού. Η γιαγιά μου, ερμήνευσε βέβαια διαφορετικά τα λόγια της δασκάλας όταν της το ανέφερα.
Χτύπησε η καμπάνα, όχι για τον εσπερινό, μα για να μαζευτούμε στην αυλή του σχολείου.
– Γιαγιά ποιό φουστάνι να φορέσω; Ρώτησα τη γιαγιά Γαρυφαλλίτσα.
– Βάλε το μπλε με τα κοπελάκια που χορεύουν στον ποδόγυρο κι έλα να σου δέσω τα μαλλιά να μη φουντώνουνε σαν αστιβίδα, μ’ απάντησε.
Και το φόρεσα, θαυμάζοντας τα κοπελάκια κι έκανα και δυο σβούρες στη μέση της κουζίνας να με καμαρώσει.
– Να ’σαι φρόνιμη, μου παράγγειλε.
– Καλά, είπα και τη χαιρέτησα.
Μ’ ένα ματσάκι γιασεμιά στο χέρι προχωρούσα και σκεφτόμουν τη μία και μοναδική πασχαλιά του χωριού που ήταν φορτωμένη μωβ ανθάκια και ήθελα πολύ να έχω ένα, μόνο ένα, να το πάω του Χριστού αφού αυτό ήταν τελικά το σωστό, σίγουρη πως θα του άρεσε και το μωβ χρώμα, μα δεν ήταν εύκολο να το κόψω, γιατί η Πασχαλιά σκαρφάλωνε σ’ ένα πέτρινο τοίχο τρεις-τέσσερις φορές πιο ψηλό από το μπόι μου και στα χαμηλά δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από τον χοντρό κορμό της γδαρμένο από τα νύχια των γάτων που ανεβοκατέβαιναν όταν κάτι τους τρόμαζε από τον θόρυβο του δρόμου. Μετά θα το περιέγραφα στη γιαγιά και εκείνη θα χαιρόταν πιο πολύ.
Μάζεψα κάτι μεγάλες παπαρούνες που βρήκα στο δρόμο γοητευμένη από το κόκκινο χρώμα τους, μα και πάλι στην καρδιά μου είχα το μωβ. Λίγο πριν φτάσω στο σχολείο ένας γλυκομίλητος γέροντας παλιός ράφτης, μου έδωσε ένα κατακόκκινο, γαρύφαλλο. Είχα μεγάλη χαρά με το ματσάκι μου τελικά κι ας έλειπε η πασχαλιά.
Κρατώντας το σφιχτά στα χέρια μην το χάσω, έπαιζα με τ’ άλλα παιδιά ώσπου να μαζευτούμε όλα αγόρια και κορίτσια στον περίβολο.
Κουράστηκα; Βαρέθηκα παίζοντας και περιμένοντας; Δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Κάποια στιγμή θυμάμαι πως βρέθηκα μόνη μου στο πλατύσκαλο της εισόδου με το χρωματιστό μωσαϊκό κι άκουγα ένα μακρινό βουητό τις φωνές από την αυλή. Άρχισα να γυρνάω γύρω-γύρω από τον εαυτό μου γρήγορα-γρήγορα κι όλο πιο γρήγορα κι όλο έσφιγγα πιο δυνατά το ματσάκι με τα λουλούδια κι όλο η απουσία του μωβ γέμιζε χρώμα την καρδιά μου. Δώστου σβούρες εγώ, δώστου σβούρες και τα κοπελάκια στο φουστάνι μου και να γελάω, να γελάω. Λες κι ήταν μόλις χτες έρχεται στο νου με ευκολία, ένα γέλιο ξεκαρδιστικό κι ύστερα, εβδομήντα ζευγάρια μάτια να περιμένουν να πέσει το χαστούκι στο μάγουλό μου.
Ποιος ξέρει πόσο κράτησε ο χορός με τα κοπελάκια και πόσες φορές είχε σφυρίξει ο δάσκαλος, μα απορροφημένη από τα καμώματά μου, δεν είχα πάρει είδηση τίποτα και τίποτα δεν είχα ακούσει, μέχρι τη στιγμή που άστραψε και βρόντηξε η φωνή του στο αυτί μου: «στην εκκλησία θα πας μωρέ ή σε χοροδιδασκαλείο» και σάστισα από φόβο.
Όπως είδα το απλωμένο χέρι σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου τρόμαξα, ντράπηκα, μπορεί και να ένιωσα το τσούξιμο από το χαστούκι που δεν έφαγα, γιατί δεν με χτύπησε, συγκρατήθηκε κι ας είχε την κακή φήμη του δασκάλου που έδερνε, αλύπητα μάλιστα.
Είχα γίνει πιο κόκκινη από τις παπαρούνες που κρατούσα. Χαμήλωσα τα μάτια παραμένοντας ακίνητη στην ίδια θέση κι επαναλαμβάνοντας κυρίως από φόβο και λιγότερο γιατί είχα μετανιώσει, «συγγνώμη, συγγνώμη», πολλές φορές.
Πάντως είχα κρατήσει μια άγνωστη λέξη για να ρωτήσω τη Γαρυφαλλίτσα. «Χοροδιδασκαλείο», σημείωσα κάπου στα μυστικά κουτάκια του μυαλού έχοντας αισθανθεί την έλξη του χορού περισσότερο από αυτήν της εκκλησίας. Τα υπόλοιπα τα άφησα για τη νύχτα. Η γιαγιά θα ήξερε, όλα τα ήξερε η γιαγιά ή τουλάχιστον θα είχε κάτι να μου απαντήσει.
«Ορέ πήγαινε γρήγορα στη θέση σου, έλα κι αργούμε» έκανε, με λιγότερο αυστηρό ύφος από πριν και χαμογέλασε, ζορισμένος μεν, αλλά χαμογέλασε με σφιγμένα δόντια.
Μπήκα, στην τελευταία σειρά, με τους κοντούς εκεί ήταν η θέση μου, αφού μπαίναμε κατά ύψος! «Οι ψηλοί μπροστά, οι κοντοί στο τέλος, κατ’ ανάστημα είπαμε», ακούστηκε άλλη μια φορά η εντολή.
Τόσο κακόγουστα έφτανε στ’ αυτιά τούτο το παράγγελμα του δασκάλου, που μου ερχόταν να κλαίω. Στη σκέψη μου το «ψηλός» να σημαίνει κάποιος που έχει χαρίσματα και το «κοντός» να αποτελεί σχεδόν βρισιά. Σκεφτόμουν το «Σοφιάκι» τότε, μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα που όμως ήταν απίστευτα μικροσκοπική. Σαν εκείνη δεν υπήρχε καμιά άλλη, ήταν καλόκαρδη και χαρούμενη και όταν λίχνιζε τ’ άχυρα στο αλώνι γινόταν η πιο όμορφη ζωγραφιά του ανέμου και του κάμπου και τραγουδούσε το «Σοφιάκι» που το είχαν μαγέψει οι ξωτικές και θα έμενε για πάντα παιδί. «Άρα», κατέληγα στο συμπέρασμα, «οι κοντοί έχουν ωραία φωνή» και περίμενα το μάθημα της ωδικής για να το αποδείξω.
«Ανάπαυση – προσοχή, ανάπαυση – προσοχή», έτσι για το καψώνι μερικές φορές και μετά μόνο «ανάπαυση», είπε ο δάσκαλος για να μας εξηγήσει πριν φύγουμε «δυο τρία πραγματάκια» που συνήθως ξεχνούσαμε. Δεν θυμάμαι ούτε πώς άρχισε αλλά ούτε και πώς τελείωσε ο μονόλογός του. Κάτι λόγια και για πολύ λίγο μόνο είχε πάρει τ’ αυτί μου, κάτι για σοβαρότητα και υπακοή και εκείνο το «για να αποκτήσετε συνείδηση και μην ακουστεί άχνα, ούτε τσιμουδιά» σαν προειδοποίηση. Το θέμα πάντως μου είχε διαφύγει.
Όσο εκείνος μιλούσε, ένα σμήνος πουλιά πέταξαν χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας και στρέψαμε αρκετά παιδιά τα μάτια προς την κατεύθυνση τους πριν χαθούν πίσω από τα κεραμίδια.
Έτσι, με το βλέμμα χαμένο ανάμεσα σε φτερουγίσματα τ’ ακολούθησα και μέσα στην τελειότητα της παιδικής αθωότητας ευχόμουν σιωπηλά να ταξιδέψουν τα όνειρά μου, «να βρουν δική τους πολιτεία κι ουρανό με φεγγάρι» όπως μού το ευχόταν η γιαγιά και μού άρεσε να το επαναλαμβάνω προσθέτοντας να μείνω παιδί αλλά να γίνω και δασκάλα, να μην γίνει ποτέ πόλεμος, να μην πεινάει κανείς και να μην με μαλώσει -πόσο μάλλον να με χτυπήσει-, ούτε δάσκαλος, ούτε και άλλος.
Φτάσαμε σαν να πηγαίναμε σε παρέλαση. Τι όμορφη που είναι η εκκλησία στα δειλινά της παιδικής ανάμνησης και πώς το φως μπαίνοντας απ’ τα χρωματιστά παράθυρα παίζει με τα φωτοστέφανα και ζωγραφίζει με τόση ευκολία την αγάπη στις καρδιές. Θαρρείς πως μπορείς να το αγγίξεις, να το κρατήσεις, να το φυλακίσεις στα χέρια σου.
«Γλυκαίνει η ψυχή αντικρίζοντας το γυαλένιο φως και βλέπει όλους τους δρόμους ανοιχτούς και τον ουρανό και τη θάλασσα κήπους απέραντους και μυροβόλους», κάπως έτσι έλεγε η γιαγιά κι όταν την ρωτούσα για το γυαλένιο φως, «αφού μπαίνει από τα τζάμια γυαλένιο και χρωματιστό γίνεται, μα δεν σπάει», μ’ απαντούσε.
Πάντως, σε μια τέτοια ατμόσφαιρα εύκολα ξεχνιέσαι κι ακόμα πιο εύκολα χάνεσαι, χάνεσαι ταξιδεύοντας αλλού, ψάχνοντας το αιώνιο φως στα μάτια του Χριστού ή μήπως στο δάκρυ, το ταπεινό δάκρυ που κυλάει πάνω σ’ ένα ρόδινο μάγουλο δίπλα σου, γιατί ο Χριστός του έχει πάρει χωρίς να ρωτήσει τον πατέρα του και «τι να τον έκανε τον πατέρα του Κωστή;», το ερώτημα που κόμπιαζε να απαντήσει η Γαρυφαλλίτσα.
Ανοιχτά τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς, να μην αφήσουν απ’ έξω τη συγκίνηση, να μη λυπήσουν και να μη λυπηθούν. Είχαμε μαζευτεί αμίλητοι στην ωραία πύλη, μόνο που αυτή τη φορά οι κοντοί μπήκαν μπροστά για να βλέπουν. Στο ιερό της εκκλησίας μια άλλη ατμόσφαιρα, γεμάτη μελαγχολία και μυστήριο. Δεν έφταιγαν τα μωβ καλύμματα στην αγία τράπεζα, ούτε το χαμηλό φως από το ασημένιο καντήλι που σκόρπιζε μια αμυδρή αντανάκλαση της φλόγας του στον άσπρο τοίχο, όχι κάτι άλλο ήταν, ίσως αυτό που ψάχνει η ψυχή, να βρει τι συνδέει τούτο τον κόσμο και τον άλλο και που μήτε να το καταλάβουμε είναι εύκολο, μήτε και να το γνωρίζουμε. Όλα εκεί μέσα είχαν μια χαρμολύπη.
Στάθηκε το βλέμμα ώρα πολλή στον σταυρωμένο Χριστό, ώσπου θόλωσαν τα μάτια γιατί ο παπάς έλεγε και ξανάλεγε πως «εμείς τον σταυρώσαμε και τον σταυρώνουμε κάθε μέρα επειδή ακόμα δεν έχουμε μάθει να αγαπιόμαστε, να συγχωρούμε, να δίνουμε το χέρι μας στον άλλο με εμπιστοσύνη». Αυτά τα κατάλαβα, συνήθιζε να τα λέει και η γιαγιά στο σπίτι.
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει περισσότερο. Έμπαινε ολόκληρος τώρα απ’ τα χρωματιστά τζάμια αλλάζοντας το χρώμα στα πρόσωπα μα και στα ρούχα μας. Ένα απαλό χνούδι, πέπλο μια ομίχλης ή όνειρο μας τύλιγε όλους. Άπλωσα το χέρι μου γυρεύοντας το χέρι του Κωστή, αυτό δεν είχε πει ο παπάς, να δίνουμε το χέρι μας. Έσμιξαν τα δυο χεράκια, για μια στιγμή ή για μιαν αιωνιότητα, ποιος ξέρει κι ύστερα, από το φόβο του παππά και του δασκάλου λύθηκαν αμήχανα.
Δεν ήταν το λιόγερμα και τα παιχνιδίσματα από το φως, δεν ήταν μόνο ο χώρος και οι «άγιες ζωγραφιές» όπως έλεγε η Γαρυφαλλίτσα, ήταν που ήμουν παιδί και μπορούσα να βλέπω με τα μάτια της ψυχής πιο καθαρά, πιο μακριά.
Ξαναγεννιόμουν εκείνη τη στιγμή κι όλα τα παιδιά είχαμε γίνει λέει άγγελοι κι είχαμε μεγάλες φτερούγες και πετούσαμε μέσα στο φως και τραγουδούσαμε δικά μας τραγούδια με λόγια απλά που καταλαβαίναμε και χαιρόμασταν.
Τόση αγάπη πλημμύρισε την καρδιά μου, ώστε ακόμη και τον δάσκαλο, τον κύριο Αλκιβιάδη, τον είδα κι εκείνον με άσπρες μεγάλες φτερούγες, τις μεγαλύτερες από όλες και μού άρεσε, γιατί χαμογελούσε και μπορούσε κανείς να δει το χρυσό του δόντι στο πλάι να γυαλίζει και να τον κάνει να δείχνει μέχρι και αστείος.
Την ώρα που τόσα και τόσα προσπαθούσαν να χωρέσουν στο άπηχτο ακόμη μυαλουδάκι μου, έγινε κάτι ακόμα πιο παράξενο. Ένας αξεδιάλυτος κόμπος πηχτό αίμα στάθηκε στη χρυσή λόγχη του παπά καθώς άγγιζε το ξύλινο σώμα του Χριστού, για να μας δείξει πώς ο ρωμαίος στρατιώτης «εκέντησε την πλευράν», όπως λένε τα βιβλία κι ένας άλλος κόμπος έσφιξε το λαιμό μου. Αν δεν ήταν εκείνο το «εκέντησε», ίσως να μην κέντριζε το ενδιαφέρον μου τόσο πολύ και να μην είχαν συμβεί όσα ακολούθησαν μετά.
Τι είναι η αθωότητα, αυτό το ξεχωριστό, το μοναδικό προνόμιο που κάνει να ξεχωρίζουν και να υπερέχουν τα παιδιά από τους μεγάλους. Ξαφνικά όλα είχαν αλλάξει, δεν έμοιαζαν πια με παραμύθι όσα άκουγα. Σιγά-σιγά κάτι άλλο με αιφνιδίαζε και ένιωθα πως κάτι αληθινό έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Είχα μείνει άφωνη να παρακολουθώ όχι τα λόγια του παπά, μα εκείνο τον Χριστό, που δεν ήταν πια ζωγραφιστός και ξύλινος, όχι, είχε σώμα αληθινό, γεμάτο πληγές κι έμοιαζε με τον ξάδελφο μου τον Γιώργη που ήταν όμορφος αλλά πολύ άρρωστος.
Τόση θλίψη, τόσο πόνο μα και τόση αγάπη στα ίδια μάτια, στο ίδιο πρόσωπο, αυτό έβλεπα. Συγκλονίστηκα. Για κανέναν δεν είχα λυπηθεί ποτέ τόσο πολύ, γιατί σε κανέναν άνθρωπο ως εκείνη τη στιγμή δεν είχα προσέξει τόση πίκρα, τόση λύπη μα και τόση καλοσύνη μαζί.
Κι όταν η λόγχη «εκέντησε την πλευράν», -το είχε πει τόσες πολλές φορές ο παππάς-, τότε ήταν που αυτός ο χοντρός κόμπος αίμα λύθηκε και κύλησε αργά-αργά στο πληγωμένο στήθος και νόμισα πως ξαφνικά είχε ανοίξει λίγο τα χείλη και μας ζητούσε βοήθεια, ο Χριστός από εμάς τα παιδιά και κάτι παράξενα λόγια ψιθύριζε, μα δεν ακουγόταν, δεν προλάβαινε, γιατί ο παππάς μιλούσε πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Η αλμύρα πλημμύρισε τα μάτια μου αλλά και τα δικά του, έτσι μου φάνηκε και τα δικά του είχαν γεμίσει δάκρυα.
Ένα αναφιλητό ανεβοκατέβαινε από το στήθος στα χείλη και μ’ έπνιγε, μ’ έπνιγε. Το βουβό δάκρυ δήλωνε φωναχτά με σπαραγμό την παρουσία του και είδα το ίδιο δάκρυ στα μάγουλα του Κωστή και της Ναυσικάς και της Μαρίας και του Μανώλη και της Ξανθής και της Ρηνούλας. Μοιραζόμασταν λοιπόν όλοι το ίδιο μυστήριο; Φοβόμασταν περισσότερο;
Μακριά από την πολύβουη φασαρία του κόσμου ο δάσκαλος τόνιζε την «υπακοή» και ο παππάς την «πίστη». Μια άλλη σπίθα που κοιμόταν βαθιά μέσα στον καθένα μας είχε ξυπνήσει και πάσκιζε να λευτερωθεί και να ενωθεί με το δειλινό φως για να επιστρέψει στην ασφάλεια και στη χαρά του παιχνιδιού της άλλης μέρας.
Έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω, ώσπου σιγά-σιγά βρέθηκα στα στασίδια των γερόντων και κάθισα στη βάση τους χωρίς να έχω πια διάθεση, ούτε ν’ ακούσω, μα ούτε και να δω τίποτα άλλο. Εξ’ άλλου η Γαρυφαλλίτσα τα έλεγε καλύτερα, σαν παραμύθι και δεν μου είχε ποτέ να φοβάμαι τον Θεό που έλεγε ο παπάς.
Έπαιζα με τις μύτες των παπουτσιών μου τινάζοντας τα λυτά κορδόνια πότε εδώ και πότε εκεί. Μπορεί από αμηχανία ή και από κάποια ταραχή να είχα μια νευρικότητα. Κάπου-κάπου ρουφούσα τη μύτη μου δυνατά, ποιό παιδί εξάλλου δεν το έχει κάνει αυτό κι ας του λένε οι μεγάλοι «δεν πρέπει». Φαίνεται πως ήταν κατάλοιπο της φόρτισης που είχε προηγηθεί. Όλα τα παιδιά αισθανόμασταν αλλιώτικα. Το καταλάβαινες στο βλέμμα το γεμάτο απορίες.
Μυστικά και δειλά, δίχως να παρατηρώ τίποτα πλέον στο χώρο άρχισα το παραμιλητό με τον εαυτό μου. Σ’ εκείνο το βουβό μονόλογο ορκιζόμουν, «θα σ’ αγαπώ Χριστέ, θα αγαπώ όλους και όλα και ποτέ μα ποτέ δεν θα κεντήσω την πλευρά κανενός, ποτέ», άσε που συνδύασα και το κέντημα και δεν μού άρεσε ούτε η σταυροβελονιά, είχε και αυτή κρυμμένο ένα σταυρό και πόνο. Κράτησα τις απορίες μου για τα συμβάντα κάτω από το «χοροδιδασκαλείο».
Πιο αμυδρές οι στερνές ηλιαχτίδες, ίσα που φώτιζαν τα πρόσωπα. Μια σταγόνα φως έσταξε στην καρδιά μου κι ένα αχ γεμάτο παράπονο λευτερώθηκε και φτερούγισε από τα χείλη. Τότε, τότε μόνο πρόσεξα τον δάσκαλο να σκύβει από πάνω μου και μού φάνηκε πως ήταν ίδιος ένας άλλος Χριστός και δυο ψιχαλιστά δάκρυα είχαν κρεμαστεί και στα δικά του μάτια. Δεν είπε τίποτα. Μόνο με κοίταζε παράξενα, πολύ παράξενα.
«Και τον δάσκαλο θ’ αγαπώ, ας είναι κακός», ψιθύρισα πάλι στον εαυτό μου μα τούτο δεν το ορκίστηκα, δεν το υποσχέθηκα, γιατί αν κάποτε με χτυπούσε το πιο φυσικό θα ήταν να τον ξεαγαπήσω στη στιγμή, όπως κάνουν τα παιδιά έχουν το προνόμιο της ειλικρίνειας να αγαπούν και να ξεαγαπούν, με την ίδια ευκολία.
Πέρασε εκείνο το απόγευμα μα δεν ξεχάστηκε. Μέχρι την Ανάσταση ονειρεύτηκα πολλές φορές όσα είχαν γίνει και τυραννιόμουν από αγωνία. Άνοιξα κι άνοιξα το αναγνωστικό στη σελίδα με τον αναστημένο Χριστό και τα ροζ τριαντάφυλλα φορές και φορές κι όσο η ζωγραφιά τούτη αποκαθιστούσε τις πληγές με γαλήνευε, μα είχα και ερωτήματα πολλά και η Γαρυφαλλίτσα όσο κι αν έκανε φιλότιμες προσπάθειες δεν μου έδινε πειστικές απαντήσεις.
Συμφώνησε όμως, ευτυχώς για εμένα, πως στο «χοροδιδασκαλείο», τα παιδιά περνούν καλύτερα και υπό την επίβλεψη της, στις επόμενες μέρες ανοίξαμε το δικό μας, στην εξοχή. Ένα μεγάλο χέρσο χωράφι γεμάτο πρασινάδες και μαντηλίδες.
Εκεί που γράφει παρουσία ο Θεός και απουσία οι άνθρωποι με κρατούσαν νεράιδες και ξωτικές και μοσχοκούζουλες και χόρευα μαζί και τα «κοπελάκια» στο φουστάνι μου τρελή από χαρά. Η γιαγιά καθόταν σε μια πέτρα χωρίς ποτέ να αποχωρίζεται τη ζακέτα της γιατί ήταν γριούλα και κρύωνε. Χτυπούσε τα χέρια της με τα μακριά δάχτυλα ρυθμικά και τραγουδούσε με τόση αγάπη για εμένα.
Είχε περάσει το Πάσχα, είχαν τελειώσει και οι διακοπές κι είχαμε επιστρέψει στο σχολείο. Παίζαμε τζιγκολελέττα κάτω απ’ το μεγάλο πλάτανο κι ο δάσκαλος πηγαινοερχότανε σκεφτικός στον περίβολο. Ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά μας πλησίασε και με φώναξε.
Πήγα κοντά του λέγοντας «μάλιστα κύριε» έτσι όπως απαιτούσε. Έμεινε για λίγο αμίλητος, έξυσε το κεφάλι του αμήχανα κάπως, σα να δίστασε κι ύστερα μού άπλωσε το χέρι. Ο άγγελος μου μόνο ξέρει που έτρεμε και ο ίδιος πόσο φοβήθηκα μην εισπράξω καμιά ανάποδη, μα ξεροκατάπια τον φόβο και το σάλιο μου μαζί.
«Έλα μωρέ, δώσε μου το χέρι σου», ακούστηκε σχεδόν παρακαλετά και με κράτησε σφιχτά. Περπατήσαμε μέχρι τις μεγάλες γούρνες με τις βρύσες δίπλα στον μικρό κήπο. Εκεί με σήκωσε και μ’ έβαλε να καθίσω σ’ ένα ψηλό πεζούλι. Ύστερα βάλθηκε να με κοιτάζει καταμεσής στα μάτια ακόμη πιο σκεφτικός από πριν. Τίποτα δεν καταλάβαινα, τίποτα, έσφιγγα τα χέρια μου σαστισμένη. Τα παιδιά με κοίταζαν. Ένιωθα την αγωνία στο βλέμμα τους. Κάποια στιγμή πρόσεξα το χρυσό δόντι του δασκάλου. Μόνο όταν χαμογελούσε φαινόταν. «Άρα μου είχε χαμογελάσει.» Το φαντάστηκα το χαμόγελο δεν το είδα, ο πανικός δεν μου άφηνε τόσο μεγάλα περιθώρια. Χαμογέλασα όμως και η ίδια σηκώνοντας ελαφρά τους ώμους. Ο δάσκαλος σήκωσε το αριστερό φρύδι του, όπως το σήκωνε και η μητέρα μου.
«Κοίτα, έχουμε ίδιο μπόι», είπε κι έσπασε η σιωπή έτσι όπως θρυμματίζεται ο πάγος κι ύστερα: «Πες μου τώρα, πες μου σε παρακαλώ, τι είχες κι έκλαιγες εκείνη την ημέρα στην εκκλησία;»
«Τίποτα κύριε ψιθύρισα», μα ο δάσκαλος επέμεινε: «Πες μου μωρέ, πες μου σε παρακαλώ και μ’ έσκασες».
«Κύ- ρι- ε» συλλάβισα, μα μόνο αυτό. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση.
«Πες μου γιατί έκλαιγες παιδάκι μου; Δεν μου περισσεύουν χαστούκια για εσένα», είπε παρακαλετά πια και κρεμόταν απ’ τα χείλη μου αναστατωμένος.
Ήθελα να του πω, μα δεν έβρισκα τις λέξεις. Προσπαθούσα ώσπου στο τέλος κατάφερα να ψελλίσω «κύριε είδα κάτι απίστευτο, κάτι που είδαν και άλλα παιδιά» και τα μάτια μου βούρκωσαν και ξαναγέμισαν αλμύρα όπως τότε κι όλο ρουφούσα τη μύτη μου και δεν είχα και μαντηλάκι στην τσέπη της ποδιάς.
Μου χαμογέλασε πλατιά, εκείνο το χαμόγελο το κατάλαβα καλά, δεν έκανα λάθος και μετά με το μαντήλι του, σκούπιζε τα δικά μου και τα δικά του δάκρυα μαζί. Έδειχνε συγκινημένος, συγκινημένος και αλλιώτικος.
«Πα-ρα-κά-τω», τον άκουσα να λέει συλλαβιστά, αργά-αργά και πήρα θάρρος και του διηγήθηκα πώς «ο Χριστός δεν ήταν ξύλινος αλλά αληθινός και σχεδόν ίδιος με τον ξάδελφο μου τον Γιώργη που ήταν άρρωστος. Και πως όταν τον εκέντησε με τη λόγχη ο παπάς είχα δει να κυλάει μια χοντρή σταγόνα αίμα και να τρέχει στο στήθος του, γι’ αυτό έκλαψα, γιατί κι ο Χριστός είχε δακρύσει και ζητούσε βοήθεια από εμάς τα παιδιά κι ήμουν τόσο μα τόσο σίγουρη για τούτα τα παράξενα».
«Παιδί μου, μπράβο παιδί μου, μπράβο κορίτσι μου», έλεγε και με φιλούσε στο κεφάλι, δακρυσμένος ο δάσκαλος που είχε τη φήμη του κακού.
Φύγαμε μαζί, ο δάσκαλος με το ξύλινο μπαστούνι κι εγώ τρέχοντας. Αφηρημένη μπήκα στην αίθουσα, αφηρημένη όπως ήμουν τις περισσότερες φορές, αφηρημένη κι ευτυχισμένη, με ζεστό ακόμη το φιλί του στο μέτωπο.
Έλεγε η κυρία Μαρίκα το μάθημα, μα μόνο γι’ αυτό δεν είχα όρεξη. Γλίστρησα στο δικό μου κόσμο κι αναρωτιόμουν αν είχε πιστέψει ο δάσκαλος αυτά που τού είχα διηγηθεί κι αν παράλληλα μ’ εμένα είχε δει και ο ίδιος εκείνα τα μυστήρια πράγματα που είχαν γίνει.
«Οπωσδήποτε και θα τα είχε δει όλα», συμφώνησα με τις φωνές μέσα μου, αφού εξάλλου ήταν πιο μεγάλος, ήταν και μορφωμένος, άρα, «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται», ο δάσκαλος το έλεγε αυτό, οπότε έκρινα ότι δεν έπρεπε να σκοτιστώ περισσότερο.
Εκεί που δεν το περίμενα, εκεί που νόμιζα πως είμαι έτοιμη «και τώρα, να τώρα θα προσέχω τι λέει το μάθημα», ένα μεγάλο ξύλινο μπαστούνι σφηνώθηκε στο μυαλό μου. Φώναξε η δασκάλα δυνατά, πολύ δυνατά «μην είσαι πάλι απρόσεχτηηηη! Τι θα γίνει μ’ εσένα;» και αλήθεια τα βρήκα μπαστούνια.
Όταν κάποιος τα βρίσκει μπαστούνια, όταν δυσκολεύεται δηλαδή, τι κάνει; Όταν δεν μπορεί να χορέψει, μπορεί να προσευχηθεί κι ο Θεός ακούει, έτσι ήξερα από τη γιαγιά έτσι κι έκανα, μόνο που η προσευχή μου δεν είχε ποτέ πολλά λόγια.
Μ’ εντυπωσίαζε να φτιάχνω εικόνες φανταστικές, να τις βάζω δίπλα – δίπλα και να προσπαθώ να μιλήσω μ’ αυτές. Έτσι ήταν οι προσευχές μου, έτσι κι εκείνη η προσευχή. Αναζήτησα το σμήνος των πουλιών, αυτό που τότε είχα δει να πετάει χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας κι αφού το βρήκα το άφησα να φτερουγίσει ξανά πάνω από δέντρα και κεραμίδια και το ακολούθησα ψηλά στον ουρανό. Έφτιαξα ένα άλλο ματσάκι λουλούδια. Ένα χέρι όμορφο βγήκε από ένα μωβ σύννεφο και τα πήρε. Ήρθε μια βροχή. Είδα το πανωφόρι του Θεού να τυλίγει την υδρόγειο σφαίρα που είχαμε πάνω στην έδρα και τον κόσμο φωτισμένο με εκατοντάδες χιλιάδες κεριά για να έχουν παρέα τ’ άστρα. Κι ύστερα τα φτερουγίσματα των αγγέλων ίδια με αυτά των πουλιών και τα κύματα της θάλασσας έφερναν τραγούδια στις έρημες ακτές και φωνές, πολλές φωνές και το «χοροδιδασκαλείο» και η μουσική, κι ο ήχος της βροχής σαν πέφτει στα κεραμίδια και στις φυλλωσιές και του μακρινού ανέμου το βουητό, το γέλιο των παιδιών, το νανούρισμα της μάνας μου και στο τέλος, το «σώσον κύριε τον λαόν σου» που συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί και αμέσως μετά το « σώσον κύριε τον λαγό σου» που της έλεγα και την πείραζα καλόκαρδα και γελούσαμε, εκείνες τις ώρες που ένα γέλιο μπορεί να σκίσει το σκοτάδι και να φέρει ένα φεγγάρι στο φεγγίτη.
Καλά κακά, είχε τελειώσει κι εκείνη η μέρα κι ο Θεός είχε ακούσει την προσευχή μου, γιατί δεν με μάλωσε η κυρία Μαρίκα κι ας ήμουν, «άλλη μια φορά αφηρημένη».
Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πιο πολύ ξεθάρρευα με το δάσκαλο. Του μιλούσα πλέον χωρίς εκείνο το φόβο που με καταδίωκε στην αρχή. Παρατηρούσα πως με κάθε κίνηση του ποδιού του, έκανε και μια σύσπαση από το αίσθημα του πόνου που αυτό του προξενούσε κι όλο δάγκωνε τα χείλη του και τα μάτια του γέμιζαν κάτι που ήξερα καλά να διαβάζω, φόβο. Κάπου – κάπου, έδειχνε τόσο μοναχικός και δυστυχισμένος κι ένιωθα λύπη κι ήθελα να του φανερώσω τη συμπόνια και τα αισθήματά μου μα όλο το άφηνα για αύριο, αύριο…
Ένα πρωί, έγινε μεγάλο σούσουρο στο σχολείο. «Φεύγει ο Αντζουλής, φεύγει ο Αντζουλής, πάει στην Αθήνα να κάνει εγχείρηση στο πόδι του, μπορεί και να του το κόψουν», από ένα στόμα έβγαινε και σε δέκα έμπαινε τούτο το νέο κουτσομπολιό. Χαρές και πανηγύρια που θα ’φευγε ο Αντζουλής, ο κύριος Αλκιβιάδης δηλαδή, Αντζουλής ήταν το παρατσούκλι του.
«Γλιτώνουμε το ξύλο – γλιτώνουμε το ξύλο», σε ρυθμό εμβατηρίου τραγουδούσε όλη σχεδόν η αυλή. Εκείνος δεν είχε έρθει. Κάτι μού είχε κακοφανεί με όλα εκείνα τα χαχανητά, αλλά δεν το ομολόγησα. Όσα παιδιά είχαν εισπράξει το θυμό και τα χαστούκια του είχαν δίκιο να χαίρονται πετώντας τις σάκες τους στον αέρα.
Είχαμε σχολάσει νωρίτερα μια ώρα. Καθώς προχωρούσα στο δρόμο για το σπίτι, είδα λίγο πιο κάτω από το αγροτικό ιατρείο το αυτοκίνητο του δασκάλου και στο πίσω κάθισμα μια μεγάλη καρό βαλίτσα.
«Ώστε είναι αλήθεια», μού πέρασε από το μυαλό κι έμεινα για λίγο ακίνητη στην ίδια θέση. Μετά πρόσεξα κι εκείνον. Ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, σκυμμένος πάνω στα γόνατά του με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια. Διστακτικά πλησίασα και χτύπησα το τζάμι για να με δει. Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε. Ήταν σίγουρο πως δεν το περίμενε. Έψαξε το μπαστούνι και με αδέξιες κινήσεις βγήκε με κόπο από το αυτοκίνητο.
«Καλό ταξίδι κύριε Αλκιβιάδη», είπα και τον κοίταξα καταμεσής στα μάτια όπως άλλοτε εκείνος εμένα.
Έσκυψε το κεφάλι του, μα είχα προλάβει κι είχα δει το θολό βλέμμα και τα κόκκινα μάτια. Ποιος ξέρει πόσες σκέψεις δυσάρεστες είχε κάνει και πόσο υπόφερε.
«Κύριε, ο Χριστός πόνεσε πιο πολύ, μού το λέει η γιαγιά μου και ο ξάδελφος μου ο Γιώργης πονάει όμως χαμογελά», ψιθύρισα για να του δώσω κουράγιο κι ένιωθα ξαφνικά πιο δυνατή.
Πήρε το χέρι μου κι όλο το φιλούσε και μ’ έφερε σε πολύ δύσκολη θέση γιατί είχα μάθει και το τηρούσα πως οι μικρότεροι πάντα δείχνουν σεβασμό φιλώντας το χέρι των μεγαλύτερων.
«Παιδί μου, κοριτσάκι μου» έλεγε «παιδί μου, ναι έκλαιγε ο Χριστός και ζητούσε βοήθεια από εσάς τα παιδιά και ξέρεις κάτι; Με μάλωσε κι εμένα. Για την ελευθερία να μιλάς δάσκαλε και νόμισα για τη γυναίκα μου, την κυρία Ελευθερία και πριν προλάβω να το σκεφτώ, το ψιθύρισε ξανά, να αγαπάς την Ελευθερία σου και να την διδάσκεις δάσκαλε… Κατάλαβες; Την ελευθερία, όχι την υπακοή! Έχω κι εγώ τα κρίματά μου παιδί μου, έχω…»
Θαρρείς κι είχα ψηλώσει δέκα σπιθαμές μονομιάς, θαρρείς και απότομα έγινα μεγάλη, τόσο μεγάλη που μπορούσα να χαϊδέψω το πρόσωπό του. Έψαξα στην τσέπη μου. Βρήκα μια καραμέλα από αυτές που μου ’βαζε η Γαρυφαλλίτσα κρυφά και μού ’λεγε πως έβλεπε καμιά φορά έναν άγγελο που μού τις έφερνε το ξημέρωμα, αυτόν που πότιζε την καραμελιά και φύλαγε τον μπάρμπα Καραμέλο που την είχε φυτέψει στην αυλή του από κάθε κακό.
Άπλωσα το χέρι και του την πρόσφερα για το ταξίδι. Δεν είχα τίποτα άλλο, τίποτα εκτός από την καραμέλα και την αγάπη μου για να τον φιλέψω. Κι όμως ήθελα να έχω κι ένα ματσάκι λουλούδια, σαν εκείνα που είχα πάει στον Χριστό. Έφυγα κάνοντας βήματα προς τα πίσω. Δεν ήθελα να του γυρίσω την πλάτη μου. Ήθελα να κρατήσω εκείνη την εικόνα με το μπαστούνι και να τη βάλω κάπου μέσα στην προσευχή μου.
«Πρόσεχε μωρέ!» μού φώναξε «θα παραπατήσεις και θα πέσεις όπως πας». Αναγνώρισα μια χαρούμενη αλλαγή στον τόνο της φωνής του και χάρηκα. Σήκωσα τα χέρια. Με το ένα τον χαιρετούσα και με το άλλο προσπαθούσα να πιάσω τον άνεμο.
«Κύριε Αλκιβιάδη να ξαναγυρίσεις!» φώναξα, από τη μέση του δρόμου.
Από τότε κακή σκέψη για τον δάσκαλο δεν δηλητηρίασε ποτέ την καρδιά μου. Τον αντίκριζα με σεβασμό. Ο φόβος που ένιωθα πρώτα είχε χαθεί. Μάθημα δεν μού έκανε ποτέ, ούτε καν γυμναστική ή ωδική όπως έκανε σε άλλες τάξεις κι όμως στην ψυχή μου έφτασαν πολλά μηνύματα από μέρους του, ιδιαίτερα αυτό της «ελευθερίας».
Ο δάσκαλος, ήταν ο μόνος που γνώριζε το μυστικό μου για όσα παράξενα είχαν συμβεί στην εκκλησία, ούτε στη Γαρυφαλλίτσα δεν το είχα πει αυτό, γιατί η ίδια ήταν σίγουρη πως τα θαύματα είναι για τους άπιστους, οι πιστοί έχουν την αγάπη τους και η αγάπη κλείνει μέσα της όλα τα θαύματα. Στην αγάπη πίστευα, εκεί μου είχε μάθει πως είναι ο Θεός, και δεν ήθελα να με αμφισβητήσει.
Ο δάσκαλος ήξερε όμως καλά κάτι άλλο που η γιαγιά δεν γνώριζε. Ήξερε πως για την αγάπη γέφυρα είναι η αθωότητα και η αθωότητα γίνεται η θάλασσα που ταξιδεύουν τα θαύματα με χάρτινα καραβάκια.
Μια φεγγαροκλωστή ασημένια είναι δεμένη σ’ ένα μακρινό μικραστέρι και στην άκρη της κρατά ψυχές και θαύματα. Τις ανοιξιάτικες νύχτες μπορείς να την δεις καθαρά φτάνει μόνο να μην έχει εγκαταλείψει την καρδιά σου το καθαρό βλέμμα του παιδιού που υπήρξες κάποτε. Φτάνει μόνο να θέλεις οι αξεδιάλυτοι κόμποι της ψυχής να γίνουν φως και να το αγαπάς, να το δοξάζεις ανοίγοντας του δρόμους όπου το συναντάς, να λευτερώνεις σπίθες από καρδιά σε καρδιά και να πολεμάς την άβυσσο.
«Καμιά φορά βολεύονται ευκολότερα τα μεγάλα μέσα στα μικρά απ’ ότι τα μικρά μέσα στα μεγάλα», είχε πει ο δάσκαλος. Τώρα καταλαβαίνω την αξία τούτης της σκέψης, τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί στις καρδιές των παιδιών χωρούν όλα τα θαύματα, τώρα που μεγάλωσα και λέω «ευτυχώς που υπήρξα κάποτε παιδί και μπορώ γυρίζοντας πίσω απ’ τον καιρό να ξεφυλλίζω την καρδιά μου και να μαθαίνω από την αρχή ανάγνωση στ’ αλφαβητάρι της αγάπης σπέρνοντας άστρα στις μέρες μου».
Η αγάπη και το φως δεν χωρίζονται. Αυτό το ξέρουν καλά τα παιδιά, όλα τα παιδιά. Το ξέρουν επειδή προσφέρονται με ανιδιοτέλεια και δε ντρέπονται να αισθάνονται τα πάντα με μια άλλη όραση, την ίδια στιγμή που οι μεγάλοι μόνο βλέπουν και πολύ φοβάμαι όχι πιο μακριά από τη μύτη τους.
Τα παιδιά ασκούν την τέχνη της αγάπης και αντέχουν να αντικρίσουν τα έργα της στο φως. Ακούνε τη φωνή του αγγέλου μέσα τους και την εμπιστεύονται γιατί η καρδιά τους είναι μια φωλιά γεμάτη λουλούδια.
Τις νύχτες αγκαλιάζουν τη μάντισσα μοίρα σφιχτά, μέχρι να δουν να κοκκινίζουν τα μάγουλα της και τότε κρύβονται κάτω από το φουστάνι της, αυτό με το δαντελένιο μαύρο φουρό και της γαργαλάνε τα γυμνά πόδια για να μην ξεχάσει πόσο μεγάλη αξία είναι το γέλιο στη ζωή και για να σταματήσουν, της ζητούν δώρα, ένα καρβέλι αχνιστό ψωμί μεγάλο όσο μια φέτα η πιο μεγάλη φέτα γης και μια κουταλιά μέλι όσο είναι το ολόγιομο φεγγάρι της Δίκτης.
Τα παιδιά δεν ξέρουν τι είναι οι αβέβαιες ώρες των μεγάλων. Έχουν πάντα κάτι να κάνουν. Η φαντασία είναι που τα βοηθά να αξιοποιούν το χρόνο με τα υλικά της σιγουριάς που τους προσφέρει.
Τα χαρίσματα της ψυχής τους δεν εξαγοράζονται, ακόμη κι αν υπήρχαν νομίσματα αιώνιας αξίας πάλι δεν θα ήταν δυνατόν, γι’ αυτό καταφέρνουν να μη χάνουν από το οπτικό τους πεδίο τους μαγικούς ορίζοντες των ονείρων και κρατούν φυλαγμένα και κρυμμένα αυτά που οι μεγάλοι τις πιο πολλές φορές αγνοούν.
Σ’ ένα γύρισμα της μνήμης ένα διάλειμμα πεθύμησα, να θυμηθώ την ομορφιά της ζωής, να ξαναζήσω τη στιγμή χωρίς να κινδυνεύω να βουλιάξω, να ξοδέψω το χρόνο αλλιώς, να χορέψω σαν να μην με βλέπει κανείς, όπως τότε στο υπαίθριο χοροδιδασκαλείο με τη Γαρυφαλλίτσα, να συγχωρώ και να ξεχνώ γρήγορα κυνηγώντας το φευγιό μιας πεταλούδας, να πέφτω και να σηκώνομαι για να τρέξω να προλάβω, να κάνω ό,τι σημαίνει χαρά της ζωής.
Αν γινόταν, ο φόβος των παιδιών να είναι μόνο για την τσίχλα που καταπίνουν…
Αν…
Ζωή Δικταίου
[Από το βιβλίο της «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», εκδόσεις «Φίλντισι», 2019, ISBN: 9786185101916]
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
.
Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία:
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα