Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η πόλη κάνει τσ’ άρχοντες και το χωριό χωριάτες | της Άννας Τακάκη

Η Ευθυμία με τον Παναγή, ήτανε δυο νέοι φτωχοί, που αγαπηθήκανε και παντρευτήκανε. Τα πράματά τους λιγοστά, και τα έπιπλα υποτυπώδη. Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, ένα ράφι στον τοίχο κι ένα κρεβάτι τρίποδο. Κι ακόμη δυο πιθάρια και λίγα κουρούπια για την αποθήκευση της λιτής τροφής. Η νέα τους ζωή, που μόλις άρχιζε ήτανε δύσκολη. Τα μέσα πρωτόγονα. Ένα γαϊδουράκι για τις μετακινήσεις, δυο βόδια για το όργωμα, ένα χοίρο που αναθρέφανε για τα Χριστούγεννα, κάμποσες όρνιθες για τ’ αυγά, την κατσίκα τους για το γάλα και τα κουνελάκια τους για το κρέας. Μα όλα αυτά θέλανε την περιποίηση τους κι όλα θέλανε το χρόνο τους. Κι αφού η περιουσία που τους δώκανε οι γονέοι τους ήτανε πολύ μικρή, κάνανε και κάμποσα μεροκάματα για να ’χουνε δυο παράδες σε ώρα ανάγκης. Να πάρουνε ένα ρούχο, σκιας, να το βάλουνε, που ’τανε όλο με τα ίδια τα ξεθωριασμένα τους ρούχα. Νέοι ανθρώποι, μα κακοποδομένοιi φαινότανε έτσι όπως τυραννιότανε. Γιατί, καθώς το ’λεγε και η γιαγιά μου, άμα δεν έχεις λέει νύχια να ξυστείς μην περιμένεις από τον άλλο να σε ξύσει.

Η ζωή στο χωριό ήτανε δύσκολη. Το σπίτι τους έβανε νερό, να το βγάνουνε με τους κουβάδες. Κρύο πολύ και υγρασία το χειμώνα. Να κουβαλούνε λίγα ξυλαράκια από το βουνό, ασπαλάθους και κατσοπρίνιαii για να ζεσταθούνε. Πού να κάμουνε και κοπελάκι; Να ψοφήσει από την κρυγιάδα;

Το καλοκαίρι ήταν πιο καλά τα πράματα. Εβρίσκανε δουλειές στα θέρητα και στο τρυγητό, μα έλα σου που δεν είναι όλο καλοκαίρι!

-Παναγή, λέει μια μέρα του κυρίου της η Ευθυμία, εγώ λέω να φύγομε από το χωριό. Να δώσομε των ομματιώ μας και να φύγομε. Πώς ήφυγε η θεια μου η Περσεφόνη, κι επήγε στην Αθήνα; Μα κείνη τηνε πήρε, λέει, η σαντολάiii τζη, μική ακόμη και την ήβαλε υπηρετριάκι σ’ ένα πλουσόσπιτο. Ώσαμε που ξελόγιασε το γιο του αφεντικού και τηνε πήρε κι από Περσεφόνη τη βαφτίσανε Πέρσα. Κι είναι εδά και χρόνια ποκατεστημένη στην πρωτεύουσα και πλούσα. Κάθε καλοκαίρι που ’ρχεται τση ζηλεύγω. Αν είναι και μεγάλη είδες τηνε μεγαλείο και λούσο; Λέω να πάμε να βρούμε τη θεια μου κι αυτή θα κατέχει να μας αρμηνέψει και να μασε βρει δουλειές. Να ρίξομε πέτρα οπίσω και να φύγομε. Δεν είναι αυτή ζωή που ζούμε.

-Κι είντα θα κάνομε τα μιαρά μας; Και τούτο το φτωχόσπιτο να ρημάξει; Ποιους θα ’χομε να λέμε μια κουβέντα; Της λέει ο Παναγής. Εκεί οι αθρώποι δε γνωρίζονται. Μην έχεις τα θαρρητά σου στη θεια, γιατί εκείνη εξένεψε κι άλλαξε. Είδες τη πως άμα ’ρχεται στο χωριό, μύγια δεν πατεί στο σπαθί τζη; Ήφερέ σου ποτέ ένα δώρο η πλούσα; Μας ήκανε ένα τραπέζι σκιας, η αρχόντισσα; Μα ελόγου σου, σκίζεσαι να τση πας τα φρέσκα αυγά, το κουνέλι, τον πετεινό, και χίλια πεσκέσα, να τα παίρνει να φεύγει. Καλά μας είναι επαδά, γυναικάκι μου, κι έχει ο θεός.

Μα ο θεός, καθώς φαίνεται, δεν είχε να φέρει, παρά μόνο γρίνια και πολύ ταμάχι στο νέο ζευγάρι. Κι ο Παναγής κάτσε και τα λογάριασε από την αρχή τα πράματα. Και πήρανε την απόφαση να φύγουνε από το χωριό. Νέοι ήτανε ακόμη. Όρεξη είχανε για δουλειά. Στην πρωτεύουσα είχε εργοστάσια, είχε πολύ κόσμο. Κάπου θα βρίσκανε μια δουλειά, να ζούσανε. Απόφαση θέλει το κάθε πράμα. Απόφαση και θάρρος.

Κλείσανε, λοιπόν, μια μέρα το σπίτι τους κι εφύγανε με μια βαλίτσα και τους λιγοστούς παράδες από τα μεροκάματά τους και τα ζωντανά που πουλήσανε. Πάνε και χτυπούνε το σπίτι της θειας τους κι εκείνη τους έσκασε ένα χαμόγελο την αρχή με φανερή την έκπληξη σαν τους είδε φάτε μπαστούνι μπροστά της. Δεν το πίστευε. Με τι παράδες κάνανε τόσο μεγάλο ταξίδι; Μα σαν της είπανε πως είχανε σκοπό να μείνουνε και να βιοποριστούνε στην πρωτεύουσα κινήσανε να σκοτεινιάζουνε τα μάτια της. Λες και θα τσι ’χε οικότροφους στο σπίτι της.

-Δε θέλομε να σου γενούμε βάρος, θεια, μόνο να μασε δώσεις κάμποσες πληροφορίες. Πού θα πάμε, πώς θα κινηθούμε, γιατί δεν κατέχομε από πολιτείες. Πόσο μάλλον για την πρωτεύουσα. Επαδέ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μπορεί να ’χετε γνωστούς και να θέλουνε χέρια να δουλέψομε και σιγά σιγά θα τα καταφέρομε. Δεν αντέχεται η φτώχεια θεια.

-Κι εφέρετε, μαθές, παράδες; Η πολιτεία έχει πολλά έξοδα. Τα πάντα αγοράζομε εδώ. Δεν είναι σαν το χωριό που τα ’χετε όλα, και δε γνωρίζετε μπακάλικο. Πρώτα πρώτα για να πιάσετε σπίτι θέλει να πρωτοδώσετε ενοίκιο. Να μείνετε λίγες μέρες εδώ αλλά δεν μπορώ να σας έχω για πολύ, γιατί έχω και τα εγγόνια μου που έρχονται. Είμαστε μεγάλη φαμελιά.

-Έχομε φέρει παράδες, θεια. Μα πλια από τους παράδες φέραμε τα νιάτα και την όρεξή μας για δουλειά. Την αποστομώνει ο Παναγής.

-Καλά, να το πούμε του μπάρμπα σας, απού ’χει γνωριμίες να δούμε. Κι αφού ’χετε παράδες να βρούμε μάνι μάνι ένα σπιτάκι να μείνετε.

Βρήκανε, λοιπόν τα γλήγορα ένα μικρό και φτηνό σπιτάκι κι εμείνανε, μα δουλειά ακόμη να βρούνε στους δυο νέους οι καλά καταστάμενοι συγγενείς τους. Ο Παναγής όμως δεν καθότανε με σταυρωμένα τα χέρια. Μέσα σε τρεις μέρες έμαθε να κάνει «κουτάλι» την Αθήνα. Ρωτούσε από δω, ρωτούσε από κει, έμπαινε κι έβγαινε σε μαγαζιά και σε εργοστάσια. Είχε μπανίσειiv και στην πλατεία της Ομόνοιας ένα καφενείο που συναντιότανε οι Κρητικοί της πρωτεύουσας. Και χάσεις τονε βρεις τονε εκεί κι ο Παναγής. Να μιλεί τα κρητικά του να τον ανιώθουνε, να λέει που και τα χωρατά του, να γελούνε. Να πίνει το καφεδάκι του, να καπνίζει και το τσιγαράκι του. Ε, ναι…Αθηναίος, μαθές, λογούντανε από δα και πέρα. Και δεν άργησε να βρει την άκρα, και όχι μόνο την άκρα αλλά και τη μέση ο νεαρός Παναγής. Με το πες πες… βρήκε δουλειά σε μεγάλο κατάστημα που εκτός των άλλων πουλούσε και κρητικά προϊόντα. Άλλο που δεν ήθελε ο καταστηματάρχης από ένα γνήσιο Κρητικό να του διαφημίζει τα προϊόντα, και να κάνει καλές πωλήσεις. Η επιχείρηση που δούλευε ο Παναγής μεγάλωσε κι άλλο, χάρη στην εργατικότητά του και το αφεντικό του έδωσε προαγωγή και τον έκαμε προϊστάμενο. Του ’δωσε κι αυτοκίνητο για τη μεταφορά των προϊόντων που πολλές φορές πήγαινε ο ίδιος στην Κρήτη και τα προμηθευότανε. Τα πάντα εκάτεχε. Μαμούνι ήτανε ο Παναγής σ’ αυτά. Σαν έμαθε καλά τη δουλειά, άνοιξε δικό του μαγαζί στη γειτονιά του. Κι οι πελάτες εκάνανε ουρά, να παίρνουνε τα κρητικά προϊόντα του. Το γυναικάκι του η Ευθυμία, είχε βρει κι εκείνη δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο. Δούλεψε την αρχή για να βοηθήσει την κατάσταση αλλά μετά έμεινε βαρεμένηv κι άφησε τη δουλειά για να γεννήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της. Από δα και πέρα όμως ανάγκη δεν είχανε, γιατί ο Παναγής τα βγάνει πέρα, καθώς πήρε και υπάλληλο. «Το νερό εμπήκε στο αυλάκι», που λένε. Κι αρχίσανε να βάνουνε στην άκρα τους πρώτους παράδες. Πήρανε το σπίτι τους, την κουρσάρα τους… Πήρανε κι ό,τι είχανε στερηθεί. Άρχοντες με τα όλα τους δηλαδή. Καλά πού πήρανε την απόφαση να φύγουνε από το χωριό. Μα την πέτρα που ρίξανε πίσω τους ήρθε ο καιρός να τη βρούνε μπροστά τους και να την ξαναπατήσουνε. Όταν επήρανε την απόφαση να πάνε στο χωριό τους λίγες μέρες διακοπές, να δούνε το σπιτάκι τους, να το επισκευάσουνε, να δούνε και τους δικούς τους που τους πεθυμήσανε, κανείς δεν τους γνώρισε με το πρώτο. Η Ευθυμία κι ο Παναγής ήρθανε με έναν άλλο αέρα. Καλοντυμένοι, καλοζωισμένοι και χουβαρντάδες ως ήτανε, όλοι οι χωριανοί τους μπεγιεντίζανεvi και λέγανε «Η πόλη κάνει τσ’ άρχοντες και το χωριό χωριάτες»

.

Γλωσσάρι:

i   Κακοποδομένοι: ταλαιπωρημένοι

ii   Κατσοπρίνια: μικροί πρίνοι

iii   Σάντολα: νονά

iv   Είχε μπανίσει: είχε πάρει το μάτι του

v   Βαρεμένη: έγκυος

vi   Μπεγιεντίζανε: επαινούσανε

.

Άννα Τακάκη

[Από το «Διηγήματα από παροιμίες»]

 

 

 

 

 

 

 

 


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:108