Η θεία Ευτέρπη, μια κάλπικη λίρα, μια μουριά και κάτι πρώιμες παιδικές απορίες | του Γιάννη Χατζηχρήστου
Είχα μία θεία…
Την θεία την Ευτέρπη, ανιψιά του παππού του Γιάννη από την Πόλη, που είχε άντρα τον θείο Πολύβιο. Τον Στρογγυλό, που πούλαγε πουκάμισα στην Σταδίου και δεν ήταν καθόλου στρογγυλός. Λεβεντάνθρωπος.
Δεν είχαν παιδιά αλλά είχαν μια καταπληκτική μουριά στον κήπο τους στην Νέα Σμύρνη, εκεί κοντά στη Λεόντειο, σε μία εποχή που δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα ο πολυκατοικίες στην περιοχή, που ήταν όλο σπίτια με κήπους. Όπως αυτό της θείας Ευτέρπης, πέτρινα τα περισσότερα.
Και επειδή τρελαινόμουν για μούρα, ήθελα να με πηγαίνουν συνέχεια επίσκεψη στην θεία που με έλεγε «τζιγέρι» της μαγειρεύοντας ντολμάδες με αμπελόφυλλα και μαύρη σταφίδα. Τα μούρα ήταν μάλλον η δίκαιη ανταμοιβή μου επειδή έκανα για λίγες στιγμές την άτεκνη θεία να παίζει τον ρόλο της γιαγιάς. Για λίγο και φευγαλέα, ξέρεις.
Θα ήταν το 65 ή το 66, τέτοιες μέρες, που σε μία μου επίσκεψη η θεία με πήγε να δω την πρώτη μου ταινία «για μεγάλους» στον καλοκαιρινό του Σπόρτινγκ, στην πλατεία.
Δευτέρες και Τρίτες προβολές έπαιζαν μόνο τότε οι καλοκαιρινοί, ακολούθησα μετά χαράς.
Είχα ξαναπάει σινεμά αλλά όχι έτσι. Στο «Σινεάκ» τις Κυριακές το πρωί, στο «Ρεξ» της Πανεπιστημίου, μαζεύονταν τότε όλη η μαρίδα της Αθήνας για το γνωστό τετράωρο πρόγραμμα 10-2 non stop με κινούμενα σχέδια και μία παιδική ταινία στο τέλος, που άφηνε τις τότε μαμάδες να μαγειρέψουν ήσυχες για το Κυριακάτικο τραπέζι.
Καμία σχέση με αυτά όμως αυτή η εμπειρία με την θεία. Μια τεράστια σακούλα φρέσκο «κιτίρ-κιτίρ» made by θεία Ευτέρπη, πορτοκαλάδα μπλε άνευ ανθρακικού και «η κάλπικη λίρα» επί σκηνής.
Θα την ξέρεις ίσως την ταινία. (Αν δεν ξέρεις το «κιτιρ -κιτιρ» με το μπόλικο αλάτι, το ποπ κόρν δηλαδή, να με ρωτήσεις στα σχόλια πως το φτιάχνουν να σε πω την συνταγή μπρε. ΟΚ;).
Δεν την είχε δει η θεία στην πρώτη της προβολή το 55 και μου έκανε την τιμή να την συνοδεύσω στην αριστουργηματική σπονδυλωτή ταινία των τεσσάρων ιστοριών του πρώιμου ελληνικού ρεαλιστικού κινηματογράφου. Αφηγητής ο Μυράτ, μουσική Χατζηδάκης και μία κάλπικη λίρα κατασκευής του κυρίου Ανάργυρου, που πήγε να γίνει πλούσιος για τα μάτια μιας απατεώνισας, και που πέρασε μετά σε ένα όχι και τόσο «αοοοόματο» Μίμη Φωτόπουλο, μετά σε μια λυπητερή ιστορία που δεν μου άρεσε, για να καταλήξει στον Χόρν, που τον άφησε η Λαμπέτη επειδή δεν είχε μία. Και συνεχώς από τον αφηγητή η επωδός:
«Δεν είναι η λίρα, το χρήμα είναι κάλπικο».
Τελείωσε τα «κιτίρ-κιτίρ» με την ταινία, οπότε καρδαμωμένος και πλήρης αποριών άρχισα να βομβάρδιζω την θεία Ευτέρπη με τις απορίες μου:
– «Τι ήταν αυτή η δουλειά που έκανε εκείνη η ωραία κυρία;» (την Σπεράντζα Βρανά εννοούσα).
(Απάντηση δεν πήρα σε αυτό. Κάτι γκουχ γκουχ μόνο…)
– «Πως φτιάχνουν τα λεφτά», που εγώ τα ήξερα σε μέταλλα αλλά, άντε και χάρτινα.
(Εκεί κάπου η θεία, που είχε βγάλει ως το πρώτο κορίτσι και την Χατζηχρήστειο Εμπορική Ελληνογαλλική Σχολή (σήμερα Σινέ Ταξίμ) στην Πόλη, μου έκανε μία πρώτη εισαγωγή στην συνθήκη Bretton Woods και στον κανόνα του χρυσού. Έξι χρόνια αργότερα αυτή μου η γνώση πήγε στράφι, αφού εκείνος ο ψυχάκιας ο Νίξον τα κατάργησε όλα αυτά και τα έκανε μοδέρνα. Πρώιμο νεοφιλελέ σουρεαλισμό ένα πράγμα)
– «Γιατί θεία έλεγε ότι το χρήμα είναι κάλπικο;»
(Σε αυτό το σημείο η θεία ήταν κατηγορηματική και κάθετη:
– «Α, μην τα ακούς αυτά τζιγέρι μου» είπε. «Αυτά τα λένε μόνο οι κομμουνισταί».
Και έκτοτε άρχισα να το ψάχνω!
Τι έκανε για δουλειά εκείνη η κουκλάρα, τι είναι αυτό το «κομμουνισταί» που δεν είχα τότε ιδέα και, τώρα τελευταία, γιατί το χρήμα είναι κάλπικο και σε σχέση με τον τρόπο που παράγεται μετά το 71, κάνοντας ντεμοντέ τις λίρες. Και τις χρυσές και τις κάλπικες πριν καταλήξουν όλα μαζί τους φλουρί σε βασιλόπιτες.
Και δεν χάνω ευκαιρία να σας τα «ζαλίζω» με σεντόνια ατελείωτα πάνω σε θέματα σχετικά με εκείνα τα αναπάντητα ερωτήματα μου, που επιμένουν έκτοτε εμμονικά για να βρουν πλήρεις και πειστικές απαντήσεις, που να μην μπάζουν ασάφεια και λογικά κουκουλώματα από παντού.
Μπορείς αν θέλεις να προσπεράσεις αδιάφορα δηλώνοντας «αοοοόματος». Πιο κάτω θα λέμε μόνο για συνταγές ποπ κορν, ξέρεις…
Την καλημέρα μου!
Γιάννης Χατζηχρήστος
Ο Γιάννης Χατζηχρήστος γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Αφού αποφοίτησε από το Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών συμμετείχε στην υλοποίηση σύνθετων έργων πληροφορικής και επικοινωνιών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για πολλά χρόνια. Από οικογένειες από την μια μεριά συντηρητικών Κωνσταντινουπολιτών (από την πλευρά του πατέρα του) και μελών του ΚΚΕ/ΕΛΑΣ από την άλλη (από την πλευρά της μητέρας του), δραστηριοποιήθηκε στην Αριστερά από τα μαθητικά του χρόνια, το 1973.
Τα τελευταία χρόνια ανέπτυξε δράση για την εμπέδωση της αμεσοδημοκρατίας στην Αριστερά και την αυτοδιοίκηση. Ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη του κοινωνικού μη κρατικού τομέα της οικονομίας ως βασικού μοχλού ανάπτυξης, κυρίως στον πρωτογεννή και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και για την ανάπτυξη νέων μη ιεραρχικών ενεργειακών δικτύων. Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του εστιάζονται κυρίως στην Εφαρμογή της δημοκρατίας & της Αμεσοδημοκρατίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στον Κοινωνικό Τομέα Οικονομίας, στην Ενεργειακή Πολιτική, στις Πολιτικές Υγείας, στην Αγροτική Πολιτική καθώς και στην Πληροφορική και Παραγωγική Ανασυγκρότηση.
Έχει εκδώσει τα βιβλία:
Ανασκαφή στο μέλλον, μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006
Το φ του φόβου, μυθιστόρημα, 2014,