Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

86 χρόνια από τη δολοφονία του οικουμενικού, αθάνατου ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα | του Θεματοφύλακα ιστορικής μνήμης

«Εγώ ποτέ δεν θα γίνω πολιτικός. Είμαι επαναστάτης, γιατί δεν υπάρχει αληθινός ποιητής που να μην είναι επαναστάτης». Φρ. Γκ. Λόρκα

Κοντά στη Γρανάδα, στο χωριό Βιθνάρ, κοντά στην «Πηγή των Δακρύων» βρήκε τραγικό θάνατο λόγω των αριστερών φρονημάτων του, πριν από ογδόντα έξι χρόνια, το πρωινό της 19ης Αυγούστου 1936. Τον δολοφόνησαν σε ηλικία 38 ετών, πυροβολώντας τον πισώπλατα φαλαγγίτες στρατιωτικοί του πολιτικού κινήματος CEDA του δικτάτορα Φράνκο, καθώς θεωρήθηκε πως ξεσηκώνει την εργατιά και τους αγρότες κατά του καθεστώτος.

Ο Λόρκα είχε προειδοποιηθεί από τους φίλους του τον Ιούλιο του 1936, όταν ήταν ήδη γνωστό ότι ο Φράνκο ετοίμαζε τα στρατεύματά του στο ισπανικό Μαρόκο και θα ξεσπούσε ο εμφύλιος πόλεμος, να μην πάει στην Ανδαλουσία. Δύο ημέρες μετά την άφιξή του στη Γρανάδα ξέσπασε ο πόλεμος. Η περιοχή ήταν η πρώτη που κατελήφθη από τους φρανκιστές, ο γαμπρός του Λόρκα και δήμαρχος της Γρανάδας συνελήφθη στις 16 Αυγούστου και την επομένη εκτελέστηκε. Την ίδια ημέρα συνελήφθη και ο Λόρκα από οπαδούς του Φράνκο, στο σπίτι του φαλαγγίτη ποιητή Λουίς Ροθάλες, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο. Το πτώμα του πετάχθηκε σε ανώνυμο τάφο στην περιοχή Fuentegrande de Alfacar στα περίχωρα του Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα.

Το φασιστικό καθεστώς δε δίστασε να εκτελέσει έναν διάσημο ποιητή, που προερχόταν από μια πολύ γνωστή οικογένεια της περιοχής. Εκείνη τη χρονιά μόνο στην περιοχή γύρω από την Αλάμπρα η φασιστική φάλαγγα εκτέλεσε 30.000 άτομα, αφού ο Φράνκο είχε διακηρύξει ότι θα «προστάτευε» την Ισπανία από «τη διεθνή κομμουνιστική, εβραϊκή και μασονική συνωμοσία». Ο Λόρκα είχε κομμουνιστές φίλους, είχε προσυπογράψει το Μανιφέστο της κομμουνιστικής εφημερίδας Mundo Obrero και το είχε απαγγείλει στη γιορτή προς τιμήν του ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι. Παρόλο που ο Λόρκα ποτέ δεν εντάχθηκε στο εργατικό επαναστατικό κίνημα, οι κοινωνικές και πολιτικές του θέσεις ήταν τόσο εμφανείς, που για τον Φράνκο και τους υποστηρικτές του δεν είχε καμιά διαφορά από έναν κομμουνιστή. Η ομοφυλοφιλία του Λόρκα ήταν ασφαλώς ένας επιπλέον λόγος για την πισώπλατη εκτέλεσή του. Η δολοφονία του Λόρκα από τους φρανκιστές φασίστες δεν υπήρξε μόνο «πηγή» δακρύων του ισπανικού λαού, αλλά και της παγκόσμιας πνευματικής δημιουργίας.

Μοναχικός καβαλάρης της ποίησης, του θεάτρου και της μουσικής, ταξίδευε, ολοένα ταξίδευε, για την Κόρδοβα. Πισωκάπουλα στο μαύρο άλογό του, γυμνόστηθη Τσιγγάνα με το όπλο στο χέρι, η δημοκρατική Ισπανία, του «Νο Πασαράν». Άνθρωποι, πόθοι, πάθη, έρωτες, αγώνες, παραδόσεις, φύση ήταν ο μαγικός ιστός πάνω στον οποίο ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ύφανε την οικουμενική, αθάνατη ποίησή του. Ο ποιητής, μέσα από την ποίησή του, «τραγούδησε» την αγάπη αλλά και το θάνατο, μίσησε το δεσποτισμό και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και όρθωσε το ανάστημά του σε κάθε μορφή αδικίας. Ο Λόρκα καταδίκαζε την καπιταλιστική κοινωνία και όλα όσα είχε σαν συνέπειες – την αδιαφορία για τη δυστυχία, την αποξένωση, τη φτώχεια και το ρατσισμό. Το έργο του απαγορεύτηκε στην Ισπανία μέχρι το 1953, όταν ξαναεμφανίστηκε λογοκριμένο. Μόνο μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, έγινε δυνατό να συζητηθεί δημόσια το έργο και ο θάνατός του.

Ο Φεντερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca), όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 5 Ιούνη 1898 στο Φουέντε Βακέρος, ένα μικρό χωριό στον νομό Βέγα, στην περιφέρεια της Γρανάδας. Το 1936 δολοφονείται από τους Ισπανούς φασίστες. Η δολοφονία του Λόρκα μας αποκαλύπτει αυτό που ήδη γνωρίζαμε… η ποίηση είναι μια επικίνδυνη ιδέα μια επιλογή ζωής και θανάτου. Μια επανάσταση που ξεκινά χωρίς όπλα, αλλά με χαρτί και μολύβι.

Έργα του Λόρκα:

Ποίηση

1928: Romancero gitano – «Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι»

1930: Poeta en Nueva York. – «Ποιητής στη Νέα Υόρκη»

1931: Divan del Tamarit

1934: Duente – «Ντουέντε (ομιλία του για την ποίηση)

1935: Llanto por Ignacio Sánchez Mejías – «Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας»

1936: Sonetos del amor oscuro – «Σονέτα του σκοτεινού έρωτα»

Θετρικά

1920. El maleficio de la mariposa – Τα Μάγια της Πεταλούδας1922. Los títeres de Cachiporra – Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα

1925. Mariana Pineda – Μαριάνα Πινέδα

1930. La zapatera prodigiosa – Η θαυμαστή μπαλωματού

1930. El publico – Το κοινό

1930. Así que pasen cinco años – Έτσι πέρασαν πέντε χρόνια

1933. Amor de don Perlimplín con Belisa en su jardín – Ο έρωτας του δον Περλιμπλίν με την Μπελίζα στον κήπο του

1933. Bodas de sangre – Ματωμένος Γάμος

1934. Yerma – Γέρμα

1935. Doña Rosita la soltera – Δόνια Ροζίτα η ανύπαντρη

1936. La casa de Bernarda Alba -Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα

Σενάριο

1929. Viaje a la luna Ταξίδι στη σελήνη

Ποιήματα του Λόρκα

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΓΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ

Σάν θά ‘βγει η πανσέληνος θα πάω στης Κούβας το Σαντιάγο,
θα πάω στο Σαντιάγο
σε νερένιο αμάξι μαύρο.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Θα τραγουδούν οι στέγες από φοινικιές.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Όταν ο φοίνικας θέλει να γίνει πελαργός,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Κι όταν θελήσει μέδουσα να γίνει η μπανανιά,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Θα πάω στο Σαντιάγο
με το πυρόξανθο κεφάλι του Φονσέκα.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Και με το ρόδο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας
θα πάω στο Σαντιάγο.
Θάλασσα χάρτινη και νομίσματα ασημένια.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Ώ, Κούβα! Ώ, ρυθμέ από σπόρια ξεραμένα!
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Ώ, μέση φλογερή και σταγόνες από δέντρα!
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Άρπα ζωντανών κορμών. Καϊμάν. Του καπνού ανθέ.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Πάντοτε τό ‘λεγα, θα πάω στο Σαντιάγο
σε νερένιο αμάξι μαύρο.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Αύρα και ρούμι στους τροχούς,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Το κοράλλι μου σε χώρους σκοτεινούς,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Η θάλασσα πνιγμένη μες στην άμμο,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Ζέστη λευκή, φρούτο πεθαμένο,
στο Σαντιάγο θα πηγαίνω.
Ώ, του ζαχαροκάλαμου βοδινή δροσιά!
Ώ, Κούβα, καμπυλότητα από λάσπη κι αναστεναγμό!
Στο Σαντιάγο σύντομα θα ‘ρθώ.


ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΣΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΜΕΝΤΟΝ

Ναι, τα παιδικά σου χρόνια: τώρα παραμύθι των συντριβανιών.
– Χόρχε Γκιλλιέν

Ναι, τα παιδικά σου χρόνια: τώρα παραμύθι των συντριβανιών.
Το τρένο κι η γυναίκα που γεμίζει τα ουράνια.
Η απομονωμένη μοναξιά σου στις πανσιόν
κι η μάσκα σου αγνή χωρίς άλλα σημάδια.
Είναι της θάλασσας τα παιδικά τα χρόνια κι η σιωπή σου
εκεί που θρυμματίζονται τα κρύσταλλα της σωφροσύνης.
Είναι η άκαμπτή σου άγνοια εκεί που
το κορμί μου ήτανε περιγραμμένο απ’τη φωτιά.
Σου ’δωσα πρότυπο αγάπης, άνθρωπε Απολλώνιε,
κλάμα με αποξενωμένο αηδόνι,
όμως, γινόσουν κοφτερός, τροφή των ερειπίων,
για χάρη σύντομων αβέβαιων ονείρων.
Σκέψεις του απέναντι, φως χθεσινό,
δείκτες και σήματα του ίσως.
Η μέση σου από άμμο που δεν ησυχάζει
ακολουθεί μονάχα χνάρια που δεν ανεβαίνουν τα σκαλιά.
Όμως εγώ πρέπει να ψάξω σ’ όλες τις γωνιές
τη χλιαρή ψυχή σου τη χωρίς εσένα που δεν σε κατανοεί,
με τη θλίψη ενός δειλού Απόλλωνα
με την οποία έσκισα τη μάσκα που φοράς.
Εκεί, λιοντάρι, εκεί, φούρια των ουρανών
εκεί θα σε αφήσω τα μάγουλά μου να βοσκήσεις
εκεί άλογο θαλασσί της τρέλας μου,
παλμέ του νεφελώματος και λεπτοδείχτη ρολογιού.
Πρέπει να ψάξω για τις πέτρες του σκορπιού
και τα φορέματα της μάνας κοριτσιού σου,
θρήνε του μεσονύκτιου και ύφασμα σκισμένο,
που τη σελήνη σκούπισε απ’ τους κροτάφους του νεκρού.
Ναι, τα παιδικά σου χρόνια: παραμύθι πια γεμάτο συντριβάνια.
Παράξενη ψυχή του κενού χώρου των φλεβών μου,
μικρή και δίχως ρίζες, εσένανε πρέπει να βρω.
Αγάπη τού πάντοτε, αγάπη, αγάπη τού ποτέ!
Ώ, ναι. Αγαπώ. Αγάπη, αγάπη! Αφήστε με.
Να μην καλύψουνε το στομα μου εκείνοι που αναζητούν
στάχυα του Κρόνου μες στο χιόνι
ή ζώα ευνουχίζουνε για έναν ουρανό,
μια κλινική και ζούγκλα της ανατομίας.
Αγάπη, αγάπη, αγάπη.Της θάλασσας τα παιδικά τα χρόνια.
Η χλιαρή ψυχή σου η χωρίς εσένα που δεν σε κατανοεί.
Αγάπη, αγάπη, της ελαφίνας πέταγμα
μεσ’από της λευκότητας τ’ ατέλειωτο το στήθος.
Τα χρόνια σου τα παιδικά, αγάπη, τα παιδικά σου χρόνια.
Το τρένο κι η γυναίκα η άρχουσα των ουρανών.
Ούτ’ εσύ, ούτ’ εγώ, ούτ’ ο αέρας, ούτε τα φύλλα.
Ναι, τα παιδικά σου χρόνια: τώρα παραμύθι των συντριβανιών.


ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ

Κόρντομπα.
Μακρυνή και μόνη.
Μαύρο πουλάρι, μεγάλο φεγγάρι
κι’εληές στο ταγάρι.
Αν και τους δρόμους τους ξέρω
στην Κόρντομπα ποτέ ναρθώ δεν θα καταφέρω.
Στις πεδιάδες, στον αγέρα
μαύρο πουλάρι, κατακόκκινο φεγγάρι.
Ο θάνατος από τους πύργους
της Κόρντομπα με φλερτάρει.
Αχ! Τι μακρύς ο δρόμος!
Αχ! Τι γενναίο το δικό μου πουλάρι!
Αχ! Και με προσμένει ο θάνατος
στην Κόρντομπα προτού να φτάσω να με πάρει.
Κόρντομπα.
Μακρυνή και μόνη.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ (1860)

Στη μαύρη τη σελήνη
των καβαλάρηδων ληστών,
τα σπηρούνια τραγουδάν σαν τα κεντάς.
Αλογάκι μαύρο.
Τον νεκρό σου καβαλάρη που τον πας ;
…Τα σκληρά σπηρούνια
του ασάλευτου ληστή
που χασε τα γκέμια από το άτι.
Αλογάκι κρύο δροσερό.
Τί άρωμα κι’αυτό από μαχαιριού ανθό!
Στη μαύρη τη σελήνη,
μάτωνε η Σιέρρα Μορένα
απ’το μέρος της πλευράς.
Αλογάκι μαύρο.
Τον νεκρό σου καβαλάρη που τον πας ;
Η νύχτα κεντρίζει
τα μαύρα της καπούλια
καρφώνοντάς τα μ’άστρα.
Αλογάκι κρύο.
Τί άρωμα κι’αυτό απ’του μαχαιριού τη γλάστρα!
Στη μαύρη τη σελήνη,
μιά κραυγή σπαρακτική! και το κόρνο
το μεγάλο της γιορταστικής πυράς.
Αλογάκι μαύρο.
Τον νεκρό σου καβαλάρη που τον πας;


Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΥΠΝΟΒΑΣΙΑΣ

Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλαδιά.
Το καράβι μες στη θάλασσα.
Τ’άλογο πάνω στα βουνά.
Εκείνη με την σκιά στη ζώνη
στο δικό της ονειρεύεται μπαλκόνι,
πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά,
με κρύα μάτια ασημιά.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Κάτω απ’την τσιγγάνα την σελήνη,
τα πράγματα καθόνταν και την κοίταζαν,
αυτά που δεν μπορούσε να κοιτάξει εκείνη.

Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Της πάχνης τα μεγάλα άστρα
έρχονται με το ψάρι της σκιάς
π’ανοίγει της αυγής τα κάστρα.
Τρίβει τον άνεμό της η συκιά
με το γυαλόχαρτο απ’ τα φυλλόκλαδά της,
και το βουνό, σαν αγριόγατος,
κάνει την κάθε μιά απ’τις πικρές αγάβες του
να ορθώνει το ανάστημά της.

Όμως ποιός θάρθει κι από πού ;
Εκείνη πάνω στη βεράντα συνεχίζει την δικιά της,
πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά,
να ονειρεύεται την πικροθάλασσά της.

«Κουμπάρε, θάθελα να αλλάζαμε
τ’άλογο το δικό μου με το σπίτι σου,
την σέλλα μου με τον δικό σου τον καθρέφτη,
και το μαχαίρι το δικό μου με την κάπα σου.
Έρχομαι λαβωμένος, όλο αίματα,
κουμπάρε, απ’ τα περάσματα της Κάμπρας.»
«Αν ημπορούσα, παλληκάρι μου,
θά ’κλεινα τώρα δα την συμφωνία.
Όμως εγώ δεν είμαι εγώ,
ούτε το σπίτι είναι πια δικό μου σπίτι.»
« Κουμπάρε, σαν νοικοκύρης θάθελα
στο εδικό μου να τελειώσω το κρεββάτι.
Άτσάλινο, αν γίνεται,
και με σεντόνια Ολλανδίας.
Δεν βλέπεις τη λαβωματιά εδώ
απ’ το στέρνο ως το λαιμό;»
« Τριακόσια τριαντάφυλλα σκουρόχρωμα
έχει το άσπρο σου πουκάμισο στο στήθος.
Το αίμα σου αναβλύζει και μυρίζει
γύρω απ’ την πάνινη εξάρτησή σου.
Όμως εγώ δεν είμαι εγώ,
ούτε το σπίτι είναι πιά δικό μου σπίτι.»
« Τουλάχιστον αφήστε με να ανεβώ
μέχρι τα κάγκελα του μπαλκονιού του αψηλού,
αφήστε με να ανεβώ, αφήστε με,
μέχρι τα κάγκελα τα πράσινα του μπαλκονιού.
Κάγκελα, φεγγαρίσια κάγκελα
απ’όπου τα νερά αντιβουΐζουν.»

Νάτοι κι’οι δυό τους σκαρφαλώνουνε
προς τα ψηλά – ψηλά μπαλκόνια.
Αφήνοντας γραμμή τ’αχνάρια από αίμα.
Αφήνοντας γραμμή τ’αχνάρια από δάκρυα.
Τρεμόσβηναν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών
τα φαναράκια τα τενεκεδένια.
Ντέφια χίλια κρυστάλλινα
πληγώναν την αυγή.

Πράσινο σε λατρεύω πράσινο,
πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά.
Οι δυό τους τώρα ανεβήκανε.
Τ’αγέρι που τους χτύπαγε διάπλατα
μιά γεύση άφηνε περίεργη στο στόμα
από χολή, βασιλικό και δυόσμο.
«Πες μου, που είναι, φίλε μου,
που είναι η πικραμένη σου κοπέλα ;
Πόσες φορές σε πρόσμενε!
Πόσες φορές θα σε προσμένει μόνη,
όψη δροσάτη, μαύρα μαλλιά,
σ’αυτό εδώ το πράσινο μπαλκόνι!»

Πάνω στο πρόσωπο της στέρνας
λικνιζότανε η τσιγγάνα.
Πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά
με κρύα μάτια ασημιά.
Ένα παγάκι φεγγαρίσιο
την κρατούσε πάνω στο νερό.
Η νύχτα έγινε μέχρι τα σώψυχα δικιά τους
σαν μια μικρή πλατεία τόση δα.
Πιομένοι, μεθυσμένοι χωροφύλακες
χτυπούσανε την πόρτα δυνατά.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά.
Το καράβι μες στη θάλασσα.
Τ’άλογο πάνω στα βουνά.


ΕΡΗΜΩΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
(ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ)

Είχα ένα γιό που τον λέγανε Χουάν.
Είχα ένα γιό.
Χάθηκε μέσα στις αψίδες μία Παρασκευή απάντων των νεκρών.
Τον είδα να παίζει στα έσχατα σκαλιά της εκκλησίας,
έριχνε ζάρι τσίγκινο μες στην καρδιά του ιερέα.
Εχτύπησα τα φέρετρα. Γιέ μου ! Γιέ μου ! Γιέ μου !
Άρπαξα ένα πόδι κότας πίσω απ ́τη σελήνη, και μετά,
κατάλαβα πως η μικρούλα μου ήταν ψάρι
απ ́όπου τα καρότσια φεύγουν μακριά.
Είχα μια κορούλα.
Είχα ένα ψάρι πεθαμένο κάτω απ ́τις στάχτες των θυμιατηριών.
Είχα μια θάλασσα. Γιατί; Θεέ μου ! Μια θάλασσα !
Πετάχτηκα για να χτυπήσω τις καμπάνες όμως τα φρούτα είχαν σκουλήκια
και τα σβησμένα σπίρτα
τρώγαν τα στάχυα της ανοίξεως.
Είδα τον διάφανο της αλκοόλης πελαργό
να γδέρνει τις μαύρες κεφαλές των στρατιωτών που αγωνιούσαν
κι είδα τις καλύβες από καουτσούκ
όπου περιστρεφόταν τα ποτήρια γεμάτα δάκρυα.
Στης προσφοράς τις ανεμώνες θα σε βρω καρδιά μου,
όταν ο ιερέας με μπράτσα δυνατά σηκώνει το μουλάρι και το βόδι,
για να τρομάξει τους νυχτόβιους φρύνους
που περιτριγυρίζουν τα παγωμένα τοπία του δισκοπότηρου.
Είχα ένα γιο που ήταν γίγας,
όμως πιο δυνατοί είναι οι νεκροί και ξέρουν θραύσματα ουρανού
να τα κατασπαράζουν.
Άν ήτανε ο γιός μου αρκούδα,
δε θα φοβόμουν την ενέδρα των καϊμάνες,
ούτε θα έβλεπα τη θάλασσα δεμένη στα δέντρα
για να εκπορνευθεί και λαβωθεί από τον συρφετό των λόχων.
́Αχ, αν ήτανε ο γιός μου αρκούδα !
Θα τυλιχτώ με τούτο το σκληρό το καραβόπανο
για να μη νιώθω το κρύο της χλόης.
Ξέρω πολύ καλά πώς θα μου δώσουνε ένα μανίκι ή τη γραβάτα
όμως καταμεσίς της τελετής θα σπάσω το τιμόνι και τότε
θάρθει στην πέτρα η τρέλα των πιγκουϊνων και των γλάρων
που θα την κάνουνε να πει σ ́ εκείνους που κοιμούνται
και σε αυτούς που κάνουνε καντάδες στις γωνίες:
Είχε ένα γιο.
Ένα γιο ! Ένα γιο ! Ένα γιο
που δεν ήτανε παρά δικός του, γιατί ήταν γιος του !
Ο γιος του ! Ο γιος του ! Ο γιος του!


Η μετάφραση ποιημάτων του Χρίστου Γούδη «ΛΟΡΚΑ: Ποιήματα της Ανδαλουσίας» (Τραυλός, 2003), «ΛΟΡΚΑ: Ποιητής στη Νέα Υόρκη» (Τραυλός, 2005), και «Τα Ωραιότερα Ποιήματα του Κόσμου» (Εκδόσεις Άγνωστο, 2011)

Μνημείο του Λόρκα στην Μαδρίτη, στην πλατεία Αγίας Άννας

Θεματοφύλακας ιστορικής μνήμης

 

 

 

 

 

 

 

 


Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:235