Τ’ αγνάντεμα | του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Επάνω στον βράχο της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγιάς της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να το λειτουργήση. Ο βοριάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτη του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γην, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του.
Όλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινε από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», διά να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις -τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των, τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να κάνουν το σταυρό τους, διά να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί και εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερυγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις το μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, διά να φωτίση κι αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα.
Τον άλλον καιρό ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν’ ανάψουν τα κανδήλια, και παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτριαν να οδηγήση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρες των. Ωραίες κοπέλλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψιλοκεντημένες, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν διά τα αδελφάκια των, που εθαλασσαπνίγοντο δι’ αυτάς, διά να τις φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν. «Πάντα νάρχονται, πάντα να φέρνουν»… Βοϊδάκια λογικά, που ώργωναν αντί της ξηράς την θάλασσαν, φρόνημα όμως τα δύο εκείνα τέκνα της ιερείας της Δήμητρος, τα μακαρισθέντα. Νεαραί γυναίκες ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμέναι ήρχοντο διά να καθίσουν και αγναντέψουν.
Άμα είχαν φωτισθή τα νερά, ή οψιμώτερα, αφού είχαν περάσει κι αι Απόκρεω, συνήθως, περί την δευτέραν εβδομάδα των Νηστειών, αφού είχαν γευθή πλέον αχινούς και στρείδια αρκετά, οι ναυτικοί μας επέβαιναν εις τα βρίκια, εις τις σκούνες των, και εμίσευαν επήγαιναν να ταξιδέψουν. Τον καιρόν εκείνον καράβια και γολέτες «έδεναν» μεσούντος του φθινοπώρου. Οι θαλασσινοί μας αγαπούσαν πολύ της εστίας την θαλπωρήν, τον καπνόν του μελάθρου και το θάλπος της αγκάλης. Και όταν επανήρχετο η άνοιξις εις την γην, τότε αυτοί επέστρεφαν – εις την θάλασσαν.
Εσηκώνοντο στα πανιά τα αιμωιασμένα και ναρκωμένα από την μακράν ραστώνην σκάφη, ανά δύο ή τρία την αυτήν ημέραν, και σκούνα έφερνε βόλτες εις τον λιμένα, εάν ήτο εναντιός, ή και ούριος, αν ήτο ο άνεμος. Η βάρκα επερίμενε διπλαρωμένη έξω εις την προκυμαίαν. Ο καπετάνιος δεν ετελείωνε τους αποχαιρετισμούς εις την οικίαν και ο λοστρόμος εμάκρυνε τις πανετάδες εις τα καπηλειά. Κι η βάρκα επερίμενε. Και ο μούτσος έχασκεν επάνω εις το κεφαλόσκαλον. Και ο νεαρός ναύτης, όστις είχεν έλθει με το μούτσον τώρα από τη σκούναν, που ήτο στα πανιά, εγίνετο άφαντος. Δύο άλλοι σύντροφοι, περασμένοι στα χαρτιά, ναυτολογημένοι, έλειπαν. Κανείς δεν ήξευρε πού ήσαν. Και μέσα εις το πλοίον όπου έφερνε βόλτες -βόλτες, κι εστρέφετο ως δεμένον περί κέντρον αόρατον – το κέντρον ήτο μέσα εις τας καρδίας και εις τας εστίας των ναυτικών – άλλος δεν ήτο ειμή ο πηδαλιούχος, ο μάγειρος κι ένας επιβάτης, ξένος κι έρημος, εις τον οποίον είχαν ειπεί «τώρα, στη στιγμή, να, τώρα – τώρα θα φύγουμε», κι είχε μπαρκάρει, ο άνθρωπος, από δώδεκα ώρας πριν.
Ο πλοίαρχος έπρεπε να βάλη εμπρός την καπετάνισσαν αυτή ώφειλε να προπορευθή, επειδή ήτον τυχερή, βέβαια κι έτσι απεφάσιζε να μπαρκάρη. Τέλος εσυμμαζεύετο ο λοστρόμος, ανεκαλύπτοντο οι δύο απόντες σύντροφοι, εξεκολλούσεν ο πλοίαρχος, έπεφταν τρομπόνια αρκετά, τρομπόνια από το πλοίον, τρομπόνια έξω από την πόλιν έκοφταν, εψαλίδιζαν τες βόλτες ταχύτερα, συντομώτερα, ως να εσφίγγοντο διά να κόψουν την αόρατον εκείνην κλωστήν, το λεπτόν ισχυρόν νήμα, ως μίαν τρίχα ξανθήν μακράς κυματιζούσης κόμης, και το σκάφος έβαλλε πλώρην προς βορράν.
Την ημέραν εκείνην και τας άλλας ημέρας της αρχής του έαρος, καραβάνια γυναικών, ασκέρια, φουσάτα γυναικών, ανείρπον, ανέβαινον, ανήρχοντο, επάνω στην ρεματιάν, το ρέμα – ρέμα, τον ελικοειδή δρομίσκον, όστις διαχαράσσεται ανά τους λόφους τους τερπνούς με τας χιλιάδας των ελαιοδέντρων, τον αειθαλή πρασινόφαιον στολισμόν της μεγάλης κοιλάδος με τες ράχες, με τας κορυφάς, με τας εσοχάς και εξοχάς, ανετώτερον από την κυματίζουσαν ποδιάν της βοσκοπούλας του βουνού, πολυπτυχώτερον από τη χρυσοκέντητον εσθήτα της νύμφης. Επάνω εις τον βράχον της ερήμου βορεινής ακτής, πλησίον εις το λησμονημέον παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας, εκεί εγίνετο το μάζεμα των γυναικών, η σύναξις η μεγάλη.
Τότε έλαμπαν με μεγάλες φωτιές τα κανδήλια της Παναγιάς της Κατευοδώτρας. Η γραία Μαλαμίτσα, η κλησάρισσα του Αγίου Νικολάου, έβαλλε τις φωνές έκανε το κακό… εμάλωνε με όλες τις γυναίκες. Αυτή επήρε το καλαθάκι της, τη ρόκαν της, τ’ αδράχτι της, και ήλθεν από τον Αγιον Νικόλαον επίτηδες, κατά παραγγελίαν του κυρ Αγγελή του επιτρόπου… διά να μαλλώση τις γυναίκες τις ευλαβητικές (αλλοίμον! η ευλάβειά μας είναι για το συμφέρον, έλεγε σείουσα την κεφαλήν), να μην το παρακάνουν και χύνουν λάδια πολλά και καταλαδώνουν το έδαφος του ναού, και τα στασίδια και το αναλόγι, και τα δύο-τρία παμπάλαια βιβλία που ήσαν εκεί, και τα μανάλια, και τον τοίχον, και το τέμπλον, και τις ποδιές και αυτές τας αγίας εικόνας. Αλλ’ οι γυναίκες δεν την άκουαν. Τι χρειάζονται τόσες φωτιές, σαν πυροφάνια, εφώναζεν η γριά Μαλαμίτσα. Αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον παπα-Γεράσιμον, ότι οι φωτιές των κανδηλιών πρέπει να είναι μικρές, τόσες δα, σαν λαμπυρίδες. Του κάκου. Κανείς δεν την άκουεν.
Οι ορμανθοί των γυναικών, ομάδες-ομάδες, συγγενολόγι… διεσπείροντο εις μικρούς όχθους, εις πτυχάς του βράχου, ανάμεσα εις θάμνους και χαμόκλαδα, εις μέρη υψηλά και εις μέρη υπήνεμα, ήρχοντο με τα καλαθάκια τους, με τα μαχαιρίδια τους… διότι πολλαί εξ αυτών ησχολούντο να βγάλουν αγριολάχανα… με τα προγεύματά τους, τα σαρακοστιανά, και αφού είχαν ανάψει τα κανδήλια της Παναγιάς, αφού είχαν κάνει μετάνοιες στρωτές πολλές, κι είχαν κολλήσει αφιερώματα εις την εικόνα, κι είχαν χορτάσει τ’ αυτιά τους από τας νουθεσίας της γριάς-Μαλαμίτσας, εστρώνοντο εκεί εις τη δροσεράν χλόην κι αγνάντευαν κατά το πέλαγος.
Τα βοσκόπουλα, εκείνα τ’ άγρια κι αχτένιστα κι απλοϊκά, που τις έβλεπαν από μακράν σαν σκιασμέν, απορούσαν κι έλεγαν:
– Κοίτα τις! στα μάτια έκαμαν.
Ως τόσον αι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν.
Ιδού το βρίκι του καπετάν-Λιμπέριου του Λιμνιού είχε σηκωθεί στα πανιά αργά τη νύκτα με το απόγειο της νυχτός ηύρε το ρέμα και απεμακρύνθη κι εχώνεψε. Κατευόδιο καλό! Η προσευχή των μικρών παιδιών του ας είναι η πνοή στα πανιά, στα ξάρτια του καραβιού σας… στο καλό, στο καλό!
Ιδού το καράβι του καπετάν-Σταμάτη του Σύρραχου. Υπερήφανα, καμαρωμένα, αδελφωμένα τα δυο, αυτό κι ο πλοίαρχός του, πάνε να μας φέρουν καλά, να μας φέρουν στολίδια. Στο καλό, πουλί μου, στο καλό!
Ιδού και η γολέτα του καπετάν-Μανόλη του Χατζηχάνου… Η ψυχή μου, η πνοή μου να είναι πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του Επιταφίου, να διώχνη τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια, πριν προφτάσουν να κατακαθίσουν στα πινά του. Σύρε, πουλί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα! Στο καλό!…
Να κι η σκούνα του καπετάν-Αποστόλη του Βιδελνή, καινούργιο σκαρί, η τετάρτη ή πέμπτη, την οποίαν κατορθώνει εντός δεκαετίας να σκαρώση, μ’ όλην της τύχης την καταδρομήν. Επεσε πολύ γιαλό, δεν την ηύρε καλό το απόγειο, κι άργησε. Διακρίνεται το πλήρωμα, οι άνθρωποι σαν ψύλλοι, που πηδούν, εμπρός κι οπίσω στην κουβέρτα. Δουλευά τα, καπετάνιο μου! Η Παναγιά, μπροστά μας! Στο καλό, στο καλό!
– Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γριά Συρραχίνα παλαιά καπετάνισσα, με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον διά να καμαρώση, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιού της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης.
– Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι ας έχη δόξα το όνομά της.
-Το εξωκκλήσι αυτό αγίασε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα, πρωτύτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.
– Γιατί;
– Βλέπετε κείνον το βράχον, κάτω στο κύμα που ξεχωρίζει απ’ το γιαλό;… που φαίνεται σαν άνθρωπος με κεφάλι και με στήθια;… που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είναι η Φλανδρώ.
– Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρης καλλίτερα, θειά-Φλωρού.
– Το βλέπετε κι είναι ξέρα, είπεν η Φλωρού η Συρραχίνα μια φορά κι έναν καιρό ήταν άνθρωπος.
– Ανθρωπος;
– Ανθρωπος, καθώς εμείς. Γυναίκα.
Αι άλλαι ήκουον με απορίαν. Η γρια-Συρραχίνα ήρχισε να διηγήται.
– Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήταν μία κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νομαστή έτσι – καθώς μούπε ο πνευματικός απάνω στον Αη-Χαράλαμπον όσο τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του. Ημουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονών, και μ’ επήγε η μάνα μου να ξαγορευτώ τη Μεγάλη Τετράδη… τι να ξαγορευτών, εγώ τίποτα δεν ήξερα, τα ξεράματά μου… το τι μόλεε ο πνευματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ’ ε!… Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμόμουν, κι ύστερ’ από χρόνια… το κορίτσι πρέπει να είναι φρόνιμο και ντροπαλό, νάναι υπάκοο, να μην κοιτάζη τους νιούς, ν’ αγαπά τον κύρη του και τη μαννούλα του και σαν μεγαλώση, και δώση ο Θιός και παντρευτή με την ευκή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά απ’ τον άνδρα της.
Μόφερε το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων… Οι παλιοί Έλληνες, που προσκυνούσαν τα είδωλα… Κείνον τον καιρό ήτον μια που την έλεγαν Φλάνδρα, ή Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πει Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πη μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ’ αγαθά του κόσμου, και έγινε πέτρα γι’ αυτό. Τον καιρό εκείνο ήταν ένας καραβοκύρης, όμορφο παλληκάρι, κι αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε, και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι, και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγινε κι ο γάμος και σαν έγινε ο γάμος έρριξε το καράβι στο γιαλό, κι εμπαρκάρισε, και πήγε να ταξιδέψη.
Τότε το Φλανδρώ ήλθε ν’ αγναντέψη, σαν καλή ώρα, σ’ αυτό το έρμο το γιαλό. Ξακολλούσε η ψυχή της, που έφευγεν ο άνδρας της. Δεν μπορούσε να το βαστάξη, να στυλώση την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κι έκλαψε, κι έκλαψε πικρά, κι έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα, και τα κύματα επικράθηκαν κι εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι αγρίεψαν κι εθέριεψαν… και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κι έγινε αγυρισιά του… Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ’ αυτό το έρμο γιαλό κι εκοίταζε, κι αγνάντευε… κι επερίμενε, κι εκαρτερούσε, κι απάντεχε… Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δύο χρόνια, πέρασαν τρία… και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε… και το Φλανδρώ έκλαψε, και καταράστηκε τη θάλασσα, και τα μάτια της εστέγνωσαν και δεν είχε πλιά δάκρυ να χύση… και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνη κι αυτή είωλο, βράχος, πέτρα… Και το ζήτημά της έγινε και την έκαμαν βράχο, ξέρα… με το σκήμα τ’ ανθρωπινό, που τρίβηκε κι εφθάρηκε απ’ τα κύματα ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογγά απάνω της το κύμα… κι η φωνή της, το βογγητό της, γίνεται ένα από το βογγητό της θάλασσας… Να η ξέρα εκεί. Αυτή’ ναι η Φλανδρώ.
Ύστερα με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαφτιστή η πλάση, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δύο καράβια, έταξε στην Παναγιά, κι έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδιώνε της… Ας δώσ’ η Παναγιά και σήμερα νάναι καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας, και στους γονιούς σας.
– Φχαριστούμε ομοίως και στα παιδάκια σου, θειά Φλωρού.
Ο ήλιος εχαμήλωσε κατά το βουνόν, τα πρώτα πλοία είχαν γίνει άφαντα προ ώρας και η τελευταία γολέτα μικρόν κατά μικρόν εχώνευεν εις το μέγαν πέλαγος. Τα συγγενολόγια και τα φουσάτα των γυναικών, με τα καλαθάκια και τα μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ανά τους λόγους κι έβγαζαν καυκαλήθρες και μυρόνια, κι έκοφταν φτέρες κι αγριομάραθα. Σιγά-σιγά κατέβη ο ήλιος εις το βουνόν και αυταί κατήλθον εις την πολίχνην.
Η νυκτερινή αύρα εσύριζεν εις τα δένδρα και οι λογισμοί των γυναικών επετούσαν μαζί της κι έστελλαν πολλάς ευχάς εις τα κατάρτια, εις τα πανιά και εις τα εξάρτια των καραβιών. Και βαθιά, εις την σιωπήν της νυκτός, τίποτε άλλο δεν ηκούσθη, ειμή το λάλημα του νυκτερινού πουλιού, και το άσμα μιας τελευταίας συντροφιάς ναυτικών μελλόντων ν’ αναχωρήση αύριον: «Σύρε, πουλί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα!».
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στο 1851 και πέθανε το 1911. Ηταν γιος ιερέα και παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού στο νησί. Αργότερα φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας, από όπου πήρε το απολυτήριό του. Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την έκανε το 1879, με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις».
Σήμερα ο Παπαδιαμάντης είναι γνωστός κυρίως ως διηγηματογράφος. Η «παπαδιαμαντική» περιγραφή εξάλλου, με την έκτασή της ανατρέπει τις αναλογίες ενός κλασικού αφηγήματος, που θέλει την περιγραφή ως υπηρέτρια της αφήγησης και υποδηλώνει μια παρατεταμένη αγαπητική συμβίωση του ανθρώπου με τον κόσμο και τα πράγματα.
Τέλος, η γλώσσα του Παπαδιαμάντη περιλαμβάνει τρία βασικά στρώματα. Το διακειμενικό λεξιλόγιο της περιγραφής, τα διαλεκτικά στοιχεία των διαλόγων αλλά και ανάμειξη του αφηγηματικού ιδιώματος με αυτό των ηρώων της ιστορίας.