Ο Μεγάλος Κριτής | διήγημα της Σοφίας Μαλτέζου
Τελευταία φορά που ο Άγγελος Αναγνώστου ανέβηκε στο ανατολικό μπαλκόνι του σπιτιού του για το καθιερωμένο σινιάλο, ήταν στις δημοτικές εκλογές της Αγίας Ελεούσας. Τις βάφτισε έτσι ο κόσμος, γιατί λες από μυστική συμφωνία όλων των υποψήφιων, το βάρος της προεκλογικής εκστρατείας ανά την επικράτεια έπεσε στις κοινωνικές παροχές! Παιδικές στέγες, συσσίτια για άπορους πολίτες, επιδόματα σε πολύτεκνους. Βέβαια, η Γαληνότατη, το χωριό του Αναγνώστου με τους διακόσιους τριάντα κατοίκους, οι περισσότεροι ηλικίας εξήντα με εκατόν πέντε χρόνων δεν είχε ούτε πολλά παιδιά, ούτ’ άστεγους ούτε πολύτεκνους. Το μοναδικό αίτημα των συνταξιούχων της Γαληνότατης ήταν η ίδρυση ενός σύγχρονου ινστιτούτου καλλονής, όπου θα μπορούσε κανείς όχι μόνο να μετριάσει ή να εξαλείψει τα σημάδια του χρόνου, αλλά και να ξαναβρεί τη ζωτικότητα, το κέφι ακόμα – ακόμα και την ερωτική του διάθεση. Οι χωρικοί δέχτηκαν με ενθουσιασμό την πρόταση του υποψήφιου κοινοτάρχη για την εγκατάσταση ενός τέτοιου κέντρου νεότητας στη Γαληνότατη και μετά την προεκλογική ομιλία του περίμεναν ανυπόμονοι την απόφαση του μεγάλου κριτή. Ο Άγγελος Αναγνώστου ανέβηκε, κατά τη συνήθειά του σε τέτοιες περιπτώσεις, στο μπαλκόνι του σπιτιού του, ψηλός, ευθυτενής, με τα άσπρα μακριά μαλλιά του να σκεπάζουν τις φαρδιές πλάτες του. Απόλυτη σιωπή υποδέχτηκε την εμφάνισή του. Αν ύψωνε το δείκτη του δεξιού χεριού του προς τα πάνω, σήμαινε πως συμφωνούσε με το πρόγραμμα του Προκόπη και του πρόσφερε το εκλογικό χρίσμα. Έτσι κι έλεγε. Η Γαληνότατη, τρεις μέρες πριν από τις επίσημες εκλογές, είχε ήδη τον κοινοτάρχη της.
Απογοητευμένοι από την Τοπική Αυτοδιοίκηση οι κάτοικοι της Γαληνότατης είχαν αποφασίσει να εκλέξουν έναν κοινής αποδοχής κριτή των προεκλογικών αγώνων. Αυτός θα στάθμιζε τις δυνατότητες την ειλικρίνεια και το δυναμισμό του κάθε υποψήφιου και θα υποδείκνυε τον καλύτερο κατά τη γνώμη του. Η κρίση του δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά στα είκοσι χρόνια που λειτούργησε ο θεσμός στο χωριό, η τελική απόφαση του Αναγνώστου δεν είχε αμφισβητηθεί από κανέναν, παρ’ όλο το λυσσαλέο πόλεμο που είχε εξαπολύσει το κέντρο εναντίον του. Μέχρι για παράνομες υπερπόντιες δραστηριότητες τον είχαν κατηγορήσει. Αυτόν, έναν απλό δασκαλάκο στο διθέσιο δημοτικό της Γαληνότατης και δεξιό ψάλτη στην Αγία Θέκλα, το εκκλησάκι του χωριού.
Οι άρχοντες της Γαληνότατης δεν μπορούσαν να εκλεγούν δυο φορές στη σειρά. Αυτό σήμαινε πως στα είκοσι χρόνια της θητείας του Αναγνώστου ως κριτή, όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν εκλεγεί κοινοτάρχες ή σύμβουλοι, αποκτώντας εκ των πραγμάτων άμεση πείρα στα κοινά. Το χωριό πήρε πάνω του. Η Γαληνότατη απέκτησε πρότυπο κέντρο βιολογικής καλλιέργειας, οργάνωσε μια σοβαρή τουριστική μονάδα για την υποδοχή αποκλειστικά και μόνο αγροτών από όλα τα μέρη του κόσμου, το διθέσιο σχολείο εξοπλίστηκε με υπολογιστές και ένα μεγάλο τηλεσκόπιο, δώρο κάποιου ομογενή της Αυστραλίας, το χωριό συγγένεψε με τον Αϊκινού, ένα νησάκι του Ειρηνικού και κάθε χρόνο την άνοιξη η κοινότητα οργάνωνε στον παλιό μύλο την «Εγκάρδια Συνάντηση», όπου νέοι χωρικοί από όλη την Ελλάδα μαζευόντουσαν, για να συζητήσουν τα προβλήματά τους και να προτείνουν άμεσες λύσεις. Η συνάντηση έκλεινε με ένα διαγωνισμό κλαρίνου και ακολουθούσε γλέντι μέχρι πρωίας.
Ναι. Η Γαληνότατη τα πήγαινε πολύ καλά. Γι’ αυτό και μαύρη θλίψη έπεσε όταν τρεις μήνες μετά τις τελευταίες εκλογές, ο Άγγελος Αναγνώστου εξαφανίστηκε. Έτσι. Ξαφνικά. Χάθηκε ανάμεσα χωριό και διάσελο, όπου κατέβηκε να πάρει το λεωφορείο. Είχε μαζί του μια μικρή βαλίτσα, το βιβλιάριο υγείας και το παλιό χρυσό ρολόι του πατέρα του. Χωριό – διάσελο ένα τέταρτο δρόμο, ίσιος στον κάμπο. Τι έγινε ο δάσκαλος; Ούτε άνθρωπος βρέθηκε ούτε ρολόι. Οι χωριανοί κατάγγειλαν την εξαφάνιση στην Αστυνομία, ο διοικητής δε φαινόταν και τόσο πρόθυμος να διαλευκάνει το μυστήριο, σε ένα μήνα έβαλε την υπόθεση στο αρχείο. Μπορεί να είχε καταφύγει στο Άγιον Όρος, κοσμοκαλόγερος έτσι κι αλλιώς ήταν, μπορεί να είχε φύγει για το Αϊκινού, να γνωρίσει από κοντά τους συντοπίτες του όπως τους έλεγε, μπορεί να τον έφαγε εκείνος ο κομματάρχης που ποτέ του δεν τον χώνεψε από τότε που μπήκε στα χωράφια του.
Σιγά – σιγά οι κάτοικοι της Γαληνότατης άρχισαν να σκέφτονται για νέο κριτή. Μα κανένας δεν τους φαινόταν άξιος αντικαταστάτης. Με την ντομπροσύνη, την παλικαριά και το ανοιχτό μυαλό του Αναγνώστου. Ήρθαν οι νέες εκλογές και κριτής δε βρισκόταν. Οι δυο υποψήφιοι που κατέβηκαν για κοινοτάρχες, σαν ήρθε η ώρα της κρίσης, στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και με μισή καρδιά ξεκίνησαν να μιλάνε στον κόσμο. Βουβό το πλήθος είχε στραμμένο το βλέμμα στο μπαλκόνι του Αναγνώστου περιμένοντας βοήθεια. Ο πρώτος υποψήφιος τέλειωσε, άρχισε ο δεύτερος. Λίγα λόγια, περισσότερο ένα αφιέρωμα στη μνήμη «εκείνου».
– Ας βοηθήσει ο μεγάλος κριτής να συνεχίσουμε την ευλογημένη πορεία της Γαληνότατης, έκλεισε το λόγο του και περίμενε αμίλητος σαν άλλοτε το μεγάλο «ναι» ή το αμείλικτο «όχι».
Δίπλα του το πλήθος σώπαινε απελπισμένο.
Ο νέος δάσκαλος του χωριού ψιθύρισε ένα «ίνα τι μας εγκατέλειψες» και έσκυψε θλιμμένος το κεφάλι.
Την ίδια στιγμή η γυναίκα του τον σκούντησε.
-… Κοίτα, κοίτα.
Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυα από τα μάτια του και ακολούθησε την πορεία των δεκάδων μπράτσων που είχαν υψωθεί προς το μπαλκόνι του Αναγνώστου.
– Κοιτάτε, κοιτάτε…
Ένας αόρατος προβολέας φώτιζε εκεί ψηλά, δεξιά ανάμεσα κεραμοσκεπή και πρώτο πάτωμα, τα μαύρα τεράστια γράμματα που έτρεξαν πάνω στον τοίχο!
«Αδέλφια μου! Για είκοσι ολόκληρα χρόνια ήμουν κοντά σας όλες τις κρίσιμες στιγμές των μεγάλων αποφάσεων. Είμαι σίγουρος πως τώρα πια όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, ξέρετε τι πρέπει να κάνετε για το καλό του τόπου. Μάθατε να λειτουργείτε σαν συλλογική συνείδηση, να υπερβαίνετε την εξουσία σε καθαρό λόγο και σταθερούς στόχους. Ευτυχώς δε με χρειάζεστε. Σας εμπιστεύομαι. Σας αγαπώ, σας αποχαιρετώ…»
– Δάσκαλε φοβόμαστε μονάχοι, φώναξε ένας γέροντας από το πλήθος. Μείνε μαζί μας.
– Σώπασε, γέροντα, τον αγκάλιασε ένα κορίτσι από δίπλα. Είμαστε εμείς εδώ. Μη φοβάσαι τίποτα. Εμείς είμαστε η συλλογική συνείδηση, ο καθαρός λόγος, ο αμετακίνητος στόχος. Η νέα γενιά των πολιτών της μεγάλης ευθύνης.
– Κάποιος πρέπει να κρατάει τα γκέμια…
– Αν πρέπει κάποιον να έχουμε αρχηγό ας είναι αυτός που συλλογάται ορθά, που αγαπάει ανεπιφύλακτα, που ονειρεύεται το άπιαστο.
– Ένας ποιητής.
«Αμήν», φώναξαν όλοι μαζί οι χωρικοί της Γαληνότατης και ύψωσαν τον δείκτη όταν ο δάσκαλος ο νεότερος ανέβασε στο βήμα τον Μάρκο τον ποιητή. Άνοιξε εκείνος τα χέρια σε μιαν αγκαλιά διάπλατη και φώναξε.
– Εδώ χωράτε όλοι, αδέλφια. Άντε πάμε να βρούμε τον άλλον μέσα μας και την καρδιά του κόσμου στο λαμπερό άπειρο…
Πάνω στον τοίχο του Άγγελου Αναγνώστου φάνηκε ένα τεράστιο χέρι με τον δείκτη του Άγγελου προς τον ουρανό. Ο μεγάλος κριτής είχε ψηφίσει και αυτός. Τον ηγέτη ποιητή.
Σοφία Μαλτέζου
Η Σοφία Μαλτέζου γεννήθηκε τον περασμένο αιώνα στην Πλάκα της Αθήνας. Εβγαλε το Β` Γυμνάσιο Μαρασλείου. Πέρασε από τη Σχολή της Παντείου και από όλα τα πεζοδρόμια της Αθήνας, καλύπτοντας διάφορα ρεπορτάζ ως δημοσιογράφος. Δούλεψε σε πολλές εφημερίδες. Για δεκαπέντε χρόνια κάλυπτε το δικαστικό ρεπορτάζ. Επίσης εργάστηκε σε πολλά περιοδικά, στην ελεύθερη ραδιοφωνία και στην ελεύθερη τηλεόραση, αλλά η πολλή ελευθερία τη χτύπησε στο στομάχι και είπε ν’ αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους νεότερους συναδέλφους της και να περιοριστεί στην κατ’ οίκον οικιακή συγγραφή. Έχει γράψει κι εκδώσει από το 1977 τα βιβλία: «Ποιος πιστεύει τον Ανδρέα», «Η εγγονή του Κάιζερ», «Με τη μοναξιά μου», «Τριχωτό μίξερ», «Τοπίο ενός χωρισμού», «Το τέλος των εραστών». Αντιπρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.