Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Ο «Ηρακλειώτης» Οδυσσέας Ελύτης

«Οι στίχοι του Ερωτόκριτου, όπως άλλωστε και άλλων θαυμαστών έργων της κρητικής Αναγέννησης, σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου με διαποτίσανε, με διαφωτίσανε, καθοδήγησαν τα βήματά μου. Και ευγνωμονώ την τύχη που σε κάποια στιγμή παρακίνησε τον πατέρα μου, πριν από έναν σχεδόν αιώνα, να έρθει να εγκατασταθεί σε αυτά τα χώματα, να δημιουργήσει οικογένεια και να λάβει ενεργό μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες του νησιού, πλάι στους Κρήτες οπλαρχηγούς […]

Κάθε φορά που βλέπω στα πιστοποιητικά μου ότι φέρομαι εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του δήμου Ηρακλείου, το βλέπω σαν μία συμβολική χειρονομία της μοίρας. Ακόμη και το γεγονός ότι μου εδόθη να θηλάσω γάλα κρητικό ‒η παραμάνα μου ήταν από το Κράσι‒ αποκτά ξεχωριστή σημασία στα μάτια μου. Μπορεί καθώς ήμουν ο τελευταίος γιος να μην πρόφτασα να μεγαλώσω στο νησί, όμως οι αναμνήσεις της οικογένειας, που είχε ζυμωθεί επί δεκαετίες ολόκληρες με τους Ηρακλειώτες, με περιβάλλουν σε όλη την παιδική και την εφηβική μου ηλικία. […]».

Οδυσσέας Ελύτης, Ηράκλειο, 23 Μαΐου 1979

Αύγουστος και η σκέψη μας πηγαίνει στον ποιητή του Αιγαίου και του ελληνικού καλοκαιριού, τον Οδυσσέα Ελύτη. Τον βραβευμένο με Νόμπελ Λογοτεχνίας ποιητή που γεννήθηκε στο Ηράκλειο στις 2 Νοεμβρίου του 1911. Πατέρας του ήταν ο λέσβιος επιχειρηματίας Παναγιώτης Αλεπουδέλης που είχε εγκατασταθεί ως βιομήχανος σαπωνοποιίας το 1895 στο Ηράκλειο.

Ο μικρός Οδυσσέας θα μείνει στο Ηράκλειο μόλις μέχρι το 1914, όποτε, εξ αφορμής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια μετέφερε τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες στον Πειραιά. Η ζωή του, όμως, όπως θα αποκαλύψει και ο ίδιος, έχει ήδη συνδεθεί καθοριστικά με την ιστορία και τον πολιτισμό της Κρήτης.

Δεν είναι ευρέως γνωστή η μεγάλη επιστροφή του Ελύτη στη γενέτειρα, το 1979, όταν ο Δήμος Ηρακλείου, με πρωτοβουλία του Δημάρχου Μανόλη Καρέλλη, πραγματοποιεί την ανακήρυξη του ποιητή ως Επίτιμου Δημότη Ηρακλείου. Ήταν στις 23 Μαΐου 1979, αρκετούς μήνες πριν την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στον μεγάλο Έλληνα ποιητή (18/10/1979).

Με τον Οδυσσέα Ελύτη κατά την τελετή αναγορεύσεώς του σε «Επίτιμο Δημότη Ηρακλείου» (Βασιλική Αγίου Μάρκου, (23.5.1979).

Τον Ποιητή θα παρουσιάσει ο σοφός κρητολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου, Στυλιανός Αλεξίου, και τον τίτλο θα απονείμει ο Δήμαρχος της πόλης. Και οι δύο σύντομες ομιλίες, αποτελούν για την εποχή σήμερα σημαντικά κείμενα τοπικής αυτογνωσίας. Σπουδαιότερη, αναμενόμενα, είναι πάντως η αντιφώνηση του τιμωμένου, του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος πραγματοποιεί μια εξαιρετική ομιλία, για το έργο του γενικότερα και ιδίως την στάση του απέναντι στην Ποίηση. Στην εισαγωγή της ομιλίας του αναφέρεται στη σχέση του με την Κρήτη και το Ηράκλειο και το κείμενό του αποτελεί εγκώμιο για την ιστορία και τον πολιτισμό τους.

Ο τοπικός τύπος αντιμετώπισε, μάλλον χλιαρά, το σοβαρό για την πόλη πολιτιστικό γεγονός. Δεν απολάμβανε, άλλωστε, ο ποιητής, τότε, την αναγνωσιμότητα που θα αποκτούσε λίγους μήνες αργότερα λόγω της βράβευσής του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Πολλές λεπτομέρειες, πάντως, για το γεγονός οφείλουμε στο απολογιστικό έργο του δημοσιογράφου, εκδότη και συγγραφέα, καθώς και επί 14 έτη Δημάρχου Ηρακλείου, του Μανόλη Καρέλλη, που είχε και την πρωτοβουλία της τιμητικής εκδήλωσης. Το τελευταίο έργο του Μ. Καρέλλη, με τον εύγλωττο τίτλο «Λογοδοσία Ζωής», εξέδωσε η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου ως ελάχιστο φόρο τιμής σε έναν από τους κύριους ευεργέτες της.

Εκεί, ύστερα από μια σύντομη περιγραφή της εκδήλωσης, ο Μανόλης Καρέλλης υπενθυμίζει τις ομιλίες εκείνου και του καθηγητή Στυλ. Αλεξίου, καθώς και την αντιφώνηση του Οδυσσέα Ελύτη, τις οποίες δημοσιεύει στο σύνολό τους. Από το ίδιο βιβλίο προέρχονται και οι αναρτώμενες φωτογραφίες της εκδήλωσης.

Παρατίθεται ολόκληρη η ιστορική ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη:

«Αγαπητοί φίλοι και συμπατριώτες, ομολογώ ότι κατά κάποιο τρόπο με αιφνιδιάσατε. Όχι γιατί δεν γνώριζα τη φιλοξενία σας, τα πραγματικά σας ενδιαφέροντα, τη ζωντάνια σας. Απλώς δεν πίστευα ότι ήμουν άξιος μίας τόσο εγκάρδιας υποδοχής και μιας τόσο μεγάλης τιμής. Σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά.

Προσωπικά συνήθιζα πάντοτε να αντιλαμβάνομαι την ποίηση σαν μία αποστολή που δεν υπάρχει λόγος να επιβραβεύεται. Γι’ αυτό και πολλές φορές χρειάστηκε να αποφύγω και να αρνηθώ σημαντικά βραβεία και σημαντικές άλλες διακρίσεις. Τη δική σας όμως, τη σημερινή την αποδέχομαι, και την αποδέχομαι με βαθύτατη ευγνωμοσύνη, επειδή η σημασία που της δίνω, η ουσιαστική και συναισθηματική, είναι μεγάλη.

Πολλές φορές μου έτυχε να συλλογιστώ ότι ίσως κατά βάθος είναι μια εύνοια της τύχης να έχεις γεννηθεί στην Κρήτη και μάλιστα στο Ηράκλειο, δύο βήματα από την Κνωσό και δύο βήματα από το σπίτι του Θεοτοκόπουλου. Για οποιονδήποτε ξένο ή Έλληνα θα ήταν ένας τίτλος τιμής. Πόσο μάλλον για κάποιον που αφιέρωσε τη ζωή του στα γράμματα και στα ιδανικά της ελευθερίας. Οι στίχοι του Ερωτόκριτου, όπως άλλωστε και άλλων θαυμαστών έργων της Κρητικής Αναγέννησης, σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου με διαποτίσανε, με διαφωτίσανε, καθοδήγησαν τα βήματά μου. Και ευγνωμονώ την τύχη που σε κάποια στιγμή παρακίνησε τον πατέρα μου, πριν από έναν σχεδόν αιώνα, να έρθει να εγκατασταθεί σε αυτά τα χώματα, να δημιουργήσει οικογένεια και να λάβει ενεργό μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες του νησιού, πλάι στους Κρήτες οπλαρχηγούς. Κάθε φορά λοιπόν που βλέπω στα πιστοποιητικά μου ότι φέρομαι εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του δήμου Ηρακλείου, το βλέπω σαν μια συμβολική χειρονομία της μοίρας. Ακόμη και το γεγονός ότι μου εδόθη και να θηλάσω γάλα κρητικό ‒η παραμάνα μου ήταν από το Κράσι‒, αποκτά ξεχωριστή σημασία στα μάτια μου. Μπορεί, καθώς ήμουν ο τελευταίος γιος. να μην πρόφτασα να μεγαλώσω στο νησί, όμως οι αναμνήσεις της οικογένειας, που είχε ζυμωθεί επί δεκαετίες ολόκληρες με τους Ηρακλειώτες, με περιβάλλουν σε όλη την παιδική και την εφηβική μου ηλικία. Άλλωστε και από την Αθήνα ο πατέρας μου στο πλάι του Ελευθερίου Βενιζέλου συνέχισε την πατριωτική του δράση, διώχθηκε και φυλακίστηκε. Και η μητέρα μου, ως την τελευταία της ώρα δεν έπαυε να εξομολογείται ότι οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής της ήταν αυτές που έζησε στο Ηράκλειο.

Αγαπητοί φίλοι και συμπατριώτες ότι βρίσκομαι και πάλι σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια στα γενέθλια χώματα με συγκινεί βαθιά. Ότι βρίσκομαι όμως μέσα σε μία τόσο γεμάτη από κατανόηση ατμόσφαιρα ‒που δημιουργείτε εσείς με την αγάπη σας‒ είναι κάτι που μου γεννά υποχρεώσεις.

Η ποίηση στα χρόνια μας, αυτό είναι αλήθεια, έχει γίνει δύσκολη. Θέλω να πω, από την άποψη ότι σαν τέχνη δεν περιορίζεται πια να εκφράζει απλώς αισθήματα, εικόνες, εντυπώσεις. Ζητά να πάει βαθιά, να βρει τις αναλογίες της με τη φύση, την ιστορία, τον κοινωνικό περίγυρο. Και μέσα από όλα αυτά να οδηγηθεί σε μία ύψιστη σύνθεση. Πρόκειται για έναν αγώνα συνεχή, μέσα από τη γλώσσα, που δεν διαφέρει καθόλου από τους άλλους που κάνουν οι επιστήμονες με τα μαθηματικά π.χ., ή οι πολιτικοί αρχηγοί μέσα από τους χειρισμούς των προβλημάτων που ορθώνει κάθε φορά η πραγματικότητα μπροστά τους.

Στο «Άξιον Εστί» προσπάθησα να δείξω τις αντιστοιχίες ανάμεσα στη μοίρα του ποιητή που έχει να αντιπαλέψει με τέτοιου είδους αντιξοότητες και στη μοίρα του λαού του. Και αυτός από τότε που υπάρχει δεν κάνει παρά να αντιπαλεύει με του κόσμου τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιξοότητες. Αλλά όπως ο ελληνικός λαός βγήκε πάντοτε νικητής στον αγώνα του και έγραψε λαμπρές σελίδες, έτσι και η ποίηση η ελληνική και, όπως καταλαβαίνετε, δεν αναφέρομαι καθόλου στο ταπεινό μου πρόσωπο αλλά σε μία σειρά ενδόξων συναδέλφων μου, βγήκε από τις πιο λαμπρές του κόσμου, και το κυριότερο χωρίς να σταματήσει ποτέ. Δεν υπάρχει ούτε ένας αιώνας από την εποχή του Ομήρου ίσαμε σήμερα που να μην έχει γραφτεί ποίηση στη γλώσσα την Ελληνική. Είναι κάτι μοναδικό που δεν έχει να το παρουσιάσει κανένας άλλος λαός και καμιά άλλη γλώσσα, το επαναλαμβάνω, τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια του δυτικού πολιτισμού.

Εάν συλλογιστούμε την παράλληλη πορεία της τέχνης από τα πρώτα παλαιότατα τα ίχνη της, όπως τα βλέπουμε εδώ γύρω μας στην Κρήτη, στο Ηράκλειο και ‒περνώντας από την αρχαϊκή, την κλασική, την ελληνιστική, τη βυζαντινή με τα άφθαστα αριστουργήματα της‒ φθάσουμε αδιάλειπτα ώς τις ημέρες μας, θα καταλάβουμε τι αντιπροσωπεύει αυτή η συνέχεια, τι μεγάλο και αναντικατάστατο θησαυρό διαθέτουμε, αλλά και τι όπλο, προσθέτω, απέναντι σε εκείνους που με την οικονομική τους ισχύ και τη δύναμή του αριθμού εννοούν να μας υπαγορεύουν τις θελήσεις τους.

Κατεξοχήν σήμερα, που οι διεθνείς συνθήκες υποχρεώνουν τους λαούς να εντάσσονται σε ευρύτερους συνασπισμούς, είναι ανάγκη να έχουμε συνείδηση του όπλου αυτού που διαθέτουμε.

Τα κατορθώματα των ηγητόρων και των πολεμάρχων δυστυχώς έρχονται και παρέρχονται. Τα δημιουργήματα τα πνευματικά είναι αυτά που διασώζουν το ισόποσο των κατορθωμάτων τους σε αξίες αθάνατες. Ο καθείς με τα όπλα του, όπως είπα κάποτε…

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αγωνίστηκε με τη δράση, ο Νίκος Καζαντζάκης με τις ιδέες, για να αναφερθούμε σε δύο μεγάλα τέκνα της Κρήτης. Αλλά η Κρήτη δεν έπαψε ποτέ να προμηθεύει τέκνα μικρά και μεγάλα, πολιτικούς, στρατηγούς, συγγραφείς, καλλιτέχνες, επιστήμονες, που εργάζονται ο καθένας στα μέτρα του, χωρίς σταματημό, για να κρατιέται ψηλά αυτό που ονομάζουμε ελληνική ιδέα.

Και όταν λέω ψηλά εννοώ στα πλαίσια της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας, αδελφωμένοι όλοι εμείς, στα εδάφη αυτά. Με αγωνιστικό πνεύμα και με αγάπη συνάμα ας κρατήσουμε ψηλά τα ιδανικά μας.

Αυτό το χρέος αισθάνομαι και αυτό ομολογώ μπροστά σας και σας ευχαριστώ που θελήσατε να με ακούσετε.

Και κάτι ακόμα, την τιμή που μου κάνατε σήμερα να ξέρετε θα την κρατώ. Για να συνοδεύει τις προσπάθειές μου σε όλο το υπόλοιπο του βίου μου. Και πάλι σας ευχαριστώ».

Ομιλία κατά την τελετή απονομής του τίτλου του επίτιμου δημότη Ηρακλείου στον Οδυσσέα Ελύτη στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στις 23 Μαΐου 1979.

.

Από το Τμήμα Εφημερίδων και Περιοδικών και τις Εκδόσεις της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:205