Η μεσημβρινή παραίσθηση ενός νέου | διήγημα του Θάνου Φωσκαρίνη
Αγαπώ πολύ τα παραμύθια. Η παιδική μου ηλικία σχηματίστηκε κάπου ανάμεσα στα «30 διαλεχτά παραμύθια» του εκδοτικού οίκου «Αστήρ», στα «Ωραιότερα παραμύθια του Χάουφ» των εκδόσεων «Πεχλιβανίδης και Σία», στον «Ευτυχισμένο πρίγκιπα» του Όσκαρ Ουάιλντ, στα «Παραμύθια του χειμώνα» του Πολ Ζακ Μπουζό της σειράς «Ανεμώνες», στον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Αλ. Δουμά, στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» του Τσαρλς Ντίκενς, στον «Ρομπέν των Δασών» και το «Πράσινο βέλος» της Σούζαν Ρέιναλντ, στους μύθους του Αισώπου των εκδόσεων «Λέων», στον «Καίσαρα Κασκαμπέλ» του Ιουλίου Βερν στις περιπέτειες του Μπλεκ και του εγγαστρίμυθου καθηγητή μυστηρίου και στην απέραντη σειρά των κλασικών εικονογραφημένων.
Καθόμουν, θυμάμαι, στο δωμάτιο μόνος, επειδή από μικρό παιδί μου άρεσε η σιωπή, αλλά κι εξαιτίας μιας αναπηρίας των ποδιών: πλατυποδία. Ώρες ατέλειωτες ξεφύλλιζα τις υπέροχες εικόνες των παιδικών βιβλίων που μου ‘χαν αγοράσει για να κυλά ο χρόνος δίχως να σκιάζομαι. Θα μου μείνει αλησμόνητη η σελίδα που εξηγούσε πώς ένα ποντίκι που το κορόιδευε ένα υπερήφανο λιοντάρι, όταν το δεύτερο παγιδεύτηκε στο δίχτυ των κυνηγών εκείνο αμέσως έτρεξε κρυφά και με τα θαρραλέα και γενναία δόντια του, μασώντας το με πείσμα και αγανάκτηση, άνοιξε μεγάλη τρύπα και το λευτέρωσε. ‘Η, άλλοτε, κάτω από το σπίτι μας που έμενε η γιαγιά, τι ωραία που ήταν όταν σιδέρωνε. Θα πρέπει να ‘κανε ψύχρα (η λέξη της), γιατί ανάβαμε την γκαζιέρα και τη βάζαμε κέντρο στο πάτωμα. Αυτή την γκαζιέρα την είχα ερωτευτεί για την εκπληκτική θερμότητά της και τον άγριο θυμό που πέταγαν οι φλόγες της. Μου ‘βαζε ένα μαξιλαράκι στο πεζούλι του παραθυριού, με κάθιζε ή με τον καιρό σκαρφάλωνα μόνος μου, μου ‘βαζε στα χέρια κάποια εφημερίδα ή περιοδικό και μου ζητούσε να της διαβάσω δυνατά τους τίτλους (…).
Κάτω απ’ τις φωτογραφίες. Δεν είχε πάει σχολείο η καημένη. Γι’ αυτό κι εγώ πολλές φορές της έλεγα ότι διάβαζα φρικιαστικά πράγματα. Πως κάποιοι νεαροί βρήκανε μια ηλικιωμένη γυναίκα μες στο σπίτι της, την έδεσαν και μπουκώνοντας τη με γλυκά την έσκασαν (της γιαγιάς της άρεσαν τα γλυκά και λέγαν όπου να ‘ναι θα γεννήσει τον Ζάχαρο). Πως φοβεροί λωποδύτες και αλήτες αιμοβόροι έκοψαν και έφαγαν ωμά τα χέρια και τα στήθια μιας άλλης γυναίκας. Πως βρέθηκε ένα καινούριο φάρμακο για την πίεση (η γιαγιά είχε πίεση), αλλά όσοι το πήραν δυστυχώς έπεσαν τέζα – κι έδειχνα τη στάση ακριβώς. Πως δεν πρέπει να τρώμε ντομάτες γεμιστές (το αγαπημένο της φαγητό), γιατί μπορεί να πάθει κανείς… πάρκινσον και άλλα πολλά.
Πόσο σφιγγόμουνα τότε να ‘μαι πειστικός να μη με καταλάβει που γελούσα. Διότι έφτανε να λέει «Μπρε, μπρε πώς άλλαξε ο κόσμος» στο «νέμπου, τι δίνουν και διαβάζει σήμερα ο κόσμος». Κι αυτό, με τον τρόπο που το έλεγε πολύ με γαργαλούσε. Κι έτσι όταν έπαιρνα φόρα δε γινόταν μετά να σταματήσω.
Από τότε δυστυχώς έχουν περάσει χρόνια και χρόνια. Μεγάλωσα τόσο που σχεδόν έχω κατακτήσει την ωριμότητα. Κι αυτά όλα δεν είναι άλλο από λίγο σάλιο παρελθόντος. Ομως εγώ στιγμή δεν έπαψα ν’ αγαπώ τα παιδικά βιβλία με τα τόσα ελκυστικά σχέδιά τους στα εξώφυλλα ή μέσα στις σελίδες. Στους φίλους μου – ή σωστότερα στους πολύ γνωστούς μου γιατί δεν έχω φίλους – συστήνω πως αν πρέπει κάτι να διαβάζουν αυτό είναι παραμύθια και λεξικά. Και καμιά φορά μόνον, όταν δεν είναι ερωτευμένοι ποιήματα. Μήπως έτσι ερωτευτούν και γλυκάνουν λιγάκι. Για να μην αναφέρω το αραβικό «Χίλιες και μια νύχτες», τη δική μας «Χαλιμά», τα παραμύθια του Μέγα ή το υπέροχο λυρικό «Ο Πλατέρο κι εγώ» του Χιμένεθ. Και μη νομίζετε ότι είναι εύκολο να μιλώ έτσι σήμερα, που όλοι γράφουν και συστήνουν μόνο τα δικά τους βιβλία για ανυπέρβλητα αριστουργήματα. Νεαρός είκοσι ενός έτους μακρυμάλλης, χασομέρης και απένταρος να συζητά για τέτοια θέματα είναι παρασπονδία για πολλά παντελόνια. «Λωλός» λένε και σου κολλάνε αμέσως τ’ όνομα.
Τον περασμένο χρόνο έτυχε να δουλέψω για έξι μήνες σε μια από πολλές εταιρίες συγγραφέων που έχουμε. Η δουλιά, ειλικρινά, ήταν χαώδης. Τόσα άγνωστα μέλη, πόσα βιβλία ο καθένας, κι εγώ αντί να διαβάζω το έργο τους, να μάθω επιτέλους τι σόι συγγραφείς έχουμε και να λέω σωστά μια διανοούμενη φράση, έπρεπε να μαζεύω τις συνδρομές που ποτέ δεν πλήρωναν εγκαίρως, να συνθέτω τα συνδικαλιστικά τους ψηφίσματα που δεν ήξεραν πώς να τα διατυπώσουν επίσημα. Επιπλέον τις μέρες των συναντήσεων, να ανέχομαι αγόγγυστα διάσημους αγνώστους ως μέλη του συμβουλίου να μπαίνουν μ’ ένα τουπέ, λέγοντας, χωρίς κανείς να τους έχει ρωτήσει, τόσες εκδόσεις έκαναν τα βιβλία τους, πόσους επαίνους γραπτούς ή προφορικούς έχουν στη συλλογή τους, ποιοι και πού ειπώθηκαν ή δημοσιεύτηκαν, ποιος τους μετέφρασε και ποιοι γαϊδουροκέφαλοι εκδότες δεν τους πλήρωσαν ακόμη συν τις τιμές που τους οφείλει η ανθρωπότητα. Έστεκαν έτοιμοι να θυμώσουν και να επιτεθούν σ’ όποιον τολμούσε να τους διορθώσει ή να τους ζητήσει διευκρίνιση. Τι ‘ναι κι ετούτο! Ώστε λοιπόν αυτοί είναι οι λεγόμενοι πνευματικοί μας άνθρωποι που διαβάζουμε και θαυμάζουμε;
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όπως καταλαβαίνετε, μου ήταν αδύνατο με τις αγωνίες που έχει ένας υγιής νέος και σας ορκίζομαι έχω πολλές, να συνεχίσω να εργάζομαι εκεί μέσα. Πλην όμως θυμάμαι πολύ καλά ότι πάνω στη βιβλιοθήκη πλάι σε μια στοίβα ισχνές ποιητικές συλλογές και φλύαρα μυθιστορήματα που εστάλησαν για να διαβαστούν, αλλά πλέανε ήδη στη σκόνη της αιωνιότητας, υπήρχαν μερικά βιβλία κι ένα φρέσκο αξεφύλλιστο με τίτλο «15 παραμύθια από τον Γιάννη Νεγρεπόντη με ζωγραφιές της Εντας Δημοπούλου». Τι ξάφνιασμα. Αυτό το βιβλίο, σας ορκίζομαι, ήταν γοητευτικό. Όπως και να το κάνουμε ήταν επιτέλους ένα βιβλίο. Όμως η γραμματέας της εταιρίας, μια γεροντοκόρη που με εξέταζε καθημερινά από πάνω μέχρι κάτω με τα μυωπικά γυαλιά της, με πλησίασε μια μέρα και μου είπε αρπάζοντάς το απ’ τα χέρια μου «να πάψω να το κρατάω και να το φλερτάρω, γιατί θα κατσιάσει». Παρατήρησε μάλιστα αυστηρά πως το βιβλίο αυτό ειδικά θα πρέπει να φαίνεται όπως είναι άθικτο και καλά θα κάνω να το στήσω αμέσως όρθιο μαζί με τα άλλα σε μια ίσια γραμμή, γιατί σύντομα θα ερχόταν μια αξιότιμη επιτροπή να το εξετάσει. Ποια επιτροπή και ποια τα μέλη της ιδέα δεν είχα. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν υποψήφιο να βραβευτεί σε κάποιον από τους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς της εταιρίας μας, αλλά επειδή δεν εκπληρούσε άπαντες τους όρους (μεταξύ μας: επειδή ο συγγραφέας ήταν μέλος της αντίπαλης εταιρίας), αποκλείστηκε ομόφωνα και θα έπρεπε η σεβαστή επιτροπή συσκεφθεί εν απαρτία για να βρει τι ακριβώς θα πει, πώς θα διατυπώσει το σκεπτικό της, αφού εξαρχής είχε οριστεί ποιος θα πάρει το βραβείο.
Όπως γίνεται σ’ αυτή τη ζωή, ο καιρός πέρασε γρήγορα και λίγες μέρες πριν πάρω την πολυπόθητη οριστική και αμετάκλητη άδειά μου, παρακάλεσα ευγενικά να μου το δανείσουν, υποσχόμενος φυσικά να το διαβάσω και κατόπιν να το επιστρέψω «άθικτο» στο ράφι του. Κι έτσι από τότε βρίσκεται δίκην ασύλου – μη με καρφώσετε – στο δωμάτιό μου χωμένο σ’ ένα ράφι.
Η ταλαιπωρία όλης της χρονιάς, οι εξαντλητικές σπουδές και τα μασήματα σε μια σχολή, η σωματική μου εξάντληση, φαίνεται πως περίμεναν το καλοκαίρι για να εκδηλωθούν.
Εντελώς απελπισμένος σήμερα το μεσημέρι, πριν μια ώρα, ξάπλωσα στη μεγάλη πολυθρόνα της τραπεζαρίας και πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Μα τι ήταν αυτό που έπαθα; Πρώτη φορά στη ζωή ένιωσα σαν πόμολο! Ε, άμα σου λένε: «Μια φορά ένα μπρούντζινο πόμολο ζούσε σε μια δρύινη πόρτα κάποιου μεγάλου σπιτιού. Πω, πω, τι έβλεπε και χαιρόταν! Συχνά άκουγε ωραία μουσική κι ένα σωρό χέρια το έπιαναν, άλλα τρυφερά, άλλα βιαστικά, άλλα θερμά, άλλα μόλις που το άγγιζαν. Αυτό αγαπούσε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και ήθελε να τους βλέπει χαρούμενους και εύθυμους. Μάλιστα συχνά κι ευτυχισμένους. Τα μικρά παιδιά μόλις που το έφταναν. Και τι περιποίηση του έκαναν. Ολο το γυάλιζαν κι έλαμπε από χαρά έτσι καθαρό και στραφαλιστό».
Πείτε μου, ύστερα από όλα αυτά είναι δυνατό να μη νιώθετε την τιμή να είστε κι εσείς ένα πόμολο, ένα πράγμα, κάτι τέλος πάντων που είναι χρήσιμο; Βέβαια όσο μικρός είναι κανείς, τόσο και πιο πολλά τραβά, ιδιαίτερα όταν είναι πόμολο. Σας γκρεμίζουν την πόρτα με την οποία συνδέεστε και σας ξεβιδώνουν, αφού σήμερα κάθε μονοκατοικία δίνεται αντιπαροχή. Σας πετάνε σ’ ένα φορτηγό και μαζί με άλλους συντρόφους, πηγαίνετε στο σιδεράδικο όπου συναντάτε τους χαμένους μακρινούς συγγενείς, συζητάτε τον πόνο σας και μαζί τους συνδικαλίζεστε, διαμαρτύρεστε, εκθέτοντας τα κοινά αιτήματά σας. Και όταν, επιτέλους, δικαιώνεστε, σας τοποθετούν σε μια βιτρίνα μαγαζιού, ώσπου να ‘ρθει η στιγμή να σας σηκώσουν ξανά κάποια τρυφερά χεράκια γιατί πολύ τους αρέσετε. Και να ήταν μόνον αυτά, φίλοι μου. Αυτές οι καταστάσεις σ’ αυτόν τον κόσμο τελειωμό δεν έχουν. Μα αυτά τα δεκαπέντε παραμύθια είναι ακόμα μέσα στην καρδιά μου. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο δημιουργός τους, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, μας έρχεται από τη χώρα της ποίησης. Γιατί τα ποιήματα και τα παραμύθια κυκλοφορούν καθημερινά και τρέφονται από τη μυστική, την ιδιαίτερη αγιότητα της ζωής μας.
Θάνος Φωσκαρίνης
Ο Θάνος Φωσκαρίνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Μαθήτεψε κοντά στην Έλλη Αλεξίου, την Μελισσάνθη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Πρωτοδημοσίευσε κείμενά του το 1977. Είναι απόφοιτος της Ανώτερης Δραματικής Σχολής, Θέατρο Τέχνης Αθηνών–Κάρολος Κουν (1982) με τον θίασο της οποίας συμμετείχε σε παραστάσεις στα έργα Αχαρνής, Βάκχες, Σφήκες, σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ θεάτρου. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήματος θεατρολογίας και επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Μπολώνια (Ό.Α.Μ.5., 1992). Κατά την περίοδο της φοίτησής του στην Ιταλία γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον Μάριο Λούτζι και την Μαργαρίτα Δαλμάτη. Έχει εκδώσει τα λογοτεχνικά βιβλία: Το Νέο Σίγμα (Αθήνα 1979), Βαλπαντάνα (Καστανιώτης 1986), Το Ταμείον Αφωνίας ορ. XVI (Αθήνα 1988), Βάρος της Χαμένης Πρόνοιας (Δελφίνι 1994), 0 Καμβάς και το Σκουλήκι (Παρασκήνιο 1997), Αυτόχειρη Ασκήμια (Παρουσία 1998), Οινόπνευμα για τα μάτια και το στόμα (Παρουσία 2000), Η Αλήθεια με ή χωρίς αντιβιοτικά (Εριφύλη 2002), Αθελά μου (Εριφύλη 2004), Χους (Οδός Πανός 2011) και τα: Δοκίμιο Χρονογραφίας για την Έλλη Αλέξιου (Καστανιώτης 1982), Ανοιχτές επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι (Μπάστας–Πλέσσας 1996).