Ζωή θαλασσινή | της Άννας Τακάκη
Τα νιάτα σου τα έφαγες σε πλοίο φορτηγό,
ναύτης σαν πρωτομπάρκαρες, Μάης ήταν θυμάμαι.
Όργωνες χίλιες θάλασσες και σ’ οχυρό ογρό
φυλάκιζες τα όνειρα…Τα χρόνια αργοπερνάνε.
Πυρπολημένα θέλγητρα του κόσμου οι ακτές
με τη θωριά σημάδευες γέρνοντας μπρος στα ρέλια.
Σε μια ουρά ξεφόρτωνες κοντέινερς σειρές
κι οχ, γρήγορα της άγκυρας δονούσε η καδένα.
Τα νιάτα σου τα έφαγες σε πλοία φορτηγά
κι ύστερα στα γκαζάδικα σκατζάρισες λοστρόμος.
Το κύμα ντύνει το κορμί μα γδύνει την καρδιά.
Μακρύς φαρδύς ξανοίγεται ο πελαγίσος δρόμος…
Ποια σαγηνεύτρα μάγισσα, κερά θαλασσινή,
ποια Καλυψώ γαλίφησσα σε πόθαγε για ταίρι
στους Πόντους που περίσσευε γαλάζια ηδονή,
στους Τροπικούς που πλάνευαν ονειρεμένα μέρη;
Χόρτασε νιάτα ωκεανός κι αρμύρα το κορμί σου.
Ο σγουρομάλλης έρωτας σ’ εχόρευε στο κύμα,
πάνω στο νάζι του αφρού φεύγ’ η μισή ζωή σου
μα του Αιγαίου ο άνεμος φυσάει πάντα πρίμα.
Σαν πλες κι αφρολικνίζεσαι πάνω σ’ ένα ποστάλι
που κάνει χρόνια τη γραμμή Κυκλάδες – Πειραιά.
Γερνάς μα δε σε κούρασε το δέσε – λύσε πάλι
κι απ’ την αρχή θα κίναγες. Αχ θάλασσα πλατιά!
*σκατζάρισες: άλλαξες
*ρέλια: κουπαστές του πλοίου
[Από την ποιητική συλλογή «Χρώμα Θαλασσινό»]
Άννα Τακάκη