Χρόνος ανάγνωσης περίπου:14 λεπτά

Κώστας Βίρβος – έφυγε πριν εφτά χρόνια αφήνοντας παρακαταθήκη πάνω από 2.500 τραγούδια

.

Σαν σήμερα, πριν επτά χρόνια, έφυγε για το ταξίδι της αθανασίας ένας εκ’ των σημαντικότερων Ελλήνων στιχουργών του λαϊκού μας τραγουδιού. Τον χαρακτήρισαν λαϊκό ποιητή για το υψηλό επίπεδο των στίχων του. Αναμφίβολα πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες στιχουργούς που συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους κορυφαίους συνθέτες και ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζατζίδης, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Τόλης Βοσκόπουλος. Ο λόγος για τον Κώστα Βίρβο, με το ΙΕΡΟ ΤΕΡΑΣ της στιχουργικής, που «έφυγε» στις 6 Αυγούστου του 2015 αφήνοντας πίσω του ως παρακαταθήκη περισσότερα από 2.500 τραγούδια.

Ο Κώστας Βίρβος γεννήθηκε στις 29 Μάρτη του 1926 στα Τρίκαλα, από πλούσια οικογένειας της πόλης. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1943 ο έμπορος πατέρας του τον στέλνει στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Πάντειο. Την ίδια χρονιά οργανώνεται στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Το Μάρτη του 1944 συλλαμβάνεται να γράφει συνθήματα στους τοίχους για την Κυβέρνηση του Βουνού και μεταφέρεται στην Ειδική Ασφάλεια, όπου και βασανίζεται. Μετά από τρεις μήνες πληρώνει ο πατέρας του 800 λίρες και αποφυλακίζεται. Ανεβαίνει στο βουνό όπου συναντά και τον Άρη Βελουχιώτη. Εργάζεται στο Υπουργείο Οικονομικών απ’ το 1954 έως το 1985 απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Διευθυντή.

Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε ως στιχουργός με το λαϊκό τραγούδι, χώρο στον οποίο διακρίθηκε από τη δεκαετία του ’50. Τα πρώτα του στιχάκια τα δίνει στον Απόστολο Καλδάρα, με τον οποίο γνωρίζονταν από μικροί. Το πρώτο στιχούργημα του λέγεται «Ο φαντάρος» (ανέκδοτο τραγούδι του 1947), που αν και μελοποιήθηκε αρχικά από τον Β. Τσιτσάνη και αργότερα από τον Απόστολο Καλδάρα δε γραμμοφωνήθηκε, λόγω του εμφυλίου πολέμου και παρά το εμφανές μήνυμα της συμφιλίωσης,

«μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται
κι έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά
πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του
τα χέρια όταν δώσουμε ξανά.»

Το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε ήταν το «Να το βρεις από άλλη» σε μουσική Απόστολου Καλδάρα και ερμηνευτές τους Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκο Βαμβακάρη (1948). Ακολούθησαν εκατοντάδες τραγούδια από ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνα, μέχρι και παραδοσιακού ύφους με κοινωνικό και πολιτικό, άμεσο ή έμμεσο, περιεχόμενο.

Ο ίδιος συνδιαμορφώνει το Ελληνικό τραγούδι, καθώς συμπορεύεται διαδοχικά με πολλές γενιές κορυφαίων καλλιτεχνών. «Της γερακίνας γιός», «Γεννήθηκα για να πονώ», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», «Το καράβι» και το «Ζαϊρα» του Βασίλη Τσιτσάνη, το «Άνοιξε μάνα, άνοιξε» του Χρήστου Κολοκοτρώνη σε απόδοση του Στέλιου Καζαντζίδη ο οποίος σύνθεσε και το «Μια παλιά ιστορία», το «Ίσως», το «Αχ μουσταφά», το «Σου ‘χω έτοιμη συγνώμη» και το «Πάρε τα χνάρια μου» του Θεόδωρου Δερβενιώτη, το «Κυρ Θάνος Πέθανε», το «Ρίξε μια ζαριά καλή», το «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» και «Στου Μπελαμή το ουζερί» του Γρηγόρη Μπιθικώτση αλλά και το «Κοιμήσου αγγελούδι μου» του Μίκη Θεοδωράκη και το «Μακριά μου να φύγεις» του Πάνου Γαβαλά, το «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι», «Εγώ ποτέ δεν αγαπώ» και τα «Δυό ποτήρια» του Απόστολου Καλδάρα, το «Λίγα ψίχουλα αγάπης» του Σταύρου Τζουανάκου, το «Νυχτερίδες κι αράχνες» του Χρήστου Νικολόπουλου.

Το πέρασμά του και στους ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών έγινε με το μνημειώδες δισκογραφικό έργο «Καταχνιά» του Χρήσου Λεοντή, με το «Α-Ω», σε μουσική Μπιθικώτση, το «Θάλασσα, πικροθάλασσα», σε μουσική Μίμη Πλέσσα και πολλά άλλα. Επίσης είναι ο συνθέτης του ύμνου της ποδοσφαιρικής ομάδας του Α.Ο. Τρίκαλα. Ένα εξίσου σημαντικό έργο του είναι ο «Θεσσαλικός Κύκλος» σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου.

Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία:

• «Μια ζωή τραγούδια – αυτοβιογραφία» (1985, εκδόσεις Ντέφι),
• «Λαϊκή στιχουργική ανθολογία» (1989, εκδόσεις Αναστασάκη),
• «Πράσινα βουνά και χρυσαφένιοι κάμποι. Παραδοσιακά, λαογραφικά, σατιρικά τραγούδια – γεγονότα» (1998)

Πολλοί στίχοι από τραγούδια του βασίζονται στις εμπειρίες του Βίρβου από την Κατοχή, όταν τον συνέλαβαν το 1944 και μπήκε στην απομόνωση. Ο ίδιος αφηγείται:

«Το ίδιο βράδυ με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί. Ήμουν δεμένος στο κεφάλι σαν χότζας. Έχω ένα σημάδι 57 χρόνια εδώ στο κεφάλι από βούρδουλα που κατέληγε σε σφαιρίδιο. Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα «Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου». Έτσι έγινε. Σηκωνόμασταν την νύχτα να ξεμουδιάσουμε. Δεν κράτησε πολύ. Δυο μερόνυχτα. Αυτό είναι το αναπαυτικότερο κρεβάτι που κοιμήθηκα ποτέ. Απ’ αυτό εμπνεύστηκα το «ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω» που γράφω στη «Γερακίνα». Στη φυλακή άρχισα να γράφω την «Καταχνιά» σαν ποίηση.»

Ιδρυτικό μέλος μαζί με τον συνθέτη Θόδωρο Δερβενιώτη (που δημιούργησαν εκατοντάδες τραγούδια), της πρώτης «Ένωσης» συνθετών και στιχουργών του λαϊκού τραγουδιού, καθιέρωσαν με αγώνες το επάγγελμα του στιχουργού, σε μια εποχή που ο κόσμος μάθαινε τα τραγούδια κυρίως μέσα από δίσκους που συνήθως απουσίαζε η υπογραφή του δημιουργού των στίχων.

Ο ίδιος έχει πει για το έργο του: «Έγραψα τραγούδια όλων των ειδών (κατηγοριών) μάγκικα, ρεμπέτικα, κοινωνικοπολιτικά (κυρίως αυτά), «έντεχνα» και ότι άλλο είδος ελληνικού τραγουδιού υπάρχει. Κάποιος δημοσιογράφος με αποκάλεσε «στιχουργό εφ’ όλης της ύλης» […] Το καλό τραγούδι διδάσκει, ενώ το κακό καταστρέφει και κυρίως τις παιδικές και νεανικές ψυχές. Μπορεί το «σύστημα» να προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον κόσμο, επιβάλλοντας τραγούδια 24ώρου, όμως οι νέοι προτιμούν τα καλά λαϊκά τραγούδια και κυρίως τα παλιά. Βέβαια, υπάρχουν και καλά σημερινά τραγούδια, όπως υπάρχουν και καλές λαϊκές φωνές. Όμως, πιστεύω ότι τα παλιά είναι αναντικατάστατα, ενώ παράλληλα πιστεύω ότι διδάσκουν, τόσο τους νέους, όσο και τους ανθρώπους που γράφουν είτε στίχο είτε μουσική».

Για το έργο του είπε: «Συνολικά έγραψα στη ζωή μου κάπου δυόμιση χιλιάδες τραγούδια. Ευτυχώς αμέσως, από τα πρώτα, υπήρχε μεγάλη επιτυχία και δεν χρειάστηκε να ψάξω και να χτυπήσω πόρτες σε εταιρείες. Χτυπούσαν τη δική μου πόρτα.

Ο λαϊκός στίχος, ο στίχος που έμπαινε σε τραγούδι, ήταν πολύ δυνατός για τον κόσμο. Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, αν όχι το καλύτερο… Με το κριτήριο της κοινωνικότητας. Μπαίνει παντού και χτυπάει παντού και ακούγεται παντού.»

Λίγο πριν το ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο που έπαθε δήλωσε:

«Ποιο τραγούδι θα αφιέρωνα σήμερα στους Έλληνες; Το «Εγώ δε ζω γονατιστός». Τη Γερακίνα…

Ούτε στρώμα να πλαγιάσω,
ούτε φως για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα
ωχ, μανούλα μου
καλοκαίρι κι είναι κρύο
ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου,
ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός
είμαι της γερακίνας γιος
τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές
εγώ αντέχω τις φωτιές
Μάνα μη λυπάσαι,
Μάνα μη με κλαις
Ένα ρούχο ματωμένο
στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο
ωχ, μανούλα μου
Στο κελί το διπλανό μου
φέραν κάποιον αδελφό μου
πόσα θα τραβήξει
ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός…
»

Έφυγε το βράδυ της Πέμπτης 6 Αυγούστου 2015, ταλαιπωρημένος από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ βρισκόταν διασωληνωμένος στο σπίτι του, στο Παλαιό Φάληρο.

Ακολουθεί ένα κείμενο του Κώστα Βίρβου από το βιβλίο του «Λαϊκή Στιχουργική Ανθολογία» (Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη-1989) για τη μετανάστευση.

«Με το θέμα μετανάστευση είμαι ο μόνος στιχουργός που ασχολήθηκα πρώτος συστηματικά και «εν εκτάσει». Και είχα λόγους και μάλιστα σοβαρούς.

Ο πρώτος είναι ότι είμαι γιος μετανάστη. Ο πατέρας μου, νέο παιδί 18 χρονών, είχε πάει στην Αμερική το 1913 και γύρισε ύστερα από μια δεκαετία, δηλαδή το 1923, πάμπλουτος. Με τα χρήματα που απόχτησε εκεί, είχε αγοράσει μεταξύ των άλλων ακινήτων κι ένα τετράγωνο στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων, που αν το είχαμε σήμερα θα είμαστε κληρονόμοι μιας τεράστιας κληρονομιάς. Το μόνο δώρο που έχω από την Αμερική είναι ένα γραμμόφωνο του 1900 χωρίς χωνί, μαζί με 50 δίσκους που ήταν γυρισμένοι στην Αμερική. Τραγουδούν η κα Κούλα, η Παπαγκίκα και πολλοί άλλοι. Δυστυχώς δεν περιέχουν τραγούδια που να τα είχαν συνθέσει εκεί με θέματα των μεταναστών, αλλά τραγούδια, ως επί το πλείστον δημοτικά, σε δεύτερη εκτέλεση.Τα δυο αδέλφια του πατέρα μου ο Παμεινώνδας πρώτα και μετά ο Τάκης (Τζιμ) καλέστηκαν από τον πατέρα μου στην Αμερική και ο μεν Παμεινώνδας γύρισε ύστερα από 45 χρόνια ξενητειάς, ο δε Τζιμ ζει ακόμα εκεί και τα παιδιά του, η Ελένη, η Βικτωρία και ο Θωμάς δεν μιλάνε καθόλου Ελληνικά.
Οι δυο κοπέλες μάλιστα, έχουν παντρευτεί Αμερικανούς. Το μέρος που είχε πάει ο πατέρας μου λέγεται Φρέντερικσμπουργκ και είναι στην πολιτεία Βιρτζίνια, μια ώρα έξω από την Ουάσιγκτον. Είναι το χωριό που γεννήθηκε ο Ουάσιγκτον όπου βρίσκεται και το σπίτι του.
Άλλος λόγος σοβαρός που έγραψα για τη μετανάστευση, είναι ότι όταν άρχισε η
μεταπολεμική μετανάστευση, κυρίως στη Γερμανία, οι υποψήφιοι μετανάστες περνούσαν από γιατρούς, γιατί οι Γερμανοί εκτός των άλλων τους ήθελαν απόλυτα υγιείς. Η υπηρεσία που τους εξέταζε στεγάζονταν κάτω από τα Κρατικά Λαχεία που εργαζόμουν, στη γωνία Αριστείδου και Σοφοκλέους. Εκεί λοιπόν, ζούσα καθημερινώς δράματα που με συγκινούσαν βαθύτατα. Ο τρίτος λόγος είναι ότι εφόσον πρώτος έγραψα κοινωνικό και πολιτικό τραγούδι συνειδητά και συστηματικά, είχα υποχρέωση και καθήκον να συμπεριλάβω στα τραγούδια μου και το τεράστιο θέμα «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ».

Και βέβαια ορισμένοι γνωστοί στίχοι του μεγάλου στιχουργού.

Αν δεν είχα εσένα (1957)

Τόσα που με βρήκαν, τόσα που `χω πάθει,
τόσα που τραβάω στη ζωή,
αν δεν είχα εσένα να μου δίνεις θάρρος,
απ’ τον κόσμο θα `χα πια σβηστεί.

Στην ζωή μου τη μαύρη
αν δεν είχα κι εσένα
θα `ταν όλα χαμένα,
θα `ταν όλα χαμένα.

Πάντα μ’ αδικούνε, πάντα με χτυπούνε,
πάντα με πικραίνουν και πονώ,
όταν όμως γέρνω μεσ’ στην αγκαλιά σου
κάθε στενοχώρια μου ξεχνώ.

Στην ζωή μου τη μαύρη
αν δεν είχα κι εσένα
θα `ταν όλα χαμένα,
θα `ταν όλα χαμένα.

Χτύπα κοινωνία, χτύπα, δε με νοιάζει,
όσο θέλεις χτύπα με βαριά,
έχω το βοτάνι που θα με γιατρέψει
απ’ την κάθε μια σου μαχαιριά.

Στην ζωή μου τη μαύρη
αν δεν είχα κι εσένα
θα `ταν όλα χαμένα,
θα `ταν όλα χαμένα.

Στις φάμπρικες της ξενητειάς (1961)

Στις φάμπρικες της Γερμανίας
και στου Βελγίου τις στοές
πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν
και κλαίνε οι μάνες μοναχές

Κακούργα μετανάστευση
κακούργα ξενιτιά
μας πήρες απ’ τον τόπο μας
τα πιο καλά παιδιά

Στη μακρινή την Αυστραλία
και πέρα στην Αμερική
στον Καναδά στη Βραζιλία
πόσα παιδιά πονούν κι εκεί

Κακούργα μετανάστευση…

Κάνε κουράγιο μετανάστη
κάνε λεβέντη μου υπομονή
του γυρισμού σου το καράβι
πάλι μια μέρα θα φανεί

Κακούργα μετανάστευση…

Αχ μουσταφά (1993)

Μες στου γλεντιού την τρέλα τη μεγάλη
Μες στο μεθύσι και μες στη ζάλη
Κάποια χανούμ απάνω στο σεβντά της
με πόθο λέει στο Μουσταφά της

Αχ Μουσταφά, αχ Μουσταφά
εσύ μου άναψες φωτιά
Αχ Μουσταφά, αχ Μουσταφά
μου έχεις κάψει την καρδιά

Πάμε στον οντά μου τούτη τη βραδιά
αχ, βρε Μουσταφά μου, να μου γιάνεις την καρδιά
Να ξαπλώσεις στα χαλιά μου,
να χορτάσεις τα φιλιά μου

Εγνατίας 406 (1973)

Εγνατίας τετρακόσια έξι
τράβα ταξιτζή μου πριν να φέξει
τράβα μη μας δει κι η γειτονιά,
σούρα με την κούκλα αγκαλιά

Ώπα, ώπα τα μπουζούκια
ώπα και ο μπαγλαμάς
της ζωής μας τα χαστούκια
με το γλέντι τα ξεχνάς.

Ξύπνησε η Σαλονίκη πάλι
άρχισε σκληρή η βιοπάλη
όμως το κορίτσι μου και `γω,
άρχοντες θα νιώθουμε κι οι δυο.

Ώπα, ώπα τα μπουζούκια
ώπα και ο μπαγλαμάς
της ζωής μας τα χαστούκια
με το γλέντι τα ξεχνάς.

Εγνατίας τετρακόσια έξι
πάμε να πλαγιάσουμε πριν φέξει
όνειρο να δούμε μαγικό,
όμορφο τον κόσμο τον κακό.

Ώπα, ώπα τα μπουζούκια
ώπα και ο μπαγλαμάς
της ζωής μας τα χαστούκια
με το γλέντι τα ξεχνάς.

Ένα τραγούδι για τη μάνα (1996)

Πρόζα:
Τη μάνα του όποιος έχασε
και ζει μες στην ορφάνια
μοιάζει σαν έρημο δεντρί
πλοίο χωρίς λιμάνια

Τραγούδι:
Ότι κι αν είμαι σήμερα
κι όσο ψηλά κι αν πάω
τον ίσιο δρόμο στη ζωή
και την καλή μου προκοπή
σε σένα μάνα τα χρωστάω

Μάνα που με μεγάλωσες
με χίλιες δυο στερήσεις
σου εύχομαι σαν τα βουνά
μανούλα μου, μανούλα μου να ζήσεις.

Κι αν κάποτε σε γέμισα
βάσανα κι αγωνία
τά `χεις ξεχάσει όλα πια
γιατί ποια μάνα στα παιδιά
κρατάει μίσος και κακία

Μάνα που με μεγάλωσες
με χίλιες δυο στερήσεις
σου εύχομαι σαν τα βουνά
μανούλα μου, μανούλα μου να ζήσεις.

Η παλιά Σωκράτους (1990)

Κόκκινο φως μισαναμμένο στις εισόδους
κι η πόρτα πάντα ανοιχτή μέχρι τις δυο,
οδός Σωκράτους και στις γύρω τις παρόδους
κάθε δυο μέτρα κι ένας κόσμος ρημαδιό.

Στον τοίχο δίπλα σε μια σκάρτη πινακίδα
φωτογραφίες κοριτσιών χωρίς ψυχή
και του νομίατρου η κόκκινη σφραγίδα,
της κοινωνίας αδιάψευστη ενοχή.

Στολίσου, γίνε όμορφη της Αφροδίτης κόρη,
στον ουρανό ένα αγόρι θέλει να ανεβεί.
Στολίσου, γίνε όμορφη, κι η νύχτα βάζει πλώρη,
πικρό το ανηφόρι που σου ’κρυβε η ζωή.

Μες στο σαλόνι εργατιά, ναύτες, στρατιώτες
κι οι νταβατζήδες από κάτω στη σειρά,
και η χοντρή πατρόνα να χτυπάει τις πόρτες:
“Άντε κορίτσια, ώρα είναι για δουλειά”.

Αυτά συμβαίνανε μες στην παλιά Σωκράτους
και κάνα έγκλημα φιγούρας ο νταής,
φωτογραφία και εικόνα σάπιου κράτους,
φωτογραφία και μιας άλλης εποχής.

Στολίσου, γίνε όμορφη της Αφροδίτης κόρη,
στον ουρανό ένα αγόρι θέλει να ανεβεί.
Στολίσου, γίνε όμορφη, κι η νύχτα βάζει πλώρη,
πικρό το ανηφόρι που σου ’κρυβε η ζωή.

Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια (1964)

Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια
τον ήλιο π’ ανατέλλει να χαρώ
κι αν κάνετε τα στήθια μου κομμάτια
εσείς πεθαίνετε κι όχι εγώ.

Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια
δεν σκιάζομαι τα βόλια τα σκληρά,
πηγαίνω στα ουράνια παλάτια
να στείλω στους ανθρώπους τη χαρά.

Θα πεθάνω όρθιος (1968)

Θα πεθάνω όρθιος απ’ την αγωνία
Μες στα πεζοδρόμια ένα πρωινό
Έτσι που αγωνίζομαι μες στην κοινωνία
Όλο βασανίζομαι κλαίω και πονώ

Θα πεθάνω όρθιος
πάνω στην δουλειά μου
Δεν αντέχει άλλο πια
Η φτωχή καρδιά μου

Δεν προφταίνω στην ζωή ούτε ν’ ανασάνω
Με καημούς βραδιάζομαι με καημούς ξυπνώ
Για να βγάλω το ψωμί τρέχω και δε φτάνω
Και θα σβήσω όρθιος ένα πρωινό

Κυνηγημένος απ΄ τους νόμους (1952)

Μέσα στη νύχτα σαν τον κλέφτη προχωράει
κάποιο παιδί σιγά σιγά στα σκοτεινά.
Ξένος, φτωχός σε τούτη την πόρτα σταματάει
και με λαχτάρα ψιθυρίζει στην καρδιά:

“Γύρισε μάνα μου πικρά μετανιωμένο
το παλληκάρι σου το παραστρατημένο.

Πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους
για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή.
Τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους
και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή.

Απόψε γύρισε πικρά μετανιωμένο
το παλληκάρι σου το παραστρατημένο”.

Βγαίνει η μανούλα του κι ανάβει ένα καντήλι
έξω απ’ την πόρτα ποιος χτυπάει για να δει,
χαμογελούν τα πικραμένα της τα χείλη
σαν αντικρίζει το χαμένο της παιδί.

“Γύρισε μάνα μου πικρά μετανιωμένο
το παλληκάρι σου το παραστρατημένο”.

Νυχτερινός σταθμάρχης (1971)

Θα γεμίσω την βαλίτσα μου καημό,
σ’ ένα τραίνο θ’ ανεβώ κι όπου με βγάλει,
δεν αντέχω, βασανίζομαι, πονώ,
την καρδιά σου να μοιράζομαι με άλλη.

Ο νυχτερινός σταθμάρχης
σαν σφυρίξει τρεις φορές,
εσύ θα `χεις άλλη αγάπη
κι εγώ θα `χω συμφορές,
άλλη αγάπη εσύ θα `χεις
κι εγώ θα `χω συμφορές,
ο νυχτερινός σταθμάρχης
σαν σφυρίξει τρεις φορές.

Εισιτήριο χωρίς επιστροφή
για το άγνωστο, χαράματα θα βγάλω,
κι αν για τέρμα θα `χω την καταστροφή,
δεν πειράζει, σε λατρεύω, τίποτ’ άλλο.

Ο νυχτερινός σταθμάρχης
σαν σφυρίξει τρεις φορές,
εσύ θα `χεις άλλη αγάπη
κι εγώ θα `χω συμφορές,
άλλη αγάπη εσύ θα `χεις
κι εγώ θα `χω συμφορές,
ο νυχτερινός σταθμάρχης
σαν σφυρίξει τρεις φορές.

Ο πάτερ Γυμνάσιος (1974)

Ο πάτερ Γυμνάσιος
καλόγερος άξιος
επούλαγε βότανα
για κάθε αρρώστια
μα ήξερε κι έλεγε
όλα τα ξόρκια.

“Άμπλαστρα πάρτε από μένα
ευλογημένα και φτηνά,
ένα κοτόπουλο το ένα
ή φρέσκα αυγά σημερινά
μα επειδής εγώ νηστεύω,
τα θέλω Σαρακοστιανά”.

Ο πάτερ Γυμνάσιος
καλόγερος άξιος
και φάρμακα έδινε
γι αυτές που ήταν στείρες
μονάχα που στοίχιζαν
δυο κίτρινες λίρες.

“Άμπλαστρα πάρτε από μένα
ευλογημένα και φτηνά,
ένα κοτόπουλο το ένα
ή φρέσκα αυγά σημερινά
μα επειδής εγώ νηστεύω,
τα θέλω Σαρακοστιανά”.

Κι αν δεν είσαι από τζάκι (1974)

Κι αν δεν είσαι από τζάκι,
λατρευτή μου αγάπη,
δεν είναι ντροπή,
η εργατική ποδιά σου,
σαν και την καρδιά σου,
είναι ακριβή.

Μες στη μουτζούρα και μες στην καπνιά
μοιάζεις με κρίνα και με γιασεμιά
κι αν είσαι αγαπούλα μου φτωχή
τα πλούτη τα `χεις μέσα στην ψυχή.

Γερά να είναι τα χρυσά μου χέρια
και θα σ’ τα χαρίσω όλα στη ζωή.

Στα σαλόνια τα μεγάλα,
μη νομίζεις πάντα,
πως θα βρεις χαρά,
μα η φτωχοκάμαρά μας,
από τη χαρά μας,
λάμπει και γελά.

Η ευτυχία, μάτια μου γλυκά,
δεν εξαρτάται από τα λεφτά,
κι αν είσαι αγαπούλα μου φτωχή
τα πλούτη τα `χεις μέσα στην ψυχή.

Γερά να είναι τα χρυσά μου χέρια
και θα σ’ τα χαρίσω όλα στη ζωή.

Ο δάσκαλος (1974)

Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
να μου τον φέρετε στο στρώμα
που λέει στους χουσμεκιάρηδες
που λέει στους μεσιακάρηδες
ότι δικό τους είν’ το χώμα.

Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
να σταματήσει πια να δασκαλεύει
με λόγια σαν και τούτα της φωτιάς
πως όποιος για το δίκιο δεν παλεύει
θα ζει και θα πεθαίνει σαν ραγιάς.

Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
που κατσαπλιάδες έχει γύρω,
παράδες θα γεμίσετε
το στόμα αν του κλείσετε
που τάζει στου κολίγους κλήρο.

Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
να σταματήσει πια να δασκαλεύει
με λόγια σαν και τούτα της φωτιάς
πως όποιος για το δίκιο δεν παλεύει
θα ζει και θα πεθαίνει σαν ραγιάς.

Το τραγούδι της ειρήνης (1964)

Κι ω! να ξαναβγεί ο ήλιος
για να φύγει η καταχνιά
πόσο δάκρυ πόσο αίμα
έφτυσε αυτή η γενιά.

Και στη ρημαγμένη γη
χαρωπή χτυπά η καμπάνα
και το γέλιο ξανανθεί
στη χαροκαμέκαμένη μάνα.

Της Ειρήνης το τραγούδι
τραγουδήστε μ’ ένα στόμα
στα σκαλιά να μπει λουλούδι
στο καψαλισμένο χώμα.

Βαγγελιώ Καρακατσάνη

Δεν έχω ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή μου / κι ούτε σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας...
Αναγνώσεις:223