Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Για τη ζήση των βοσκών… γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης

Επήγε να κουλαντρίσει δυό τρία πρόβατα που ‘χανε ξεφύγει από το κουράδι κι έσυρα κι εγώ μαζί του.

Ντάλα μεσημέρι, με τον μεσσαρείτικο ήλιο να σε νταλώνει και να κάνει τα κοκκινοχώματα να κεντούνε.

Παρά το «πολιτισμένο» ντύσιμο μου με τα λαφριά ρούχα, δεν επάλευα την κάψα κι όλο αγκομαχούσα και σφούγγιζα τον ιδρώτα από τα μάθια μου, που κολυμπούσανε στην αρμύρα.

Αυτός, παρά τα βαρειά στιβάνια, τη μάλινη φανέλα, το μαύρο πουκάμισο και το υφαντό κεφαλομάντιλο με τα κρόσια, δεν περπατούσε, μα επέτα. Μήτε ίδρως, μήτε αγκομαχητά, μήτε μήτε μαθιοσφουγγίσματα.

Και μόνο που τον εθώρουνα ν’ αγλακά και να κουλαντρίζει τα φευγάτα ζούμπερα, αιστανόμουν τα ύστερα των δυνάμεων μου να με εγκαταλείπουν.

Τέλειωσε τη δουλειά του και ξαναπήραμε το δρόμο όθε πίσω.

«Ανάθεμα τη για ζωή» μουρμούρισα, σκεφτόμενος τα βάσανα των βοσκών.

«Γιάντα, σύντεκνε, ίντα ‘χει η ζωή σου και τη βλαστημάς;» με ρώτηξε.

«Δε λέω για τη δική μου» του αποκρίθηκα.

«Κι αμ’ ίντα, ποιανού τη ζωή βλαστημάς;» με ξαναρώτηξε.

Δεν ήθελα να του πω πως μιλούσα για τη δική του ταλαιπόρια, γιαυτό και γενίκεψα το λόγο μου.

«Για τη ζήση των βοσκών μιλώ, σύντεκνε. Μια σταλιά ευτυχία δε θωρώ σ’ αυτή» του ‘πα.

Σταμάτησε να πορπατεί, έβαλε τη χέρα του στον ώμο μου και μου ‘πε:

«Ετούτο να που δε θωρείς εσύ, εμείς το ζούμε στο κάθε ζάλο μας. Γιατί, σύντεκνε, εσείς δεν κατέχετε που να βρείτε την ευτυχία, μα εγώ κατέχω που ‘ναι».

Παρά τον ήλιο που συνέχιζε να με τσουρουφλίζει, είπα να γυρέψω μιαν απάντηση σ’ ένα ακόμη ερώτημα που με τριβίλιζε. «Και πε μου ‘δα, σύντεκνε, που είναι κρυμένη η δική σου ευτυχία» τον προκάλεσα.

Μου ‘δειξε με το δαχτύλι του μια θεόρατη χαρουπιά, λίγο πιο κάτω.

«Στη ρίζα της χαρουπιάς είναι» μου’πε και κινήσαμε κατά κει.

Σαν εφτάσαμε και κάτσαμε στο χώμα, ακουμπώντας τη ράχη μας στον αιωνόβιο κορμό, εξεκρέμασε από ένα χαμηλό κλαδί ένα παγούρι και μου το ’δειξε.

«Επαέ μέσα, σύντεκνε, είναι η ευτυχία. Με τούτηνε την κάψα και με τη δίψα που με βασανίζει, το παγούρι δεν έχει νερό μέσα, μα έχει ευτυχία. Και αν ξεδιψάς στον ασκιανό του δεντρού, την ώρα που καίγεται ο κάμπος, διπλή’ ναι η ευτυχία» μου ‘πε και μου ’δωσε το παγούρι.

«Πιες εσύ πρώτος από την ευτυχία μου, μπας και πάψεις να βλαστημάς τη ζωή» μου ’πε.

Έπιασα το παγούρι, «εβίβα της απάντησης που γύρευα» του ‘πα και το ’φερα στα χείλια μου.

«Ίντα ‘πες σύντεκνε;» με ρώτηξε παραξενεμένος.

«Πράμα σύντεκνε, κάτι δικά μου λέω» του ’πα και του ’δωσα το παγούρι.

Ήπιε και με ξάνοιξε στα μάθια.

«Γροίκα να σου πω, σύντεκνε, κιανείς δεν του φταίει του αθρώπου για πράμα. Ο απατός του διαλέγει και την κακομοιριά και την ευτυχία. Μόνο που η κακομοιριά βρίσκεται όπου θωρείς, ενώ η ευτυχία βρίσκεται όπου χωρείς. Εκατάλαβες;».

Ξαφνικά, αιστάνθηκα να δροσερεύει ο ήλιος και ν’ ανάβει μια φωθιά μέσα μου.

«Δώσε μου, σύντεκνε, να χαρείς, το παγούρι σου, να πιω μια γουλιά ακόμη ευτυχία» του ’πα.

Εξάνοιξα κατάματα τον ήλιο κι αυτός μου χαμογέλασε.

Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:149