Στρατόπεδο Χαϊδαρίου | του Θέμου Κορνάρου
Την πρώτη μέρα που κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου, πήρα μέρος αμέσως στη ζωή της πολιτείας μας. Από το πρωινό προσκλητήριο κιόλας.
Πρωταντικρύζω το τοπίο. Ένα πέταλο, κλειστό από τα δυτικά και το βοριά. Γδυμνά βουνά υψώνονται απότομα. Κάπου – κάπου ξεχωρίζεις μια λιανοστρατούλα να σε προσκαλεί, ποιος ξέρει σε ποιες ειρηνικές στάνες. Στην ανατολή και το νοτιά, η Αττική, τα Φάληρα και τα μαβιά νησάκια του Σαρωνικού.
Τίποτα δε σου κάνει την εντύπωση πως εδώ μέσα υπάρχει τόση αγωνία. Ξεχνιέσαι μπρος στην ημερότητα του τοπίου. Η Αθήνα απλώνεται απέραντη μπρος στα μάτια σου, κι’ είναι σα να στράφηκε ξεπίτηδες, ολόσωμη, προς το μέρος του Χαϊδαριού, για να μπορεί ο κατάδικος, να ξεχωρίζει κάθε γειτονιά και δρόμο. Πολλοί σου δείχνουνε το σπίτι τους. Τα παραθύρια τους! Κι όμως ποτέ δε βρεθήκανε πιο μακριά απ’ την Αθήνα μας…
– Να περπατάς, όσο πιο γρήγορα μπορείς, μόλις βγεις από το θάλαμο.
Αυτό ήτανε το πρώτο μάθημα για τη συμπεριφορά μου στο Χαϊδάρι. Το θυμήθηκα πηγαίνοντας να πάρω τη θέση μου στη γραμμή, για το πρωινό προσκλητήριο. Ένας άλλος, βαριά τραυματισμένος, δεν το πρόσεξε. Μα κι αν το θυμότανε, πάλι δε θα μπορούσε να βιαστεί περισσότερο. Ο Κόβατς τρέχει με το βούρδουλα κατά πάνω του. Ο μπαρμπ’ Αποστόλης βρέθηκε κοντά. Μπαίνει, με τρόπο, ανάμεσα στον ανυποψίαστο τραυματία και τον έξαλλον Ες – Ες. Καμώνεται πως ξεχάστηκε και κυττάζει αφαιρεμένος κι’ ακίνητος προς το δρόμο. Για να χτυπήσει αυτόν, και να μην κακοπάθει ο άρρωστος.
Ο Ναπολέων – ο θρυλικός προστάτης των καταδίκων, ένας από τους 260 – καταλαβαίνει τι γίνεται. Τρέχει να γλυτώσει το γέρον άνθρωπο. Η μανία του Κόβατς ξέσπασε απάνω του, επειδή τον σταμάτησε από το έργο του για να τον ρωτήσει, τάχα, ποιος ξέρει τι…
Ρίχνω μια ματιά στην περιοχή του Στρατοπέδου. Γύρω – γύρω τοίχος, δυο μέτρα ύψος. Κάθε διακόσα μέτρα σκοπιά, με Ιταλούς απάνω και πολυβόλα στραμμένα προς την αυλή. Στρατώνες καινούριοι, άνετοι, τρίπατοι. Παραθύρια μεγάλα, πολλά, προς όλες τις μεριές. Αυλή ευρύχωρη. Κάθε χτίριο έχει το νούμερό του. Αριστερά μου βλέπω το «τρία». Μπροστά το «τέσσερα» και το «εικοσιένα». Λίγο πιο μπρος, το «20», φρεσκοασβεστωμένο, με διακοσμητικό κήπο μπροστά. Είναι το Διοικητήριο. Στο βάθος κλείνει τον κύκλο η οικοδομή «15», που ξεχωρίζει με τα μικροσκοπικά σιδερόφραχτα παραθυράκια και το μουχλιασμένο εξωτερικό. Ξεπροβαίρνει από το βάθος το χτίριο αυτό, σαν φοβέρα. Είναι η απομόνωση. Ο τόπος των βασανιστηρίων. Μνήμα! Και σαν δαίμονας – φρουρός της κόλασης αυτής – στέκει, στην πόρτα που χάσκει, ένας κοντοστρούμπουλος άνθρωπος, με μελανά ξεπλυμένα μάτια.
Ο κατάδικος ποτέ δε μεταχειρίζεται τη λέξη «απομόνωση». Αυτή δε λέει τίποτα. Όταν θα πει «15», όλοι ενδιαφέρονται να μάθουνε τι συμβαίνει. Γιατί είπε «15»; τι γυρεύει στη μέση το «15»; Αξεχώριστος από την κατάσταση που εκφράζει το νούμερο αυτό, είναι ο Αντρέας. Έτσι τον λένε τον αρχιβασανιστή της απομόνωσης.
Τρία νούμερα δε θα σβήσουνε ποτέ από τη μνήμη των ανθρώπων που πέρασαν από τούτο τον τόπο: Το «15», το νούμερο του μπλοκ που έμενε, και το «21».
Στο «21» στεγάζονται όλες οι ειδικές υπηρεσίες, τα συνεργεία, όπως τα συνηθίσαμε. Από το κουρείο ως τo ρολογάδικο. Από το σιδερά ως το ράφτη. Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι τέχνες, όλες οι πιο απίθανες ειδικότητες για την εξυπηρέτηση της φρουράς των Ες – Ες. Ακόμη εκεί εργάζεται κι’ ένα έξυπνος ρωμιός, που λέει για τον Όμηρο πως στα 1821 κιντύνεψε πολλές φορές στις μάχες της Στερεάς! Αυτός, λοιπόν, έχει δουλειά να συγγράψει την Ιστορία της Ακρόπολης για το Διοικητή. Έχει, σα να λέμε, αναλάβει υπεύθυνα την αρχαιολογική μόρφωση του αρχηγού των Ες – Ες στο Χαϊδάρι. Τον έχει φαίνεται, σε μεγάλη εχτίμηση ο Διοικητής – χωρίς ν’ αποκλείεται ο βούρδουλας – γιατί τον επισκέπτεται συχνά. Ήτανε, λέει, οδηγός αρχαιοτήτων. Καθηγητής! βιάζεται να προσθέσει, για να μην τύχει και ξεπέσει στα μάτια μας σαν σκέτος οδηγός.
Για ν’ αποφύγει ο κακομοίρης τις αγγαρείες και το πάρε – δόσε με το βούρδουλα των Ες – Ες, αποφάσισε να γίνει συγγραφέας.
Μα του «21» μπλοκ η αξία δεν είναι στο πως στεγάζει τις τέχνες, τα επαγγέλματα, και τα… γράμματα, αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Μπροστά – μπροστά, έχει ένα μακρόστενο διαμέρισμα, που, όταν η πόρτα του είν’ ανοιχτή, σου κάνει την εντύπωση πλούσιου παλιατζίδικου. Βλέπεις κρεμασμένα στη σειρά, παλτά, βαλίτσες, ομπρέλες, καμπαρτίνες, δίχτυα με κρεμμύδια, τσάντες μαθητικές, τσάντες μ’ εργατικά σύνεργα, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Και σ’ ένα ιδιαίτερο χώρισμα κρέμονται χιλιάδες μικρά σακουλάκια με ονόματα πάνω.
Είναι το σπίτι των αναμνήσεων και των ελπίδων. Ποτέ σπίτι δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ.
Οι κατάδικοι, μόλις έρθουνε, πριν να διαμοιραστούνε στα διάφορα μπλοκ κι’ επικοινωνήσουνε με τους προηγούμενους, περνούν από έρευνα. Στο Στρατόπεδο θα μπούνε μόνο με τα ρούχα που φορούνε. Ο,τι κρατούνε στα χέρια τους, ό,τι υπάρχει στις τσέπες, ως και τα μαύρα τους γυαλιά, τις βέρες και τα ρολόγια τους, πρέπει να τα παραδώσουν.
Συμβαίνει να πιάστηκαν άνθρωποι την ώρα που ψώνιζαν στην αγορά, με το δίχτυ γεμάτο κρεμμύδια ή μαθητές με τα βιβλία και το κουλούρι στο χέρι. Κι’ αυτά παραδίνονται. Θα τα παραλάβεις όταν θα φύγεις.
Κάθε που θα φωνάξουν ονόματα για διάφορες δουλειές, ή για οποιαδήποτε αφορμή, κανένας δεν ξέρει πού πηγαίνουν. Av όμως τους πάνε στο «21», μπροστά στο παλιατζίδικο, θα πει απόλυση. Παραλαβή των πραγμάτων τους αυτό θα πει. Στη χειρότερη περίπτωση θα είναι αποστολή για τη Γερμανία ή μετάθεση σ’ άλλες φυλακές. Μα ποτέ θάνατος.
Όξω απ’ το κύριο χτιριακό συγκρότημα, προς τ’ ανατολικά, υψώνεται μια άλλη όμοια στρατώνα. Χωρίζεται από μας με συρματοπλέγματα. Εκεί απαγορεύεται να πλησιάσουμε. Το πολύ 600-700 μέτρα μας χωρίζουν. Ξεχωρίζομε τις σιλουέτες των κατάδικων γυναικών, μα είναι αδύνατο να γνωρίσουμε πρόσωπα. Μόνο από το ντύσιμο, το χρωματισμό του ρούχου ή την πορπατησιά, μπορείς να ξεδιακρίνεις τη γυναίκα ή τη Μάνα σου. Ξεχωρίζεις επίσης πως υπάρχουνε παιδιά μωρά που βυζαίνουν ακόμα, ή πιο μεγάλα, ως έξη χρονώ. Oι μεγαλύτερες ηλικίες μπαίνουνε στην κατηγορία των αντρών και μένουν κοντά μας, εκτεθειμένες στους ίδιους κινδύνους, στις ίδιες στερήσεις, στους ίδιους κατατρεγμούς. Σε μιαν Ομαδική εχτέλεση, δε λογαριάζεται ηλικία. Ψυχές μετριούνται. Κι’ επειδή έχουνε κι’ αυτά μια ψυχούλα, μπαίνουνε σαν και τους μεγάλους στην κλήρωση, στο τυχερό παιγνίδι του Χάρου.
Από την πρώτη μέρα της παραμονής σου στο Στρατόπεδο, μαθαίνεις πως οι κατάδικοι χωρίζονται σε μερικές κατηγορίες. Υπάρχουνε οι απομονωμένοι στα κελιά. Και κείνοι που μένουνε πολλοί μαζί στον ίδιο θάλαμο. Όλοι, αυτοί στην απομόνωση του «15», που θα μιλήσουμε γι’ αυτήν αλλού.
Υπάρχει και μια μισοαπομόνωση, στο 4 μπλοκ. Εκεί μέσα μένουν κάπου 200 κρατούμενοι. Έπειτα το «ελεύθερο» Στρατόπεδο με τις πολλές χιλιάδες.
Μισοαπομόνωση θα πει μικρότερη αυλή, όχι αγγαρείες, και καθόλου επικοινωνία με τους πολλούς.
Ο μεγάλος αριθμός, για τις εκτελέσεις, πέφτει πάντα στο «ελεύθερο» στρατόπεδο.
Εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί, πως βρίσκονται άνθρωποι σε αυστηρότατη απομόνωση χωρίς καμμιά κατηγορία, καμμιάν υπόθεση. Και στο «ελεύθερο» Στρατόπεδο άλλοι, που τους βρήκανε ολάκερες αποθήκες πυρομαχικά. Η σύγχυση αυτή είναι μελετημένη. Για να μην μπορούμε να συλλάβουμε το πνεύμα της δουλειάς των Ες – Ες.
Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλουνε να δημιουργήσουνε μυστήρια, σκοτεινά αινίγματα, ψυχολογικά τεχνάσματα, για να κρατούνε σε διαρκή ανησυχία την ψυχή του κατάδικου. Κι’ αυτό τους ενδιαφέρει πάρα πολύ.
Το Χαϊδάρι δεν είναι ένα οποιοδήποτε Στρατόπεδο που μαζεύουνε τις ρεζέρβες τους οι Γερμανοί, για να έχουνε πρόχειρα τα κεφάλια που θα χρειαστούνε για τ’ αντίποινα. Ο κόσμος αυτό πιστεύει. Αλλά η ίδρυση του Χαϊδαριού έχει ένα πιο σοβαρό σκοπό (…).
Η υποταγή της Ελληνικής ψυχής, η δουλοποίηση του Λαού μας, το σβήσιμο της προσωπικότητας του Έλληνα. Αυτό είναι το σχέδιο που απαιτούσε την ίδρυση του Χαϊδαριού (…).
Το Χαϊδάρι ιδρύθηκε περισσότερο για τους έξω και λιγότερο για τους ίδιους τους κρατούμενους.
Ως εδώ τα πράματα πήγαιναν καλά για τον εχθρό. Από το Χαϊδάρι δεν μπορούσες να επηρεάσεις τα γεγονότα και τη μοίρα σου. Καμμιά ελπίδα. Επηρέαζες όμως με τα μαρτύριά σου, με το θάνατό σου, με το σκοτεινό μυστήριο, τη φαντασία του κόσμου.
Η λειτουργία της Σχολής, ο εσωτερικός κανονισμός όπως θα λέγαμε, ήταν η πείρα του Μεσαίωνα εφαρμοσμένη στον ύψιστο βαθμό της υπερβολής.
Τα ανακριτικά γραφεία της Μέρλιν – η έδρα των Ες – Ες – ήταν η πραγματική είσοδο του Χαϊδαριού, θα νόμιζε κανένας πως τα βασανιστήρια κι’ οι κατατρεγμοί στην οδό Μέρλιν γίνονταν κυρίως για να σ’ αποσπάσουν μυστικά. Όχι πάντα. Τις περισσότερες φορές ήτανε προπαρασκευή για τον κύριο, τον πλατύτερο σκοπό της Σχολής: Την τρομοκράτηση και υποδούλωση της Λαϊκής ψυχής.
Στο Χαϊδάρι σε περίμενε μια καινούρια τρομοκρατία. Μια συνεχής ψυχολογική επίθεση, μελετημένη σ’ όλες τις λεπτομέρειες. Είχε σκοπό να σου παραλύσει κάθε δύναμη, κάθε αντοχή. Να σου σβήσει τη θέληση, να μην αφήσει απείραχτη καμμιά ψυχική λειτουργία. Όχι, βέβαια, για να σε σκοτώσουν έπειτα! Κάθε άλλο. Ήσουνα πολύτιμος πια. Μικρόβιο έτοιμο για να μεταφέρεις στον κόσμο τη φριχτή σου αρρώστια. Σε απολούσανε!…
Αλλά εδώ ακριβώς ξέσπασε μια λυσσασμένη αντεπίθεση εναντίο του εχθρού. Την επιχείρηση τη διεύθυνε τα επιτελείο του Στρατοπέδου. Οι 260 του θαλάμου «1», μ’ επί κεφαλής το Ναπολέοντα. Σκοπός της μάχης: Ποιος θα κερδίσει την ψυχή του κατάδικου. Την ψυχή του Λαού.
Σύνθημα του επιτελείου μας: Αμείωτη θέληση, ακέραιη την προσωπικότητα, ατσάλωμα της αντοχής του κατάδικου!
Κάθε μέτρο της Διοίκησης εναντίο μας χτυπούσε σ’ ένα ισχυρότατο αντίμετρο. Κάθε σκοτεινή ενέργεια, κάθε ύπουλη κι’ υπονομευτική δράση της, εκφυλιζότανε κι’ αχρηστεύονταν από μιαν επιστημονική, σοφή, τέλεια οργανωμένη αντίδραση.
Χρειαζόταν μια τέτοια εξήγηση, αρχή – αρχή, για να μην ξαφνιαστούμε βλέποντας την ψυχή του κατάδικου φρούριο και τον κατάδικο να μένει με ακέραιες τις αγωνιστικές του ικανότητες.
Κατόρθωμα πρωτοφανέρωτο στην Ιστορία των φυλακών, των στρατοπέδων και των καταχτημένων Χωρών.
Αυτή την ατμόσφαιρα μυρίζεσαι μπαίνοντας στο Χαϊδάρι. Οι αγωνιστικές σου ιδιότητες θεριεύουνε. Kάθε στιγμή είσαι έτοιμος. Αισθάνεσαι πως παίρνεις μέρος στη μεγαλύτερη μάχη της ιστορίας του κόσμου. Της ιστορίας της ζωής, γιατί εδώ θ’ αντιμετωπίσεις και το θάνατο, όχι σα δούλος του, αλλά σαν περιφρονητής αντίπαλός του.
Θέμος Κορνάρος
[Απόσπασμα από το έργο του «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου»].
Ο Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της επαρχίας Μεσσαρά της Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει σχεδόν τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. Ο Θέμος Κορνάρος, σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα μέχρι και την Κατοχή. Κατά τη διάρκεια της κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση μέχρι το 1944 οπότε συνελήφθη από τους Γερμανούς και κλείστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου και βασανίστηκε. Με την απελευθέρωση αποφυλακίστηκε, καταδικάστηκε όμως γρήγορα σε φυλάκιση δύο ετών για το κείμενό του «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», που στρεφόταν κατά του τότε Μητροπολίτη Μεσολογγίου Ιερόθεου. Εξορίστηκε για την ιδεολογία του στον Αη Στράτη έως το 1952. Το 1959 συμμετείχε στην ελληνική αντιπροσωπεία για τους εορτασμούς στο Πεκίνο για τα δέκα χρόνια στην εξουσία του Μάο Τσετούνγκ. Συνεργάστηκε με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, με την εφημερίδα Αυγή, ενώ συνέχισε να εκδίδει καινούρια πεζογραφήματα και ταξιδιωτικά ημερολόγια. Στη δεκαετία του ’60 έστησε εκδοτικό, προσπαθώντας να δώσει στον λαό φθηνό και καλό βιβλίο. Πέθανε το 1970, ενώ η κατάστασή του, τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν καλή και λόγω της δικτατορίας ο θάνατός του πέρασε απαρατήρητος. Ενταφιάστηκε στην Κρήτη.
Έργα του: «Το Άγιον Όρος», «Σπιναλόγκα», «Ο Αλήτης», «Ο Δαίμονας», «Ο εσταυρωμένος λαός μου» «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου», «Στάχτες και φοίνικες», «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς», «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Με τα παιδιά της θύελλας», «Δε θα πεθάνουμε», «Αιχμαλωσία της νύχτας». Το «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» και δύο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη λαϊκο-δημοκρατική Κίνα, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ελβετία και τη Ρώμη, «Γη της Ανάστασης» και «Οδός Προμηθέως» κλπ.
Μαρξιστής πεζογράφος και λογοτέχνης και ιστορικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε., αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ότι σε καιρούς δύσκολους κήρυξε τη μαχητικότητα, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την καλοσύνη, την αγάπη και την ανθρωπιά. Την πίστη του στο λαό και τους αγώνες του.