Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Ιστορία της πόλης | της Εύης Κοντόρα

Σ’ ένα μπαλκόνι, στο κέντρο της πόλης, ήτανε μια γλάστρα.

Το χώμα της ήταν ξερό και το λουλούδι της μαραμένο. Όμως κανείς δεν έμοιαζε να σκοτίζεται γι’ αυτήν. Ίσως γιατί σχεδόν όλα όσα έβλεπες τριγύρω ήταν άχαρα. Μα και τα όμορφα (αν βρίσκονταν!) κρύβονταν καλά μέσα στη γκριζοκίτρινη ομίχλη του καυσαέριου. Η πόλη ξεχείλιζε από θορύβους και σκουπίδια ενώ οι δρόμοι, εφιαλτικά πυρακτωμένοι και μόνιμα μποτιλιαρισμένοι, έμοιαζαν να μην οδηγούν πουθενά. Τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια, ο ήλιος στην πόλη δε γλυκαίνει την ατμόσφαιρα, αντίθετα δημιουργεί προβλήματα στην κυκλοφορία.

Το μπαλκόνι, πάντως, ήταν καλό παρατηρητήριο και το λουλούδι της γλάστρας θα ήταν ένας πρώτης τάξεως θεατής, αν δεν είχε -όπως φαίνεται- ολότελα πια μαραθεί. Έτσι, δεν μπορούσε να δει τίποτε άσχημο αλλά ούτε και όμορφο από κείνα που ίσως υπήρχαν… Έστεκε, απλώς, στην άκρη του απεριποίητου μπαλκονιού, σαν ένα στεγνό απομεινάρι κάποιας περασμένης ζωής. Κι όμως! Είχε κι αυτό κάποτε την ιστορία του. Και, μπορεί να μην ήταν μεγάλη ούτε πάρα πολύ όμορφη μα ήταν, τελοσπάντων, μια ιστορία…

… Δεν πήγαινε λοιπόν πολύς καιρός που αυτό το ίδιο λουλούδι -θαλερό κι ολοζώντανο- βρισκόταν όχι στο μπαλκόνι (ξεχασμένο και παρατημένο στην τύχη του!), αλλά στην πιο περίοπτη θέση ενός χώρου υποδοχής, προκαλώντας το θαυμασμό σε όσους είχαν τη διάθεση να το παρατηρήσουν!

Το λουλούδι της ιστορίας μας, που είχε βρεθεί κατά τύχη στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντιατρείου, έκανε συντροφιά στους πελάτες, με την ασυνήθιστη φιλοδοξία να μετριάσει τον πονόδοντό τους έστω και μόνο για λίγα λεπτά. Ήταν άραγε μεγάλος στόχος ζωής για ένα λουλούδι; Ποιος ξέρει;… Εξάλλου, ποτέ δεν έμαθε αν τα κατάφερε. Μόνο μια φορά ένιωσε τα μάτια κάποιου καρφωμένα πάνω του, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει τι ακριβώς κοιτούσε ο άνθρωπος αυτός. Η γλάστρα ήταν τοποθετημένη στο γραφείο της κοπέλας που είχε ο οδοντίατρος για βοηθό!…

Έτσι ή αλλιώς, όλα αυτά αποδείχτηκαν μάταια. Είτε γιατί ήταν σκοτεινά, είτε γιατί δεν το πότιζαν, είτε γιατί δεν του άρεσε η μυρωδιά του αντισηπτικού, το δύστυχο λουλούδι δεν πρόκοψε. Σε μερικές βδομάδες μαράζωσε, τα φύλλα του έπεσαν κι οι πελάτες του οδοντογιατρού, που το έβλεπαν, μελαγχολούσαν και τότε πονούσαν χειρότερα τα χαλασμένα τους δόντια.

Η βοηθός παρατήρησε γρήγορα τη δυσάρεστη αλλαγή στην εμφάνιση της γλάστρας. Στην αρχή, στεναχωρήθηκε πολύ που χάθηκε έτσι απρόσμενα ένα τόσο καλό στολίδι. Σύντομα όμως παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι τίποτα δεν είναι αναντικατάστατο. Όλο και κάποιος πελάτης θα βρισκόταν ν’ αποκαταστήσει τη ζημιά που έγινε, αρκεί να περίμεναν ως τα Χριστούγεννα (το πολύ μέχρι το Πάσχα) … Ξεφορτώθηκε τη γλάστρα, πετώντας τη προσωρινά στο μπαλκόνι, όπου την ξέχασε τελικά ολωσδιόλου. Έβαλε στη θέση της ένα μεγάλο Κινέζικο βάζο και δεν ξανασχολήθηκε πια μαζί της.

Όμως το λουλούδι δεν ήθελε να πεθάνει. Οι ελπίδες του για ζωή ήταν ελάχιστες, μα η θέλησή του ήταν μεγάλη. Για κάμποσα μερόνυχτα έμεινε ολομόναχο, παλεύοντας με το θάνατο. Ολομόναχο;… Όχι! Το λουλούδι είχε για συντροφιά του το φεγγάρι που, ακόμα και στην πόλη, μισοδιακρίνεται σαν υπόσχεση πίσω από τις αμέτρητες κεραίες των τηλεοράσεων. Ναι. Το φεγγάρι ήταν αρκετό για ν’ ανακουφίσει τη μοναξιά του.

Και το θαύμα έγινε…

Έστω και χωρίς καθόλου νερό, έστω και μέσα στη φριχτά μολυσμένη ατμόσφαιρα της πόλης, το μαραμένο λουλούδι δυνάμωσε κι έβγαλε φύλλα και ξανάνθισε. Εκεί, στο σκονισμένο μπαλκόνι, του δόθηκε η ευκαιρία για μια δεύτερη ζωή, εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που ήξερε ως τότε. Και το ξανανιωμένο λουλούδι, που μονάχα το φυτώριο και την πελατεία του οδοντογιατρού πρόλαβε λίγο να γνωρίσει, άρχισε, γεμάτο περιέργεια, να παρατηρεί…

Τι παρατηρούσε;… Όλα!

Όλα;… Δεν μπορεί να τα έβλεπε όλα, όσο κεντρικό κι αν ήταν το μπαλκόνι του οδοντογιατρού. Έβλεπε όμως αρκετά.

Έβλεπε αυτούς που περίμεναν -άλλοι υπομονετικά κι άλλοι όχι- στις στάσεις των λεωφορείων. Έβλεπε την ατέλειωτη παράταξη των μαυρισμένων πολυκατοικιών. Έβλεπε μετανάστες που πουλούσαν δισταχτικά την παράνομη πραμάτεια τους, οργανοπαίχτες που πρόσφεραν για ένα τίποτα την κακοποιημένη μουσική τους, ζητιάνους που διαφήμιζαν ευρηματικά την απέραντη δυστυχία τους. Έβλεπε τους εργάτες, τους φοιτητές και τους συνταξιούχους που διαδήλωναν κι άκουγε τα συνθήματά τους. Άκουγε και τις φωνές των περαστικών (όσων, δηλαδή, νόμιζαν ότι δεν είχαν προβλήματα κι έτσι δεν έπαιρναν μέρος στις διαδηλώσεις), που διαμαρτύρονταν ζωηρά για την πολύωρη ταλαιπωρία…

Εκείνα που δεν έβλεπε (ούτε κι άκουγε…) έλπιζε πως κρύβονταν όχι μέσα στο καυσαέριο αλλά σε κάποια άλλη γωνιά της πόλης, πολύ μακριά από το μπαλκόνι όπου το είχαν παραπετάξει. Και φανταζόταν -πάντα με συντροφιά το φεγγάρι- πάρκα σκιερά και μεγάλα, βουερά σχολεία με ξένοιαστα παιδιά, καινούργια εργοστάσια με χιλιάδες κόσμο και γονείς που τσουλάνε τα καρότσια τους και κουβεντιάζουνε μεταξύ τους στην πλατεία της γειτονιάς …

Πέρασε έτσι λίγος καιρός.

Ένα πρωί, η γυναίκα που καθάριζε το ιατρείο, άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού για να τινάξει τα ξεσκονόπανά της. Κανένας δεν ξέρει γιατί δεν είχε γίνει νωρίτερα αυτό, όμως, ειδικά εκείνη τη μέρα, το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν στη γλάστρα! Απόρησε πολύ που ένα τόσο όμορφο πράγμα βρισκόταν παρατημένο στη σκόνη και στη βρωμιά και το πήρε μέσα για να το δείξει και στους άλλους.

Ποτέ πιο πριν το λουλούδι δεν είχε ξαναδεί τέτοιες περιποιήσεις. Η νεκρανάστασή του ήταν πραγματικά τόσο παράξενη που άρχισαν όλοι ν’ ασχολούνται μαζί του. Το πότισαν, το ράντισαν, του άλλαξαν χώμα και του ’καναν πλήθος από κείνες τις τσιριμόνιες που υποτίθεται ότι πρέπει να γίνονται για να προκόβουνε τα φυτά…

… Παρ’ όλα αυτά, το λουλούδι μαράθηκε. Ο μαρασμός του ήτανε τόσο ανεξήγητος όσο και το μυστηριώδες ξανάνιωμά του. Αυτή τη φορά, μάλιστα, ξεράθηκε οριστικά κι ό,τι κι αν του ’καναν δε στάθηκε ικανό να το ζωντανέψει. Τέτοια παλαβά πράματα κανείς δε θυμόταν να έχουν ξανασυμβεί κι η βοηθός του οδοντογιατρού, που κόντεψε να χάσει μ’ αυτά το μυαλό της, έκανε όρκο να ξεκάνει τις πρασινάδες και να τις αντικαταστήσει όλες με πλαστικές!

Έτσι, η γλάστρα ξαναπετάχτηκε στο μπαλκόνι και το πρώην λουλούδι πήρε ξανά τη θέση του στη λήθη, χωρίς να μπορεί να δει καμιά ασχήμια, μα και καμιά ομορφιά απ’ όσες άλλοτε του επέτρεπε το εξαιρετικό παρατηρητήριό του. Ίσως να κατάλαβε ότι ποτέ δεν το αγαπήσαν πραγματικά και, ξέρετε, η έλλειψη αγάπης μπορεί να σκοτώσει οποιονδήποτε κι όχι μονάχα ένα ασήμαντο λουλούδι. Απ’ όλη εκείνη την ομορφιά δεν είχε απομείνει παρά το ξεραμένο κοτσάνι και, σύντομα, θα χανόταν κι αυτό για πάντα γιατί, ακόμα και τα θαύματα ποτέ δε γίνονται δυο φορές.

Όμως το φεγγάρι εξακολουθούσε να βγαίνει σχεδόν κάθε βράδυ κι αγωνιζόταν να διακρίνει τη φυλακισμένη πόλη πίσω από τα πυκνά συρματοπλέγματα της δορυφορικής τηλεόρασης και της κινητής τηλεφωνίας. Και παιδευόταν ν’ ανακαλύψει τις εικόνες με τα πάρκα, τις πλατείες, τα εργοστάσια και τα σχολειά που είχε ονειρευτεί κάποτε το λουλούδι. Μερικές φορές κάτι έβλεπε. Μα δεν ήταν για πολύ. Και δεν ήταν για όλους…

Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας του ονειροπόλου λουλουδιού. Την έμαθαν ελάχιστοι και, πολύ σύντομα, την ξέχασαν κι εκείνοι. Ένας μονάχα θυμόταν πια… Καμιά φορά, μάλιστα, σταμάταγε τη νυχτερινή του βόλτα και χασομερούσε για λίγο πάνω από το μπαλκόνι. Έπεφταν τότε στο ξεραμένο χώμα μερικές σταγόνες δροσιάς που θα μπορούσε κανείς να τις πάρει και για δάκρυα…

Εύη Κοντόρα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Απόφοιτη του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό Τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διηγήματά της -για παιδιά και ενηλίκους- έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

 

 

 

 

 

 

 

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:133