H θηλυκομάνα… | του Αντώνη Κουκλινού
Το να ‘χεις θηλυκό κοπέλι σε μνιά δύσκολη εποχή, ήτονε σα ντο γραμμάτιο.
Το λέγανε και σε μαντινάδα….
Απού χει αμπέλι σουλτανί,
και θηλυκό κοπέλι
καταχτυπά ο κώλος του
α θέλει κ’ αδε θέλει.
Ελέγανε όμως και το άλλο…
Τση καλομοίρας το πρώτο τζη κοπέλι είναι θηλυκό.
Και είχανε και δίκιο, γιατί το θηλυκό θα τση βρεθεί στα ύστερά τζη.
Οντε θελα γεννήσει η νύφη το πρώτο τζη κοπέλι θηλυκό, εστρούφιζε η πεθερά κ’ εξεφύσα απου το φόβο τζη, μπάς και βγεί θηλυκομάνα και ίντα θα γενεί ο γιός τση με τόσα νά γραμμάτια στο γκαφά ντου.
Τάξε πως ήφτεγε η γυναίκα, απου γεννά μόνο θηλυκά.
Ο άντρας ήθελε ντε και καλά, να βγάλει τ’ όνομα τ’ αφέντη ντου, να συνεχιστεί η ράτσα και να γροικάται τ’ όνομα.
Μα και για ένα άλλο λόγο, πλιά σοβαρό.
Τη (γ)κοπελιά πρέπει να τη ποκαταστέσεις, για να βρεί γαμπρό.
Άντε να κάμεις μόνο θηλυκές, να θες να τσι προικίσεις πρώτα, για να ‘ρθουνε να στσι ζητήξουνε οι προξενιτάδες, για να τσι παντρέψεις.
Εκειά νε δα και η αδικιά…
Από τη μνιά η πεθερά θέλει ο γιός τση, να βρεί νύφη αποκαστεμένη με τη προίκα τζη, το σπίτι τζη, ούλα καλά κ’ ωραία και να στρουφίζει ύστερα οντε θα κάμει θηλυκό κοπέλι.
Και το χειρότερο ακόμη, η νύφη να σου κάμει ούλο κ’ ούλο ένα (γ)κοπέλι κ’ αυτό θηλυκό.
Ω…τη μαύρη κ’ ίντα θα σύρει ανε πέσει σε κακά χέργια.
Αντί να λέμε ότι πέψει ο Θεός και να ναι με τα μέλη ντου το κοπέλι, φορτώνομε ενοχές τη μάνα, απου δε ν’ ήκαμε ασερνικό.
Ετούτες σας τσι ιδιοτροπίες και πχιός δε τζι γνωρίζει, να ντρέπεται ο άλλος να πεί πόσα κοπέλια έχει, γιατί ναι ούλα θηλυκά και θα το νε παίζουνε οι γ’ αποδέλοιποι.
Υπάρχουνε όμως και οι καλοπροαίρετοι Χρισθιανοί απου δε ντα ξανοίγουνε ετούτανά και είναι με τη γνώμη τση λογικής απου λέει, πρώτα ο άθρωπος κ’ ούλα τ’ αποδέλοιπα, είναι του Θεού.
Ούλο κ’ ούλο ένα (γ)κοπέλι έπεψε ν’ ο Θιός σ’ ετονέ το σπιτικό.
Κιανείς δε νε παραπονέθηκε πως είναι θηλυκό και γιάντα να μη μπορούνε να κάμουνε άλλο.
Σα ν’ ήρθενε το τυχερό τζη να παντρευτεί, εκάμανε ότι μπορούσανε οι γονέοι τζη, να τη νε ποκαταστέσουνε.
Φτωχά τα χρόνια και στα χωργιά δύσκολη η ζωή.
Καλός φαίνεται ο ντελικανής, και το προξενιό εκατάληξε σε συμπεθεργιό.
Σπίτι μη φανταστείς πράμα σπουδαίο…
Δυό κάμερες και ένα παρακούζινο ίσα, ισα να τσι βολέψει σάμε πλιά πέρα.
Μνιά ν’ αυλή μοιράζονται ούλοι και τσι πλιά πολλές φορές και το ίδιο τσικάλι.
Στο ν’ ίδιο απλωτό τα ρούχα ντος και τη ν’ ίδια σκάφη.
Με τα χείλια πού ‘χω σε φιλώ… ετσά το λένε και ετσά ναι κ’ όλας.
Η φτώχια θέλει καλοπέραση και πότες, πότες, το στρώνουνε και στο γλέντι με τσι γειτόνους γιατί ταιργιάζουνε τα χνώτα ντος και μονιάζουνε τσ’ αποσπέρες στη ν’ αυλή.
Χαρούμενος για να νοιώθει ένας άθρωπος, δε χρειάζεται πλούτη και παλάθια, ένα χαμόγελο και μνιά καλή κουβέντα φτάνουνε να παλεύγει ούλες τσι μπόρες και τσι κακοτοπχιές.
Και στσι χαρές και στσι λύπες, μονιασμένοι κ αγαπημένοι.
Ότι περισσεύγει στο ν’ ένα, θα το πέψει στο ν’ άλλο, για να χει κ εκείνος λόγο, οντε θα χρειαστεί πράμα να του γυρέψει.
Ο καιρός περνά και ήφταξε η ώρα να καλέσουνε τη μαμή, για τη γέννα.
Ούλα έτοιμα και με του Θεού τη δύναμη, έκαμε μνιά τσούπρα, σκιας τέσσερεις οκάδες.
Κιανείς δε ν’ εστρούφηξενε τη μούρη ντου να πεί κουβέντα, μούδε πεθερά μουδε κ’ ο γαμπρός.
Μεγαλώνει η οικογένεια, μεγαλώνει το σόι, μεγαλώνουνε και οι φροντίδες.
Ο ερχομός του κοπελιού, ήφερε πολλές χαρές στο σπίτι και ούλοι δε κάνουνε άλλο πράμα ολημερίς από το να νταντεύγουνε τη λουχούνα με το γλάνι.
Εδά στη ν’ απλώστρα δε θωρείς άλλο πράμα, μόνο κωλόπανα και φασκιές να κρέμουνται και τη μάνα κάθε μέρα στη σκάφη να πιλώθει με το σαπούνι στη πλύστρα.
Σαν εξετζιτζίκωσε το θηλυκό, εντάκαρε να χαλικουτίζει τσι πρώτες κουβέντες και κλαρωνίζει ότι παπούτσι βρεί στο κρεβάτι από κάτω και τσ’ έχει κουζουλαμένους ντίπι.
Από τη ταχινή απου θελα σηκωθεί δε ν’ ήβανε γλώσσα στη μπούκα ντου ολημερίς.
Ετσά αζωντανό γλάνι δε ν’ έβγαλε ο κό(ζ)μος.
Με το κουτσουνικό στη χέρα και τα ψηλοντάγκουνα τση μάνας του, κουβεδιάζει τση κούκλας και τη νε μαλώνει για δε κάθεται ντρέτα να τη νε χτενίσει.
Γλακά από τη μνιά ποδιά στη ν’ άλλη και κουζουλαίνεται με τσ’ αγκαλιές τω παππουδογιαγιάδω.
Ένα κοπέλι έφερε τα πλούτη κ’ ούλες τσι χαρές του κόσμου και τσι μοιράζουνται ούλοι κάθα μέρα.
Δε μπα να ‘χουνε φτώχεια, δε μπα να ‘χουνε δυσκολίες, εκείνο που δε ν’ έχουνε μέσα ντος είναι η μιζέργια και η κακοψυχιά.
Μπορεί αλλού να μανίζουνε και να χτυπομουρίζουνε για το τυχερό τση θηλυκομάνας, μα σε τουτο νέ το σπίτι ούλα είναι καλοδεχούμενα.
Αν’ είναι να ‘ρθει θηλυκό στη ν’ άλλη γέννα, κατέχουνε πως αυτά είναι δώρα του Θεού κ’ αυτός τα κανονίζει.
Κ’ ο Χριστός στου φτωχού το σπιτικό θα μπει να ευλογήσει πρώτο, γιατί κατέχει πως εκειά μέσα δοξάζεται…
Αντώνης Κουκλινός